Ελληνοτουρκικά: Τρεις εκδοχές για όσα είπε ο πρωθυπουργός…

 Ελληνοτουρκικά: Τρεις εκδοχές για όσα είπε ο πρωθυπουργός…

Παραμονές των εκλογών του Ιουλίου του 2019, και με προεξοφλημένη τη νίκη της Ν.Δ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο Κώστας Σημίτης είχε ανοίξει (με άρθρο του στην “Καθημερινή”) την ατζέντα των ελληνοτουρκικών και είχε προτρέψει τον επόμενο πρωθυπουργό -που άπαντες γνωρίζαμε ποιός θα ήταν- να διερευνήσει τις πιθανότητες προσφυγής στην Χάγη κάνοντας λόγο και για κάποιες “μη ευχάριστες λύσεις”.

[Ακριβέστερα, ο πρώην πρωθυπουργός είχε δημοσιεύσει δύο άρθρα σχετικά, με διαφορά ολίγων ημερών (εδώ) και (εδώ).

Στο πρώτο του άρθρο, μάλιστα, γράφει στην κατακλείδα:

Πιστεύω ότι η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων μετά τις εκλογές είναι αναγκαία. Ο κίνδυνος επεισοδίων με αρνητικές επιπτώσεις θα είναι υπαρκτός, εάν δεν προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες ίσως, αλλά που κατοχυρώνουν την ειρήνη στην περιοχή. Σε μια τέτοια προσπάθεια η Ελλάδα θα έχει, πιστεύω, την συμπαράσταση τόσο της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και των ΗΠΑ.

Υπό κάποια έννοια, οι απόψεις του Κώστα Σημίτη δικαιώνονται με καθυστέρηση μιας τετραετίας.}

Υπενθυμίζεται πως το 2003 η τότε κυβέρνηση Σημίτη θρυλείται ότι είχε φτάσει πολύ κοντά σε μία συμφωνία με την Τουρκία για προσφυγή στη Χάγη. Ωστόσο τελικά ο Κώστας Σημίτης (υπουργός Εξωτερικών ήταν τότε ο Γιώργος Παπανδρέου) έκανε πίσω γιατί θα έπρεπε να εγκαταλείψει την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια και να αποδεχτεί την επέκταση στα οκτώ ή εννέα, κάτι που πολιτικά κρίθηκε μη διαχειρίσιμο. Ο πρώην πρωθυπουργός δεν διευκρίνισε ποτέ εάν το πολιτικό κόστος που ο ίδιος δεν μπόρεσε να αναλάβει τότε ταυτίζεται με τις “μη ευχάριστες λύσεις” που συνιστούσε στον Κυριάκο Μητσοτάκη το 2019.

Δύο ημέρες μετά την συνάντησή του με τον Ταγίπ Ερντογάν στο Βίλνιους και το θερμό κλίμα επανεκκίνησης των ελληνοτουρκικών που επικράτησε, ο πρωθυπουργός (Σκάϊ) περιέγραψε μαζί με έναν οδικό χάρτη προς την Χάγη και ένα πλαίσιο τολμηρής ατζέντας που ίσως περιλαμβάνει “υποχωρήσεις”.

Ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι σκοπός του είναι οι συζητήσεις να μπουν “στον πυρήνα της βασικής μας διαφοράς”, δηλαδή την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα, και ιδανικά να υπάρξει συμφωνία για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αξίζει να σημειωθεί πως δεν υπήρξε αναφορά στην προϋπόθεση άρσης του τουρκικού casus belli, είναι δε άγνωστο εάν η αναφορά περί της συζήτησης για ειδική τελωνειακή σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ έγινε εν γνώση της Λευκωσίας…

“Αλλά προφανώς το να πάμε στη Χάγη δεν είναι μια απλή υπόθεση ούτε είναι κάτι το οποίο μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη”, σημείωσε. Δεν αποκάλυψε όμως εάν όντως συζήτησε με τον Τούρκο πρόεδρο για προσφυγή στη Χάγη, επισημαίνοντας πως ούτως ή άλλως αυτή η συζήτηση είναι πρόωρη.

