Πέντε “παράλληλα” αλλά κρίσιμα ζητήματα που κρίνονται στις κάλπες- Το παρασκήνιο και οι τακτικές

 Πέντε “παράλληλα” αλλά κρίσιμα ζητήματα που κρίνονται στις κάλπες- Το παρασκήνιο και οι τακτικές

Προσώρας, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τον χρόνο των εκλογών, ενώ κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση ανταγωνίζονται, από τη μία με παροχές, και από την άλλη με δεσμεύσεις. Με τις εκλογές να διεξάγονται στις 9 Απριλίου, όπως λέει το κυβερνητικό αφήγημα που αναπαράγουν τις τελευταίες μέρες τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης, αναδεικνύονται σταδιακά μερικά πραγματικά και σοβαρά ζητήματα που θα κριθούν στις δύο (;) αναμετρήσεις της άνοιξης.

Πίσω, λοιπόν, από τις κάλπες, προβάλλουν, αχνά προς το παρόν, τα εξής πέντε ζητήματα:

  1. Η αυτοδυναμία της Ν.Δ και το “brand Μητσοτάκης”: Ο πρωθυπουργός θα εξαντλήσει κάθε περιθώριο για να παραμείνει στο Μέγαρο Μαξίμου, καθώς γνωρίζει πώς οτιδήποτε άλλο θα τον βάλει σε έναν περιπετειώδη κύκλο. Υπό αυτό το πρίσμα, η αυτοδυναμία δεν είναι μόνο επιδίωξη, είναι αυτοσκοπός. Ως εκ τούτου, το ποσοστό στην πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής καθίσταται εξαιρετικά κρίσιμο για να αποκτήσει “παράσταση αυτοδυναμίας” για την δεύτερη. Η χαλαρότητα της ψήφου στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση, ή ακόμα περισσότερο η έκφραση θυμού για την κυβέρνηση, είναι δύο στοιχεία που τρομάζουν το εκλογικό επιτελείο και εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την τακτική να ενσπείρουν αμφιβολίες για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όπως, η επίθεση για το ό,τι ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί προϋποθέσεις αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος, ή το αφήγημα πως προτίθεται να σχηματίσει “κυβέρνηση ηττημένων” εάν του το επιτρέψει η εκλογική αριθμητική, ήτοι να είναι μικρή η διαφορά μεταξύ των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων. Με αυτό τον τρόπο, άλλωστε, επιχειρείται να αναβιώσει έως ένα βαθμό το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, αλλά και να ανακοπούν διαρροές προς την υπερδεξιά και την ακροδεξιά. Ως προς το τελευταίο επιστρατεύθηκε ο Γιώργος Καρατζαφέρης, τον οποίο,αίφνης, ανακάλυψαν αρκετά μέσα ενημέρωσης και προσκαλείται συχνά για να πλέξει το εγκώμιο του πρωθυπουργού. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται αποφασισμένος, εφόσον δεν επιτύχει την αυτοδυναμία στην δεύτερη κάλπη, να επιδιώξει την συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ (σχετική η αναφορά στο libre του Άδωνη Γεωργιάδη), και εάν κάτι τέτοιο δεν σταθεί εφικτό, και ανάλογα με το πόσους βουλευτές θα έχει συγκεντρώσει, ίσως αναζητήσει συμμάχους ακόμα και μέσω μεταγραφών. Σε αντίθετη περίπτωση, ουδείς μπορεί να αποκλείει το ενδεχόμενο να στηθούν και τρίτες κάλπες, το καλοκαίρι, όταν είναι πιθανό να απόσχουν λόγω …παραλίας και κόπωσης οι νεότεροι ψηφοφόροι στους οποίους έχει ισχυρό προβάδισμα ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης “παίζει” μόνο για το αποτέλεσμα που θα ανανεώσει την πρωθυπουργική του θητεία, γνωρίζοντας πως οτιδήποτε άλλο θα προκαλέσει κύμα αμφισβήτησης στο εσωτερικό της Ν.Δ.
