Καιρίδης: Η Γερμανία είναι ισχυρός “μαγνήτης” που δυσκολεύει τη διαχείριση του μεταναστευτικού

 Καιρίδης: Η Γερμανία είναι ισχυρός “μαγνήτης” που δυσκολεύει τη διαχείριση του μεταναστευτικού

Το προσφυγικό – μεταναστευτικό, η πολιτική της Γερμανίας σε αυτό τον τομέα αλλά και οι ευρωεκλογές είναι τα θέματα που συζητάμε στη συνέντευξη με τον υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής. Ο Δημήτρης Καιρίδης επισημαίνει ότι «κλειδί για την αντιμετώπιση του προβλήματος (σ.σ. του μεταναστευτικού) είναι η σταθερότητα και η συνεργασία με την Αίγυπτο».

Ενώ όπως εξηγεί σε άλλο σημείο της συνέντευξής του «η Γερμανία έχει εξελιχθεί σε έναν ισχυρό “μαγνήτη”, πράγμα που δυσκολεύει τη διαχείριση του μεταναστευτικού για όλους μας».

Σ’ ό,τι αφορά τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τονίζει ότι «η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μη στείλει τους καλύτερους στις Βρυξέλλες. Θα είναι κρίμα να σπαταλήσουμε έδρες σε περιθωριακά κόμματα που, εκ των πραγμάτων, δεν παίζουν κανένα ρόλο στο έργο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».

Συνέντευξη

Κύριε υπουργέ η Γαύδος από πολλά μέσα ενημέρωσης της Ελλάδας εμφανίζεται ως η νέα Λαμπεντούζα. Ως ένα μέρος δηλαδή που συνωστίζονται άνθρωποι από άλλες χώρες. Θα ήθελα να σας ρωτήσω σε ποιο βαθμό ισχύει αυτή η σύγκριση και εάν ήταν αναμενόμενο ένα νέο κύμα προσφύγων; Και μη ξεχνάμε τι γίνεται στα Παλαιστινιακά εδάφη…

Προς το παρόν δεν έχει νόημα αυτή η σύγκριση. Οι αριθμοί είναι μικροί. Μιλάμε για μερικές εκατοντάδες. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να βρισκόμαστε σε διαρκή εγρήγορση με δεδομένη την τεράστια διεθνή αναταραχή.

  • Δεν είναι μόνο η Γάζα. Έχουμε πάρα πολλούς πολέμους, εμφυλίους και διακριτικούς, σε όλο τον περίγυρο μας. Μόνο στο Σουδάν τους τελευταίους μήνες, έχουμε 8 εκατομμύρια εκτοπισμένους.

Κλειδί για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι η σταθερότητα και η συνεργασία με την Αίγυπτο και αυτό επιδιώκουμε με τη συμφωνία που υπέγραψε η ΕΕ με την Αίγυπτο την περασμένη Κυριακή, παρουσία του Έλληνα Πρωθυπουργού, στο Κάιρο. 

-Πρόσφατα συναντηθήκατε με τον Γερμανό Υφυπουργό Εσωτερικών, αρμόδιο για θέματα μετανάστευσης, κ. Bernd Krösser. Και παρουσιάσατε και τη μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας και της Γερμανίας αντίστοιχα. Να θυμίσουμε ότι η Γερμανία όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Συρία με συνέπεια τις  τεράστιες ροές προσφύγων επέλεξε να ζητήσει ένα εκατομμύριο πρόσφυγες βάσει  κριτηρίων που αφορούσαν τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό. Δεν το έκανε ούτε από αλληλεγγύη, ούτε από φιλανθρωπία. Τι μπορεί να συνεισφέρει λοιπόν μια χώρα σαν την Γερμανία σ’ ένα πρόβλημα που έχει κατά βάσει ανθρωπιστικές πτυχές;

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η Γερμανία έχει κάνει το ανθρωπιστικό της καθήκον. Η συνεργασία μας είναι στενή και εποικοδομητική, προς όφελος και των δύο χωρών. Το πρόβλημα είναι, και αυτό επισημαίνουμε στους Γερμανούς φίλους μας, ότι η Γερμανία έχει εξελιχθεί σε έναν ισχυρό “μαγνήτη”, πράγμα που δυσκολεύει τη διαχείριση του μεταναστευτικού για όλους μας. 