Την ίδια στιγμή, ο κ. Μητσοτάκης εμφανίστηκε σαν να θέει να προετοιμάσει την ελληνική κοινή γνώμη και το εσωτερικό της ίδιας της Νέας Δημοκρατίας για το γεγονός ότι μία συμφωνία με την Τουρκία δε μπορεί παρά να είναι και συμβιβασμός σε κάποια θέματα.

“Έχω μιλήσει πολλές φορές για τον πατριωτισμό της ευθύνης, τον πατριωτισμό των πράξεων σε αντίθεση με τον πατριωτισμό που εξαντλείται σε εύκολες κορώνες. Τι είναι προς όφελος της Ελλάδας; Είναι προς όφελος της Ελλάδας να επιλύσει τελικά με δίκαιο τρόπο και με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο, όπως αγωνιζόμαστε να κάνουμε εδώ και δεκαετίες, αυτή τη μεγάλη διαφορά που έχουμε με την Τουρκία; Η απάντηση είναι «ναι». Αυτή είναι η άποψή μου”, δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης. Και στην επισήμανση της Σίας Κοσιώνη και του Παύλου Τσίμα ότι αυτό πιθανά, πάντως, περιλαμβάνει απομείωση της κυριαρχίας έτσι όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, απάντησε:

“Αυτό είναι μία σχετική έννοια, αλλά πρέπει να σας πω ότι οποιαδήποτε συμφωνία αυτού του τύπου μπορεί ενδεχομένως, ναι, να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης.”

Ο πρωθυπουργός όμως έθεσε το ερώτημα: “Θα μείνουμε με τη διαφορά αυτή ανεπίλυτη αν η ιστορία μας προσφέρει μία ευκαιρία να τη λύσουμε;” και τόνισε ότι το θέμα θα λυθεί “με όρους οι οποίοι θα είναι προφανώς συμβατοί με την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων.” Προανήγγειλε δε ότι: “Αν ποτέ φτάναμε σε αυτό το σημείο θα είχε μείζονα ρόλο να παίξει και η Βουλή και τα κόμματα.”

Εντύπωση προκάλεσε και το σχόλιο του κ. Μητσοτάκη: “Αλλά, ξέρετε, υπάρχουν ορισμένες πολιτικές δυνάμεις, μπορεί ορισμένοι δημοσιογράφοι που έχουν χτίσει καριέρες, χτίζοντας κάποια εικόνα από την οποία δεν θέλουν πια να αποστούν.”

Εάν, φυσικά, ανατρέξει κανείς στον “πολιτικό εμφύλιο” της περιόδου που η κυβέρνηση Τσίπρα και ο Νίκος Κοτζιάς διαπραγματεύονταν με την κυβέρνηση Ζάεφ και τελικώς κατέληξαν στην Συμφωνία των Πρεσπών, εύκολα θυμάται και πολιτικούς και κόμματα που έκαναν σχετική “καριέρα”…

Οι αναφορές του πρωθυπουργού, σε συνδυασμό με το κλίμα θετικής ατζέντας στα ελληνοτουρκικά, αλλά και την πρώτη ανταπόκριση του ίδιου του Ερντογάν, δημιουργούν εύλογα ερωτήματα. Υπάρχει, όντως, θετικό έδαφος που υπερβαίνει το πρώτο και ευδιάκριτο όφελος που είναι η παράταση της περιόδου με “ήρεμα νερά” που ξεκίνησε με την διπλωματία των σεισμών και συνεχίζεται, ως φαίνεται, τώρα που στην Αθήνα και την Άγκυρα υπάρχουν δύο ισχυρές, και ανενόχλητες στο εσωτερικό πολιτικό τους πεδίο, κυβερνήσεις; Έχει, δε, μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον πως όλα όσα ελέχθησαν από τον κ. Μητσοτάκη και συνέβησαν στο Βίλνιους, γίνονται στην (πολύ) αρχή της νέας κυβερνητικής θητείας χωρίς την πολιτική πίεση της αντιπολίτευσης που είτε αναζητά ηγεσία, είτε είναι κατακερματισμένη.

