Κύριε πρωθυπουργέ, γιατί αρνείστε την σύγκληση Συμβουλίου Αρχηγών; Εάν όχι τώρα, πότε;

 Κύριε πρωθυπουργέ, γιατί αρνείστε την σύγκληση Συμβουλίου Αρχηγών; Εάν όχι τώρα, πότε;

Ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε, χθες, την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και, όπως προκύπτει και από τον on camera διάλογό τους, συζήτησαν για την όξυνση της ελληνοτουρκικής κρίσης. Το ίδιο θέμα, όπως έγινε γνωστό, απασχόλησε και την συνάντηση που είχε η Κατερίνα Σακελαροπούλου με τον γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα. Αυθορμήτως, προκύπτει το ερώτημα: αυτό που μπορούν να κάνουν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τον πρωθυπουργό και με έναν εκ των πολιτικών αρχηγών, γιατί δεν μπορούν να το κάνουν όλοι μαζί;

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Είναι απορίας άξιο γιατί ο πρωθυπουργός απορρίπτει –μετ’ επαίνων για την συναινετική διάθεση της αντιπολίτευσης- το αίτημα του Αλέξη Τσίπρα και της Φώφης Γεννηματά για την σύγκληση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών.

Αισθάνεται τόσο ισχυρός έναντι της κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας, ώστε να πιστεύει πως δεν χρειάζεται το συμπαγές πολιτικό μέτωπο που θα του προσέφερε μια κοινή δήλωση των αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων ενώπιον της Προέδρου της Δημοκρατίας; Αισθάνεται πως δεν απαιτείται η εκπομπή μηνύματος εθνικής ενότητας, τόσο προς τους εταίρους και συμμάχους της χώρας, όσο και προς την ελληνική κοινωνία, η οποία μετά την πανδημία έχει αρχίσει ξανά να ανησυχεί και να συζητά εάν και πότε θα συμβεί το “μοιραίο” με την Τουρκία;

Αισθάνεται, ακόμα, πως ο σχεδιασμός συνολικής αμφισβήτησης κυριαρχικών μας δικαιωμάτων εκ μέρους του Ταγίπ Ερντογάν δεν δημιουργεί την ανάγκη ενός επανακαθορισμού της στρατηγικής της Ελλάδας;

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ασκήσει πολύ σκληρή και “ολιστική” αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Τσίπρα στα εθνικά θέματα. Την είχε κατηγορήσει ότι πορεύθηκε προς τις Πρέσπες δίχως συνεννόηση με τα πολιτικά κόμματα, είχε σχολιάσει αρνητικά τις συναντήσεις του τότε πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο και την επίσκεψη του τελευταίου στην Αθήνα. Βουλευτές και κομματικά του στελέχη δήλωναν από τηλεοράσεως πως “πιστεύουν τον Ερντογάν” και όχι την ελληνική κυβέρνηση, ενώ άλλοι έφθαναν στο σημείο να κατηγορούν πρώην υπουργούς ότι ευθύνονται εκείνοι για το “πολεμικό κλίμα” που δημιουργούσε η Τουρκία στο Αιγαίο. Ακόμα και όταν “άγνωστοι” έστελναν σφαίρες στον πρώην υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, ή όταν ακροδεξιοί “κυνηγοί κεφαλών” γέμιζαν τις πλατείες πόλεων στην Βόρεια Ελλάδα με αφίσσες βουλευτών που είχαν ταχθεί υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών, επισήμως η Νέα Δημοκρατία επιδείκνυε ανοχή ή και υπέθαλπε τους ακραίους.

Αλλά και πρόσφατα, παρά την στήριξη Τσίπρα στο κλείσιμο των συνόρων στον Έβρο, ως ορθή αμυντική τακτική έναντι των μεταναστευτικών ροών που προωθούσε η Άγκυρα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αποκάλεσε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης “δούρειο ίππο” των τουρκικών συμφερόντων, σπάζοντας με ακραίο τρόπο μια μακρά παράδοση ηπιότητας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στα εθνικά θέματα.

Αυτό το κλίμα εσωτερικού διχασμού το πληρώσαμε. Οι σκιές, δυστυχώς, παραμένουν. Και μόνο με έναν τρόπο μπορεί να σβήσουν ή, έστω, να κοπάσουν όλα αυτά. Να βρεθούν ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί αρχηγοί σε μια σύσκεψη υπό την Πρόεδρο της Δημοκρατίας- η οποία, ας σημειωθεί κι αυτό, δεν επιδεικνύει, προσώρας, το ίδιο ενδιαφέρον για τα θέματα αυτά, όπως έπραττε ο προκάτοχός της.