Κύριε Καιρίδη γνωρίζετε πολύ καλά ότι το τι θα ισχύσει στην Ευρώπη και όχι μόνο, επιβάλλεται από τους ισχυρούς. Το ίδιο προφανώς συμβαίνει και με το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Μήπως τελικά πρέπει να δράσουμε με μια άλλη μέθοδο και έναν άλλο τρόπο απέναντι στους ισχυρούς;

Κάνετε λάθος. Οι ισχυροί θα ήταν ακόμα πιο ισχυροί αν δεν υπήρχαν οι ευρωπαϊκές δεσμεύσεις. Η Ευρώπη μεγεθύνει τη φωνή των μικρότερων κρατών. Προφανώς δεν μπορεί από μόνη της να ανατρέψει τις ισορροπίες ισχύος, αλλά σίγουρα τις “εξομαλύνει”, και γι’ αυτό είναι σήμερα περισσότερο δημοφιλής σε χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας παρά του κέντρου. 

Πριν λίγους μήνες έγινε μια προσπάθεια αναζήτησης εργατικού δυναμικού σε άλλες χώρες. Απέδωσε αυτή η προσπάθεια; Βρέθηκαν άνθρωποι για να εργαστούν σε τομείς που οι Έλληνες δεν προτιμούν ή δεν επιθυμούν να εργαστούν;

Η προσπάθεια είναι διαρκής, και οι μετακλήσεις εργαζομένων από το εξωτερικό δεν έχουν έκτακτο χαρακτήρα. Στόχος της κυβέρνησης είναι να διευκολύνει τη νόμιμη μετανάστευση, με όρους και κανόνες σύμφωνα με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, μέσα από την υπογραφή έξι διμερών διακρατικών συμφωνιών με φίλες χώρες και συγκεκριμένα τις: Αρμενία, Γεωργία, Μολδαβία, Βιετνάμ, Φιλιππίνες και Ινδία.

Υποστηρίζετε ότι η Ελλάδα διεκδικεί και επιτυγχάνει την ευρωπαϊκή στήριξη της Αιγύπτου. Γιατί όμως θα έπρεπε να το κάνει αυτό η χώρα μας, όταν αυτό σημαίνει ότι στηρίζει επί της ουσίας ένα απολυταρχικό καθεστώς; Ή τελικά δεν (πρέπει να) μας ενδιαφέρει τι συμβαίνει στο εσωτερικό μιας χώρας σχετικά με αυτό που ονομάζουμε «κράτος δικαίου»;

Όλα μας ενδιαφέρουν, αλλά η εξωτερική πολιτική υπηρετεί, και οφείλει να υπηρετεί, το εθνικό συμφέρον, και το ελληνικό εθνικό συμφέρον σήμερα είναι, αναμφίβολα, η σταθερότητα και η συνεργασία με την Αίγυπτο. Η Αίγυπτος είναι η μεγαλύτερη χώρα του αραβικού κόσμου και μέσα σε μια ευρύτερη Μέση Ανατολή που σήμερα φλέγεται αποτελεί έναν πυλώνα σταθερότητας, κρίσιμο για την ασφάλεια και την ειρήνη στην περιοχή.

Με την Ελλάδα, δε, έχει μια στρατηγική σχέση, τόσο στον γεωστρατηγικό όσο και στον οικονομικό τομέα. Ο άξονας Αθήνας – Καΐρου έχει ανασχέσει τον αναθεωρητισμό άλλων δυνάμεων στην περιοχή, και βέβαια σήμερα όλοι οφείλουν να αναγνωρίσουν το γεγονός ότι η Αίγυπτος φιλοξενεί 9 εκατομμύρια πρόσφυγες και έχει λάβει πολύ μικρότερη διεθνή βοήθεια, απ’ ότι άλλες χώρες στην περιοχή, για τη φροντίδα τους.

Για τις ευρωεκλογές εκτός από την ακροδεξιά στροφή στην Ευρώπη, τι μπορούμε να προσδοκούμε; Ως Έλληνες και συγχρόνως ως Ευρωπαίοι πολίτες;

Το πρώτο, και το πιο βασικό, είναι να επιβεβαιωθεί η πολιτική σταθερότητα που έχει πετύχει τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα και που αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Ελπίζω να μη λειτουργήσει το θυμικό και η όποια χαλαρότητα της ψήφου. Οι εκλογές είναι εθνικές και δεν μπορεί παρά να παράγουν πολιτικά αποτελέσματα και γι’ αυτό είναι σημαντικό οι ψηφοφόροι να τις πάρουν στα σοβαρά. Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μη στείλει τους καλύτερους στις Βρυξέλλες. Θα είναι κρίμα να σπαταλήσουμε έδρες σε περιθωριακά κόμματα που, εκ των πραγμάτων, δεν παίζουν κανένα ρόλο στο έργο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Θα είναι μια χαμένη ευκαιρία για τη χώρα μας που οφείλει να είναι όσο το δυνατόν πιο παρούσα και πιο διεκδικητική στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων.

Σχετικά Άρθρα