  2. Η επόμενη μέρα στον ΣΥΡΙΖΑ: Πολλοί θεωρούν πως ο Αλέξης Τσίπρας θα αποδείξει για ακόμα μία φορά την ικανότητά του στα “ντεμαράζ”. Λένε, δηλαδή, πως οι προεκλογικές καμπάνιες “του πάνε” και η αδιαμεσολάβητη σχέση του με τον κόσμο μπορεί να συσπειρώσει και να ενισχύσει τα ποσοστά του κόμματός του. Στόχος του εκλογικού επιτελείου της Κουμουνδούρου είναι το υψηλότερο δυνατό ποσοστό στην πρώτη κάλπη και οι προβλέψεις αναφέρουν πως μπορεί να σταθεί εφικτή μια καταγραφή άνω του 30%, ίσως και στο επίπεδο του ποσοστού στις εκλογές του 2019 (31,6%). Ταυτόχρονα επιδιώκεται, εάν δεν είναι πρώτο κόμμα, η διαφορά από τη Ν.Δ να είναι μικρή -κάτω από 3 μονάδες-, ώστε η δεύτερη κάλπη να λάβει χαρακτήρα ντέρμπι και, τότε, να μπει και από τον ΣΥΡΙΖΑ έμμεσα το δίλημμα της αυτοδυναμίας. Εάν, υπό αυτές τις συνθήκες, η Ν.Δ κερδίσει με οριακή αυτοδυναμία, ή σχηματίσει κυβέρνηση με εταίρο/ους, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι σημαντικά μεγαλύτερο απ΄ αυτό του 2019 και θα έχει μπει σε τροχιά επιστροφής στην εξουσία. Κι αυτό διότι οι εκτιμήσεις μιλούν για “θνησιγενή” κυβέρνηση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρά θέματα (οικονομία, πλειστηριασμοί κ.ά), θα είναι υπό τον ασφυκτικό έλεγχο και τις πιέσεις εξωγενών και εσωτερικών παραγόντων, και, ως εκ τούτου, ο κύκλος ζωής της θα είναι μικρός. Με τελικό ποσοστό (δεύτερη κάλπη) αρκετά πάνω από αυτό του 2019, ο Αλέξης Τσίπρας, αν και θα έχει ηττηθεί, θα είναι ακλόνητος στο εσωτερικό του κόμματος, απελευθερωμένος ως προς τις συμμαχίες, με μία ποιοτικά καλύτερη (με αρκετούς κεντρογενείς και νέα άφθαρτα πρόσωπα) και πιο μάχιμη κοινοβουλευτική ομάδα.
  3. Η παράμετρος ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ: Η αμφισημία και αμφιθυμία του Νίκου Ανδρουλάκη, όταν καλείται να απαντήσει στο ερώτημα “με ποιόν θα συνεργαστεί” είναι τόσο έντονη και εξώφθαλμη που προδίδει την εκ των πραγμάτων δύσκολη θέση στην οποία κινδυνεύει να περιέλθει. Οι αντιφάσεις στις οποίες έχει πέσει είναι πολλές και καταγεγραμμένες, η σκιά δε του σκανδάλου των υποκλοπών είναι πολύ βαριά και δεν δείχνει να μπορεί να την διαχειριστεί εύκολα. Οι τελευταίες δηλώσεις του αποκάλυψαν εν μέρει τον σχεδιασμό του: θα δρομολογήσει πρόταση σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας (με την τρίτη εντολή που θα λάβει από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας) μόνο εάν διαθέτει σημαντικό ποσοστό. Δεν αναφέρεται, ωστόσο, οι πληροφορίες θέλουν αυτό να είναι τουλάχιστον 12% ώστε να μπορεί να θέσει όρους σε ένα πρόγραμμα σύγκλισης που θα απευθύνεται και στα δύο μεγάλα κόμματα για μία κυβέρνηση ειδικού σκοπού συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας, ή κυρίως στο πρώτο κόμμα. Ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι προβληματισμένος διότι γνωρίζει πως είτε επιλέξει συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ, είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει να διασπαστεί, κάποιοι λένε πως το σοβαρότερο πρόβλημα θα το αντιμετωπίσει εάν επαναλάβει το καταστροφικό για το κόμμα του εγχείρημα της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου. Υπό την έννοια αυτή ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα …προσεύχεται μέχρι και το βράδυ της δεύτερης κάλπης για την αυτοδυναμία της Ν.