Εδώ προκύπτουν τρεις πιθανές εκδοχές που εξηγούν τις “τολμηρές” δηλώσεις του πρωθυπουργού:

Να βρίσκεται σε εξέλιξη πιεστική αμερικανική πρωτοβουλία (με ευρωπαϊκή και δη γερμανική υποστήριξη) που αντιλαμβάνεται την διευθέτηση των ελληνοτουρκικών ως μέρος –ίσως μαζί και με το Κυπριακό– της γενικότερης γεωπολιτικής αλλαγής που αποβλέπει στην σταδιακή και πλήρη ενσωμάτωση της Τουρκίας στο άρμα της Δύσης. Εάν μελετήσει κανείς τα αμερικανικά κείμενα και τις δηλώσεις κορυφαίων αξιωματούχων καταλήγει στο συμπέρασμα πως η Ουάσιγκτον (και το ΝΑΤΟ) επιθυμούν την Ελλάδα και την Τουρκία ως ενιαίο χώρο υπεράσπισης των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή- είτε προς Βορρά με στόχο την Ρωσία, είτε στην μεγάλης αξίας ζώνη της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται τουλάχιστον μία μακρά περίοδος ύφεσης στις σχέσεις της Αθήνας με την Άγκυρα και η προοπτική διαλόγου σε υψηλό επίπεδο (υπουργοί Εξωτερικών και αρχηγοί κρατών) το διευκολύνει. Η αίσθηση αυτή υπήρχε και πριν τις εκλογές στις δύο χώρες και ίσως όσα παρακολουθούμε να είναι η επιβεβαίωσή της.

-Να πρόκειται για μία πρώτη κίνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη σε ένα πιθανό “blame game”, όταν ο Ταγίπ Ερντογάν -για γεωπολιτικούς ή εσωτερικούς λόγους- επιστρέψει στην προκλητική ρητορική. Δηλώνοντας πως η απομείωση κυριαρχίας είναι “σχετική έννοια” εμφανίζεται έναντι των αμερικανών ως έχων ανοικτούς ορίζοντες να υπερβεί τα …ανυπέρβλητα, άρα εφόσον η Τουρκία αλλάξει ξανά ρότα, τότε θα μπορεί ευκολότερα να δείξει εκείνον που τορπιλίζει τις προσπάθειες. Αυτή η δεύτερη εκδοχή συμπληρώνει πιθανώς την πρώτη.

-Να μην είναι τίποτε περισσότερο από την δημιουργία μεταρρυθμιστικού αφηγήματος στα εθνικά θέματα με στόχευση στο κεντρώο ακροατήριο που μπορεί να περιλαμβάνει τμήματα του ΠΑΣΟΚ αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται άσχετο αλλά ακόμα και η απεμπόληση της ιδεολογικής σημαίας περί πανεπιστημιακής αστυνομίας (ως μέρος του γνωστού δόγματος) ίσως εντάσσεται στην ίδια λογική. Η πρόσφατη αναφορά στον Κώστα Σημίτη και η αξιοποίηση ή έμμεση ένταξη “σημιτογενών” σχετίζονται.

Ωστόσο, θα πουν κάποιοι, μία τέτοια κίνηση αφήνει ακάλυπτο τον πρωθυπουργό έναντι της εκλογικής και πολιτικής διόγκωσης της ακροδεξιάς αλλά και του εσωκομματικού του μετώπου.

Σε παλαιότερη συνέντευξή του (Monocle) ο πρωθυπουργός είχε μιλήσει ξανά για πιθανή προσφυγή στην Χάγη και λίγες ημέρες μετά είχαν ξεκινήσει, μετά από χρόνια, οι διερευνητικές επαφές με την Τουρκία.

