Η Διάνα Βουτυράκου και η Τ.Ο Κάτω Κουκουράβας (του ΣΥΡΙΖΑ)

 Η Διάνα Βουτυράκου και η Τ.Ο Κάτω Κουκουράβας (του ΣΥΡΙΖΑ)

“Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ούτε θέλει ούτε μπορεί”, δηλώνει επίμονα το τελευταίο διάστημα ο Αλέξης Τσίπρας. “Και εφόσον δεν μπορεί, ας κάνει χώρο, εμείς και θέλουμε, και μπορούμε”, συμπληρώνει. Είναι, αναμφίβολα, ένας έμμεσος τρόπος να μιλάς για εκλογές, χωρίς να τις ζητάς. Εκ πρώτης όψεως, λογικό. Καμία σοβαρή αντιπολίτευση δεν μπορεί να ζητά την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές εν μέσω του τέταρτου πανδημικού κύματος.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Από την άλλη, ωστόσο, αυτό το μετέωρο αίτημα για εκλογές ίσως υποδηλώνει και μια προσπάθεια να ξορκιστεί αυτή η πιθανότητα. Και την προσπάθεια να συσπειρωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η κομματική και εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ιδιαίτερα όταν η πρώτη μάλλον ενδιαφέρεται περισσότερο για μια άτυπη συμφωνία περί ποσοστώσεων στην πορεία προς το συνέδριο (εφόσον το επιτρέψει ο Covid), και η δεύτερη συνεχίζει να στέκεται αμφίθυμα απέναντι στους σκληρούς αντιπολιτευτικούς τόνους.

Όπως η κυβέρνηση προσπαθεί με την υπεραισιόδοξη έως ουτοπική ρητορική σχετικά με την πανδημία και την οικονομία να τιθασεύσει τις απώλειες που καταγράφονται ραγδαία στις δημοσκοπήσεις, έτσι και η αξιωματική αντιπολίτευση επιχειρεί να καλλιεργήσει κλίμα κινητοποίησης μήπως και μειωθεί η διαφορά της από το κυβερνών κόμμα.

Το γεγονός ότι ούτε ο Αλέξης Τσίπρας, ούτε κανένα από τα ηγετικά στελέχη, αμφισβητούν στα σοβαρά τις μετρήσεις που δημοσιοποιούνται (η περίπτωση της Opinion Poll που περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της Εξεταστικής είναι μία ειδική περίπτωση πιθανής χειραγώγησης) δείχνει ότι το δημοσκοπικό αποτύπωμα δεν απορρίπτεται στην Κουμουνδούρου. Σε όλες τις τελευταίες μετρήσεις, με την κυβέρνηση …στα σχοινιά (πανδημία εκτός ελέγχου, ακρίβεια, κατάρρευση του μεταρρυθμιστικού προφίλ μετά το καλοκαίρι κ.ά), ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ συνεχίζεται να υπολείπεται μεταξύ 9,7 και 11,4 μονάδες. Ακόμα κι αν δεχθεί κανείς πως όλα αυτά κινούνται στα όρια του στατιστικού λάθους, θα μπορούσε, όντως, στο θετικό σενάριο, η διαφορά να είναι κάπως μικρότερη- ίσως και 8 μονάδες. Είναι κάτι τέτοιο αρκετό;

Εφόσον οι εκλογές διεξαχθούν το 2023, τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορούν να προσδοκούν πως η απόσταση θα συρρικνωθεί. Είναι μία λογική εκτίμηση αλλά είναι και στατική. Δεν λαμβάνει, δηλαδή, υπόψιν της πως όσο αρνητικά για την κυβέρνηση μπορεί να κυλήσει ο χρόνος, αλλά τόσο αρνητικά μπορεί να παρέλθει και για την αξιωματική αντιπολίτευση. Πέραν, βεβαίως, της βασικής αρχής ότι οι κυβερνήσεις διαθέτουν εκ των πραγμάτων την πρωτοβουλία των κινήσεων και υπό προϋποθέσεις μπορούν να ανατάξουν ή να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, όμως, δεν μπορεί και δεν πρέπει να ετεροπροσδιορίζεται. Η τακτική του “ώριμου φρούτου” δεν οδηγεί πουθενά και πάντως δεν μπορεί να εξασφαλίσει βεβαιότητα εναλλαγής στην εξουσία εάν η αρνητική ψήφος δεν συνοδευτεί από μια ελάχιστη έστω προσδοκία θετικής προοπτικής από τον άλλο πόλο.

