Μία αξιωματική αντιπολίτευση που ζητούσε debate (προεκλογικά) δικαιολογείται να μην το θέλει στην κούρσα διαδοχής Τσίπρα;

 Μία αξιωματική αντιπολίτευση που ζητούσε debate (προεκλογικά) δικαιολογείται να μην το θέλει στην κούρσα διαδοχής Τσίπρα;

Στιγμιότυπο από τις εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία στο εκλογικό κέντρο του Περιστερίου, Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023. (ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI)

Το ερώτημα της εισαγωγής είναι σαφές. Πριν τον πρώτο γύρο, οι πέντε υποψήφιοι δεν στάθηκε εφικτό να συμφωνήσουν σε μία παράθεση προγραμματικών θέσεων ενώπιον δημοσιογράφων όπου θα καλούνταν να απαντήσουν σε ερωτήσεις για κρίσιμα ζητήματα σχετικά με την αντιπολίτευση που θα ασκήσουν και την στάση που θα τηρήσουν σε μείζονα θέματα. Κακώς, κάκιστα, με ευθύνη που επιμερίζεται σε όλους.

Τώρα, όμως, πριν τον β΄ γύρο, τώρα που πρέπει οι 150.000 ψηφοφόροι και όσοι επιπλέον (έως και 70.000, όπως λέγεται) να πάρουν την τελική και αμετάκλητη απόφαση για το ποιός ή ποιά θα είναι διάδοχος του ιστορικού ηγέτη του κόμματος, δικαιολογείται να μην διεξαχθεί ένα debate;

Πριν τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ζητούσε επιτακτικά μία τηλεοπτική αντιπαράθεση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και επέκρινε τον πρόεδρο της Ν.Δ που το απέφευγε. Πώς είναι, ως εκ τούτου, λογικό να αποφεύγουν κάποιοι την διεξαγωγή μιας τέτοιας τηλεοπτικής αντιπαράθεσης πριν την εκλογή της νέας ηγεσίας; Αυτή η (νέα) ηγεσία θα κληθεί να αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση και να διατυπώσει θέσεις και πολιτικές που θα αποτελέσουν τον καμβά ενός εναλλακτικού προγράμματος διακυβέρνησης.

Είναι σωστό και δίκαιο, για παράδειγμα, οι ψηφοφόροι της Κυριακής να μην γνωρίζουν τις απόψεις του/της νέου/νέας αρχηγού σχετικά με τα ελληνοτουρκικά την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία προσέγγισης Μητσοτάκη-Ερντογάν που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί και να οδηγήσει στη Χάγη; Είναι, άραγε, έτοιμοι αυτοί οι ψηφοφόροι να αποδεχθούν ακόμα και αλλαγή της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ για ένα τόσο κρίσιμο εθνικό θέμα; Ή και για άλλα ζητήματα, όπως η στρατιωτική θητεία, η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και πολλά ακόμα;

Ή, μήπως, αποδέχονται την βούληση του αρχηγού όποια κι αν είναι αυτή;

Η Έφη Αχτσιόγλου πρότεινε ένα τέτοιο debate, το οποίο είναι προφανές πως θα μπορούσε και θα έπρεπε να διεξαχθεί εντός πλαισίου συντροφικότητας και όχι ως μία σύγκρουση δύο αντίπαλων κόσμων, όπως θα ήταν ένα αντίστοιχο με τον πολιτικό αντίπαλο. Ο Στέφανος Κασσελάκης το αρνήθηκε επειδή, όπως είπε, debate μπορεί να γίνει μόνο με τον κ. Μητσοτάκη, και αντιπρότεινε μια κοινή περιοδεία.

Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι πως η κούρσα διαδοχής στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ διεξάγεται με τέσσερις πλατφόρμες που λιγότερο ή περισσότερο παρουσίασαν ισάριθμοι υποψήφιοι και με μία μάλλον γενικόλογη παράθεση “τίτλων” και συνθημάτων από τον πέμπτο υποψήφιο που έχει σαφές προβάδισμα εκλογής και παράσταση νίκης. Η άρνηση του δικαιολογεί την άρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, όταν είχε προβάδισμα και παράσταση νίκης και επιβεβαιώνει την άποψη πως ο πρώτος συνήθως δεν αντιπαρατίθεται για να αποφύγει τυχόν λάθη.

Όσοι ομνύουν στην δημοκρατία δεν μπορεί να μην την εφαρμόζουν εντός του κόμματος. Ιδιαίτερα όταν όλα αυτά αφορούν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δύο υποψηφίους που είναι εκ των πραγμάτων και υποψήφιοι πρωθυπουργοί.

Και, εν κατακλείδι, δημιουργεί την αρνητική εντύπωση πως Στέφανος Κασσελάκης και Έφη Αχτσιόγλου δεν μπορούν να συνομιλήσουν. Πώς θα συνυπάρξουν, τότε, την επόμενη μέρα;

Σχετικά Άρθρα