Αποστολάκης για τα F35: Είμαστε θετικοί στην ενίσχυση των ΕΔ, όχι στις θριαμβολογίες

 Αποστολάκης για τα F35: Είμαστε θετικοί στην ενίσχυση των ΕΔ, όχι στις θριαμβολογίες

“Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι είμαστε θετικοί στην ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας , πάντα με γνώμονα την εξασφάλιση της αποτροπής”, αναφέρει με άρθρο του στο KREPORT ο πρώην υπουργός Άμυνας και Α/ΓΕΕΘΑ, τομεάρχης Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Ευάγγελος Αποστολάκης.

Ο στενός συνεργάτης του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ αναφέρεται στην πρόσφατη επίσκεψη στο Πεντάγωνο και την συνάντηση με τον Νίκο Δένδια και δίνει το στίγμα των προθέσεων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που, αν μη τι άλλο, συνιστά μία ποιοτικά αναβαθμισμένη στάση στα θέματα άμυνας.

Τονίζει: “Συνεπώς, τα όποια εξοπλιστικά προγράμματα πρέπει να έχουν αυτήν ακριβώς τη στόχευση και να εξετάζονται υπό το πρίσμα συγκεκριμένων κριτήριων, τα οποία είναι η προτεραιοποίηση, οι εισηγήσεις και οι ανάγκες των Γενικών Επιτελείων, η εμπλοκή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και η εμπέδωση των συμπερασμάτων από τις τελευταίες στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Όλα τα παραπάνω θα πρέπει πάντα να λαμβάνουν υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και να μην την ωθούν σε δυσανάλογες οικονομικές δεσμεύσεις.”

Το άρθρο του Ευάγγελου Αποστολάκη στο KREPORT:

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μπορούμε να πούμε ότι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μιας βαλβίδας συμπίεσης και αποσυμπίεσης. Αναλύοντας την πιο πρόσφατη περίοδο των σχέσεων μας με τη γείτονα, πιο συγκεκριμένα αυτή των τελευταίων περίπου πέντε ετών, βλέπουμε μια τάση για κλιμάκωση και αποκλιμάκωση.

Ξεκινώντας από το 2019 και την υπογραφή του παράνομου τουρκολιβυκού Μνημονίου ανάμεσα στον Τούρκο Πρόεδρο και τη διοίκηση της Λιβύης, που οδήγησε στη «δημιουργία» θαλασσίων ζωνών μεταξύ της Τουρκίας και της Λιβύης, οδηγηθήκαμε στον Φεβρουάριο του 2020, όταν και η κατάσταση έφτασε σε οριακό σημείο με την μονομερή ανακοίνωση της Τουρκίας για άνοιγμα των συνόρων της με την Ελλάδα, η οποία οδήγησε στην άφιξη δεκάδων χιλιάδων μεταναστών στα ελληνοτουρκικά σύνορα με αποτέλεσμα το κλείσιμο του Τελωνείου στις Καστανιές και την ανάπτυξη μονάδων των Μ.Α.Τ. κατά μήκος του Έβρου.

Η πρόθεση της Τουρκίας για εργαλειοποίηση τόσων ανθρώπων, ήταν προφανής και σκοπό είχε την άσκηση πίεσης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να επιτύχει μια καλύτερη για την ίδια συμφωνία όσον αφορά στη διαχείριση του μεταναστευτικού.

Τα επεισόδια στον Έβρο ακολούθησε το «θερμό» καλοκαίρι του 2020. Η Τουρκία οδήγησε τις δύο χώρες σε μια κρίση διαρκείας λόγω της διενέργειας ερευνών από το «Ορούτς Ρέις», το οποίο βρισκόταν νότια του Καστελόριζου. Τότε και οι δύο χώρες είχαν προχωρήσει σε ανάπτυξη των στόλων τους στο Ανατολικό Αιγαίο με ό,τι κινδύνους και ρίσκο συνεπάγεται μια τέτοια ανάπτυξη και εγγύτητα στόλων.

Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε μια περίοδος πολιτικής κυρίως κλιμάκωσης εκ μέρους του Ερντογάν, ο οποίος δεν έκρυψε τον εκνευρισμό του έπειτα και από την επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στο Κογκρέσο και την εκεί ομιλία του. Να σημειωθεί ότι η Τουρκία διεκδικούσε από τότε την αναβάθμιση των F16 που ήδη διέθετε αλλά και την προμήθεια νέων, καθώς οι Η.Π.Α. την είχαν αποκλείσει από το πρόγραμμα των F35, στο οποίο είχε αρχικώς συμπεριληφθεί.

Την περίοδο εκείνη κρίσιμο ρόλο έπαιξε η ελληνική ομογένεια στις Η.Π.Α., με κύριο υποστηρικτή τον Μενέντεζ, για το «μπλοκάρισμα» της παραχώρησης στην Τουρκία νέων F-16 σε περίπτωση που δεν θα δεχθεί τον όρο να μην κάνει χρήση τους για υπερπτήσεις πάνω από την Ελλάδα και την Κύπρο. Οι ενστάσεις των Η.Π.Α. ως προς την προμήθεια των F16 στην Τουρκία βρίσκονταν σε άμεση συνάρτηση με τις ενστάσεις που η Τουρκία προέβαλε ως προς την έγκριση της ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, με βασικό επιχείρημα ότι οι δύο αυτές χώρες παρέχουν υποστήριξη στους Κούρδους καθώς και σε άλλες ομάδες που απειλούν την εθνική της ασφάλεια.

Οι καταστροφικοί σεισμοί στη Τουρκία την αρχή του 2023 μπορούν να σημειωθούν ως το χρονικό σημείο που ξεκινάει η αλλαγή στάση της γείτονος έναντι της χώρας μας, σε συνάρτηση με τη μεγάλη ανθρωπιστική βοήθεια που προσφέραμε για την αντιμετώπιση της τεράστιας αυτής καταστροφής.