Απουσιάζει η τεκμηριωμένη φωνή του Προκόπη Παυλόπουλου, η οποία συμπύκνωνε και την εθνική ενότητα αλλά και την προβολή των επιχειρημάτων που εδράζονται στο Διεθνές Δίκαιο.

Βιώνουμε την πιο μακρά και πιο επικίνδυνη περίοδο κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας.

Από την πρώτη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν, τον περασμένο Σεπτέμβριο, στη Νέα Υόρκη (Γ.Σ ΟΗΕ), έως σήμερα, η Άγκυρα έχει ξεδιπλώσει τον σχεδιασμό της. Επιχείρησε να “σπάσει” την αλυσίδα συμμαχιών του East Med με το τουρκολιβυκό σύμφωνο (το οποίο δεν παράγει μεν έννομα αποτελέσματα, ως νομικά άκυρο, δημιουργεί, όμως, μικρά τετελεσμένα στο κενό που αφήνουν η αβελτηρία και υποκρισία του αμερικανικού παράγοντα και των ευρωπαίων εταίρων), απείλησε και απειλεί τον εθνικό χώρο στον Έβρο, το Καστελόριζο, νότια της Κρήτης, επιχειρεί να “γκριζάρει” τη Συνθήκη της Λωζάννης, αμφισβητεί εθνική κυριαρχία πέραν των 6 ναυτικών μιλλίων και άλλα πολλά.

Αν δεν είναι τώρα η ώρα για ένα νέο πλαίσιο στρατηγικών απαντήσεων της χώρας, πότε είναι; Ιδιαίτερα όταν έχουμε μπροστά μας την σοβαρή πιθανότητα (όπως τονίζουν κυβερνητικά στελέχη και παντός είδους ειδικοί) η Τουρκία να κάνει το επόμενο βήμα: να δημιουργήσει, δηλαδή, συνθήκες ή ακόμα και να προκαλέσει “θερμό επεισόδιο”.

Το “είμαστε πανέτοιμοι για παν ενδεχόμενο” , ή το “είμαστε έτοιμοι για στρωτική εμπλοκή” που εκπέμπουν –ορθώς– ο σύμβουλος ασφαλείας του πρωθυπουργού και οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, είναι δυνατόν να μην περιλαμβάνει και την προετοιμασία του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας; Μόνος του, πιστεύει, πως θα τα αντιμετωπίσει όλα αυτά ο πρωθυπουργός;

Και, επιπλέον, όταν προτίθεται, όπως δηλώνει, να θέσει το θέμα της τουρκικής επιθετικότητας στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής. Ας μην υποκρινόμαστε. Γνωρίζει καλά πως οι Ευρωπαίοι έχουν καταδικάσει πλειστάκις τις προκλήσεις της Άγκυρας. Μέχρι και αποφάσεις για κυρώσεις έλαβαν πριν ένα χρόνο, οι οποίες, ωστόσο, ουδέποτε υλοποιήθηκαν επειδή αφενός δεν το επιθυμούν και αφετέρου δεν πίεσε αρκετά και η ελληνική κυβέρνηση.

Θα ήταν σημαντικό διπλωματικό όπλο στα χέρια του πρωθυπουργού μια απόφαση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών ενόψει της Συνόδου Κορυφής, σε συνδυασμό, μάλιστα, με συντονισμένες παρεμβάσεις του Αλέξη Τσίπρα και της Φώφης Γεννημετά στην “παράπλευρη” σύνοδο των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Γιατί το απεμπολεί εγκλωβισμένος στην επιμονή της “ισχύος” του;

Αλλά και (μικρο)πολιτικά να το δει κανείς, δεν ενισχύει την “ηγετικότητά” του το να εξέλθει από το Προεδρικό Μέγαρο έχοντας δίπλα του όλους τους πολιτικούς αρχηγούς με μια κοινή δήλωση εθνικής ομοψυχίας ανά χείρας;

Δυστυχώς, η αναποφασιστικότητά του ως προς αυτό που επιτάσσει η κοινή λογική οδηγούν –μακάρι να μην συμβαίνει κάτι τέτοιο– στο συμπέρασμα πως δεν θέλει να σπάσει τους κρίκους που συνδέουν το κομματικό του προσωπικό και ένα τμήμα του εκλογικού του ακροατηρίου που έχουν ασκηθεί να διακατέχονται από εμμονές πως “οι άλλοι δεν είναι αρκετά πατριώτες”…

Σχετικά Άρθρα