Τότε, ο Αντώνης Σαμαράς παρενέβη (“Καθημερινή”) κατακεραυνώνοντας και την επανέναρξη των διερευνητικών και οιαδήποτε διαδικασία που θα οδηγούσε στο Διεθνές Δικαστήριο. Το έκανε ξανά σε τουλάχιστον δύο ακόμα περιστάσεις. Μπορεί η Ν.Δ να αντέξει σήμερα ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Είναι γνωστό πως δεν στάθηκε δυνατό να φέρει στην Βουλή, επί τρία χρόνια, την κύρωση τριών τεχνικών συμφωνιών με την Βόρεια Μακεδονία με εφαρμοστικό χαρακτήρα επειδή αντιστεκόταν ο υπερδεξιός πυρήνα της Ν.Δ… Όσο πανίσχυρος κι αν είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί να μην σκέπτεται πως δύο πρώην πρωθυπουργοί (Σαμαράς, Καραμανλής) και πλειάδα υπερδεξιών στελεχών του (Βορίδης, Γεωργιάδης, Πλεύρης κ.ά) δεν θα ανέχονταν ο,τιδήποτε μπορεί να συνιστά “υποχώρηση”. Εδώ, ο στενότατος πλέον συνεργάτης του και υπουργός Επικρατείας διαφώνησε δημοσίως ακόμα και με την πρόθεση (του) να θεσπίσει τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών…

Βεβαίως, ας σημειωθεί η πρώτη μάλλον ανεκτική αντίδραση του κ. Βορίδη (Σκαϊ):

Ο πρωθυπουργός είπε κάτι περίπου αυτονόητο, μέσα σε πνεύμα αμοιβαίας συνεννόησης, ανέφερε, μιλώντας σε ραδιοφωνική συνέντευξη, σε συνέχεια όσων είπε για τα ελληνοτουρκικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ.

Ο πρωθυπουργός προσδιόρισε, κατά πάγιο τρόπο, τις δύο διαφορές με την Τουρκία (ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα) και επανέλαβε τη γνωστή πρόταση προσφυγής στη Χάγη, σημείωσε επίσης ο υπουργός Επικρατείας, μιλώντας στα Παραπολιτικά. Αυτό που είπε ο πρωθυπουργός ήταν ότι «προφανώς όταν φέρνω μια συζήτηση για επίλυση διαφοράς και δέχομαι ότι αυτή αποτελεί διαφορά, το πνεύμα στη συζήτηση πρέπει να είναι πνεύμα επιλύσεως της διαφοράς». Αντιθέτως, αν και οι δύο πλευρές προσέλθουν με τις αρχικές τους θέσεις και «κανείς δεν κάνει μισό πόντο πίσω, τότε τι πας να κάνεις;», διερωτήθηκε.

Όμως, στα δεξιά της Ν.Δ υπάρχει ένα άθροισμα εκφάνσεων της σκληρής δεξιάς και της ακροδεξιάς, το οποίο παρακολουθεί με ενδιαφέρον την ακροδεξιά επέλαση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Μόλις προχθές, νέα δημοσκόπηση στην Γερμανία φέρνει το ακροδεξιό και ξενοφοβικό AfD δεύτερο πίσω από τους χριστιανοδημοκράτες (CDU). Έτι, δε, περαιτέρω όταν το εκλογικό ακροατήριο της Ν.Δ είναι ακόμα εθισμένο στις κραυγές περί “προδοσίας” Τσίπρα-Κοτζιά στο Μακεδονικό, τις οποίες ενίσχυε σχεδόν ολόκληρη η κοινοβουλευτική της ομάδα.

Διότι, με γεωπολιτικούς όρους, η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν και ευκολότερη και εκ του αποτελέσματος πολύ πιο προσοδοφόρα για τα εθνικά μας συμφέροντα, σε σύγκριση με την έναρξη μιας διευθέτησης στα ελληνοτουρκικά που θα “σπάει” την πάγια εθνική θέση για την μία και μοναδική διαφορά.

Ο πρωθυπουργός είναι βέβαιο πως γνωρίζει τις εσωτερικές αντιδράσεις που θα προκαλούσε κάτι τέτοιο, όταν είναι βέβαιο πως ακόμα και όσα είπε εγείρουν απορίες και πιθανώς σύντομα θα απαντηθούν από το εσωτερικό του κόμματός του…

Σχετικά Άρθρα