Ορισμένοι παρατηρούν πως στις μετρήσεις δεν βελτιώνονται σημαντικά τα κυβερνητικά/ηγετικά χαρακτηριστικά του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Είναι εν μέρει σωστό. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να έχει το κόμμα του στην προμετωπίδα του σχεδίου για την επιστροφή στην διακυβέρνηση, από την άλλη το κόμμα δείχνει συχνά να τραβάει τον αρχηγό προς τα κάτω. Σαν ένα μεγάλο βαρίδι που δεν του επιτρέπει να κάνει γρήγορα βήματα μπροστά.

Από την άλλη, όμως, είναι και ευθύνη του ίδιου. Αργεί αρκετές φορές να πάρει αποφάσεις αν και αναγνωρίζει το πρόβλημα. Για παράδειγμα, η θετικότερη είδηση που παρήγαγε ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και πολύ καιρό ήταν το think tank με τους επιστήμονες και τους τεχνοκράτες. Είναι, όμως, μία κίνηση που κυοφορούνταν εδώ και πολλούς μήνες, πέρασε από σαράντα κόσκινα και αντιμετωπίστηκε μάλλον αδιάφορα από την κομματική επετηρίδα. Ο Τσίπρας, όμως, δεν χρειάζεται (μόνο) συμβούλους και συμβουλές, χρειάζεται, κυρίως, να παρουσιάσει ομάδα διακυβέρνησης. Μαζί με το σχετικό αφήγημα για την κοινωνία.

Η πολιτική είναι σκληρή. Επιστροφή στη διακυβέρνηση με την ίδια κυβερνητική ανθρωπογεωγραφία της περιόδου 2015-19 ισοδυναμεί με άλμα στο κενό. Σχεδόν κανεις δεν θα “κάνει χώρο” για να κυβερνήσουν ξανά τα ίδια πρόσωπα. Κατανοητό; Εάν όχι όλη η συζήτηση γίνεται επί ματαίω. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρξαν ικανά πρόσωπα και σημαντικές επιδόσεις. Φυσικά και υπήρξαν και μπορούν να επανέλθουν. Το ζήτημα είναι πως αυτή τη στιγμή και με ελάχιστες εξαιρέσεις είναι αυτά τα πρόσωπα που κυρίως στρογγυλοκάθονται στα τηλεοπτικά πάνελ. Και το χειρότερο, είναι οι συμπεριφορές που επικρίθηκαν επί της προηγούμενης διακυβέρνησης που εξακολουθούν να δίνουν εύκολα λαβές στην επικοινωνιακή τακτική της κυβέρνησης και των “στοργικών” προς αυτήν μέσων ενημέρωσης.

Ο κόσμος που ψήφισε, θέλει να ξαναψηφίσει και στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (αναφέρομαι στους περισσότερους και όχι σε εκείνους που υψώνουν λάβαρα προσωπολατρείας στους κραυγαλέους…), θέλει έναν “καινούριο” Τσίπρα με μια φρέσκια ομάδα διακυβέρνησης.

Δεν θέλει, για παράδειγμα, την 25χρονη διεθνούς φήμης επιστήμονα της ρομποτικής Διάνα Βουτυράκου (την δανείζομαι ως μία λαμπρή περίπτωση που ενσαρκώνει το μοντέλο που είναι αναγκαίο) ως ένα “μπιμπελό” στο φουαγιέ της κομματικής παρακάμερας, ούτε τον Ηλιόπουλο, τον Γεροτζιάφα και όλους τους άλλους και καταξιωμένους ως άλλοθι για να επελάσουν ξανά τα “πάντσερ” των τάσεων και των ποσοστώσεων.

Τα πρόσωπα που ανακοινώθηκαν και μετέχουν στο think tank υπονοούν μια νέα νοοτροπία διακυβέρνησης και έχουν ρόλο ως πρόσκληση σε νέα στελέχη και νέους τεχνοκράτες και επιστήμονες. Έχουν, όμως, την αίσθηση στην Κουμουνδούρου πως εφόσον ανταποκριθούν αρκετοί ακόμα σε αυτή την πρόσκληση θα βρούν όντως ανοιχτή την πόρτα της τοπικής οργάνωσης Κάτω Κουκουράβας, ή θα πέσουν πάνω σε περιφερόμενες “αυθεντίες” που κάνουν face control, ξινίζουν τα μούτρα και αποκαλούν “δεξιό” όποιον υπερασπίζεται π.χ τις ιδιωτικές επενδύσεις;

Σχετικά Άρθρα