Kεφαλαιώδους σημασίας ήταν και η πίεση που ασκήθηκε από την αμερικανική πλευρά τόσο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στα μέλη του ΝΑΤΟ για ενίσχυση της Ουκρανίας και για περαιτέρω εμπέδωση της συνεργασίας μεταξύ των χωρών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Συνεπώς, η ανάγκη για έγκριση της ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας αναβαθμίστηκε και οδήγησε την Τουρκία να αναθεωρήσει τη στάση που τηρούσε μέχρι πρότινος απέναντι στη χώρα μας, δεδομένης και της πάγιας στρατηγικής που ακολουθεί στην άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής. Είναι γνωστό ότι η Τουρκία είναι πάντα διατεθειμένη να διαπραγματευτεί εν ήδη «παζαριού» προκειμένου να φτάσει στον στόχο της και υπό αυτό το πρίσμα αλλάζει και τη στάση της κατά περίπτωση.

Αφού, λοιπόν, το ζήτημα ξεκαθάρισε από την αμερικανική πλευρά και τέθηκε ως κόκκινη γραμμή για την Τουρκία η έγκριση της ένταξης των δύο σκανδιναβικών χωρών στο ΝΑΤΟ, είδαμε και την αποσυμπίεση της βαλβίδας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που οδήγησε και στη Διακήρυξη των Αθηνών στις 7 Δεκεμβρίου 2023 και στην πιο πρόσφατη έγκριση της εισόδου της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ από την τουρκική εθνοσυνέλευση.

Οδηγηθήκαμε λοιπόν στις παράλληλες εξελίξεις αυτής της εβδομάδας, με την ανακοίνωση από αμερικανικής πλευράς για την προμήθεια 40 F16 Block 70 Viper στην Τουρκία και την παραχώρηση των kits για την αναβάθμιση άλλων 79 F16 σε Viper, τα οποία ήδη έχει στον στόλο της καθώς και την επιστολή Μπλίνκεν, στην οποία εκφράζεται η πρόθεση των Η.Π.Α. να προωθήσουν στην Ελλάδα το πακέτο των F35.

Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά πρόκειται για ένα πρόγραμμα στο σχήμα των 20 + 20 F35 με την παράλληλη δωρεάν παραχώρηση από τις αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις μη επιχειρησιακού υλικού. Από την επιστολή Μπλίνκεν δεν προκύπτει προς το παρόν το κόστος του συγκεκριμένου προγράμματος, το οποίο μένει να επισκοπηθεί όταν γίνει γνωστό.

Από την πρόσφατη επίσκεψη που είχαμε με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. Στέφανο Κασσελάκη στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και με βάση την ενημέρωση που λάβαμε από τον Υπουργό κ. Δένδια και κυρίως από την κατ’ ιδίαν συζήτηση προκύπτει ότι πρόκειται για προτάσεις που θα πρέπει να εξεταστούν.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι είμαστε θετικοί στην ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας , πάντα με γνώμονα την εξασφάλιση της αποτροπής.

Συνεπώς, τα όποια εξοπλιστικά προγράμματα πρέπει να έχουν αυτήν ακριβώς τη στόχευση και να εξετάζονται υπό το πρίσμα συγκεκριμένων κριτήριων, τα οποία είναι η προτεραιοποίηση, οι εισηγήσεις και οι ανάγκες των Γενικών Επιτελείων, η εμπλοκή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και η εμπέδωση των συμπερασμάτων από τις τελευταίες στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Όλα τα παραπάνω θα πρέπει πάντα να λαμβάνουν υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και να μην την ωθούν σε δυσανάλογες οικονομικές δεσμεύσεις.

Πρέπει να γίνει και αναφορά στην κατάσταση του Πολεμικού Ναυτικού καθώς αυτή δεν είναι η καλύτερη. Στα πλοία υπάρχουν ζητήματα αφού έχουν ξεπεράσει τον προβλεπόμενο χρόνο ζωής τους και τα προβλήματα του προσωπικού είναι πολλά και ουσιώδη. Τα μεγέθη δε των παραιτήσεων είναι ανησυχητικά και ανάλογα προβλήματα υπάρχουν σε όλα τα Όπλα. Οι επιλογές λοιπόν τον προγραμμάτων που θα γίνουν σε συνάρτηση και με τα προτεινόμενα από τις ΗΠΑ θα πρέπει να έχουν σαν αρχή την ισόρροπη ενίσχυση όλων των οπλικών συστημάτων των Κλάδων και την παράλληλη μέριμνα επίλυσης των σοβαρών προβλημάτων του προσωπικού.

Τέλος θέλω να σημειώσω ότι οι δηλώσεις της Αμερικανίδας αναπληρώτριας ΥΠΕΞ Βικτώριας Νούλαντ, κατά την επίσκεψή της στη Τουρκία, για ενδεχόμενη επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F35,υπό την προϋπόθεση αποδέσμευσης από τους ρωσικής προέλευσης S400 , σίγουρα είναι μια παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας κατά την εξέταση του συγκεκριμένου εξοπλιστικού προγράμματος.

Χρειάζεται σύνεση και προσοχή για να μην γίνεται επικοινωνιακή εκμετάλλευση και θριαμβολογίες της προσφοράς από τις Η.Π.Α., δεδομένου ότι η αξιολόγηση όλων των προτάσεων πρέπει να γίνει με βάση το εθνικό συμφέρον και τις προτεραιότητες που θέτουν τα γενικά Επιτελεία.

Σχετικά Άρθρα