Δ (εάν είναι πρώτο κόμμα), ώστε να παραμείνει στην αντιπολίτευση, ανταγωνιστικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ και να χτίσει από την αρχή το κόμμα του. Γνωρίζει, ωστόσο, πως μπορεί να αμφισβητηθεί διότι στις μυλόπετρες του διλήμματος “Μητσοτάκης ή Τσίπρας” μεταξύ της πρώτης και δεύτερης κάλπης το ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει να συνθλιβεί και να βρεθεί με ποσοστό ίσο ή και μικρότερο από το 8,1% του 2019.
  4. Δημοσκοπήσεις: Δεν συζητείται ακόμα ευρέως, όμως, οι επόμενες κάλπες θα αποτελέσουν ένα εξαιρετικά κρίσιμο crash test για το εργαλείο των δημοσκοπήσεων, πολύ περισσότερο για τις εταιρείες που τις διενεργούν. Εφόσον η Ν.Δ κερδίσει στην κάλπη της απλής αναλογικής με διαφορά πάνω από 4 μονάδες από τον ΣΥΡΙΖΑ, η αμφισβήτηση θα κοπάσει καθώς δεν θα υπάρχουν επαρκή επιχειρήματα. Δεδομένου ότι μία τέτοια διαφορά, μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως είναι μέσα στο περιθώριο στατιστικού σφάλματος (+/- 3%) και έτσι δικαιολογείται η “ψαλίδα” των 7 έως 9 μονάδων που δείχνουν σήμερα. Βεβαίως, μένει να δούμε ποιά θα είναι η καταγραφή μόλις προκηρυχθούν επίσημα οι εκλογές: θα παραμείνει, για παράδειγμα, αυτή η διαφορά, ή θα αποτυπωθεί κάποια “διόρθωση” στην τελική ευθεία, ώστε τις παραμονές των εκλογών να υπάρξει κάποια διαφορετική αποτύπωση; Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 και αφού είχε προηγηθεί το δημοψήφισμα, κάποιοι δημοσκόποι (όχι όλοι) ζήτησαν συγγνώμη για την τεράστια απόκλιση των προβλέψεών τους από τα αποτελέσματα, τώρα είναι βέβαιο πως εάν σημειωθεί ανάλογη απόκλιση οι δημοσκοπήσεις θα περάσουν μεγάλη κρίση αξιοπιστίας και κάποιες εταιρείες θα κινδυνεύσουν με απαξίωση.
  5. Η επόμενη μέρα (των εκλογών): Αυτό που δεν συζητείται (ακόμα) καθώς επισήμως δεν έχουμε εισέλθει σε προεκλογική περίοδο και η αντιπαράθεση περιστρέφεται σε άλλα σοβαρά (πλειστηριασμοί), ή λιγότερο σοβαρά ζητήματα, είναι η κατάσταση της οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Η πρόσφατη επιμελής αλλά διακριτική παραίνεση του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα είναι ωστόσο σαφής: η καλλιεργηθείσα υπεραισιοδοξία θα βρεθεί αντιμέτωπη με την “θαλασσοταραχή” των υψηλών πλεονασμάτων, του δυσθεώρητου χρέους και των απαιτήσεων που θα εγείρουν οι Βρυξέλλες. Η επενδυτική βαθμίδα τίθεται ως εθνικός στόχος, η επιδοματική πολιτική, όμως, που ακολούθησε η κυβέρνηση δημιούργησε “κουλτούρα” την οποία θα βρει μπροστά της η επόμενη κυβέρνηση. Κι’ όλα αυτά σε μία περίοδο που οι ανισότητες θα βαθύνουν, ο πληθωρισμός θα επιμένει (αν και σε χαμηλότερα επίπεδα), και οι πολίτες θα βρίσκονται διαρκώς μπροστά σε πρόβλημα επιβίωσης. Τα μεγάλα κόμμα εστιάζουν στις εκλογικές επιδόσεις, ελάχιστα ασχολούνται (μέχρι τώρα) στην πιθανή μετεκλογική οικονομική και κοινωνική δυστοπία. Σε συνδυασμό, δε, με λύσεις που μπορεί να προωθήσουν οι εταίροι και σύμμαχοι (ΕΕ,ΗΠΑ) στα εθνικά θέματα και δη στα ελληνοτουρκικά, το τοπίο θολώνει ακόμα περισσότερο.

Σχετικά Άρθρα