Κυβέρνηση εθνικής ενότητας: Κρυφός “άσος” ή μπούμερανγκ;

 Κυβέρνηση εθνικής ενότητας: Κρυφός “άσος” ή μπούμερανγκ;

Έχουμε πόλεμο και μάλιστα έναν πόλεμο  με έναν «αόρατο εχθρό, που θα παραμονεύει να χτυπήσει με τον παραμικρό εφησυχασμό». Το επαναλαμβάνουν επί τρεις μήνες οι κ.κ. Τσιόδρας και Χαρδαλιάς. Το είπε με επίσημο τρόπο ο πρωθυπουργός της χώρας, τον Απρίλιο,  στο ελληνικό Κοινοβούλιο ο πρωθυπουργός της χώρας προσθέτοντας ότι «πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κρίση. Καμία γενιά δεν έχει ζήσει όμοιά της εδώ και σχεδόν έναν αιώνα». Ας δεχτούμε ότι δεν είναι υπερβολή, ότι κυριολεκτούν και ότι οι συνέπειες αυτού του πολέμου στην οικονομία, την εργασία, τα εισοδήματα θα είναι πρωτοφανείς. Ο μόνος ίσως που δεν δέχεται ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο είναι ο κ. Γιάννης Στουρνάρας…

Του Αντρέα Παναγόπουλου

Εφόσον ομονοούμε λοιπόν στο ότι έχουμε πόλεμο τότε είναι τουλάχιστον παράδοξο να γίνεται κουβέντα ή ακόμη και να περνάει σε κάποιους η σκέψη ότι μπορεί να γίνουν πρόωρες εκλογές πριν τελειώσει αυτός ο πόλεμος, πολύ δε περισσότερο πριν ο κόσμος υποστεί και αισθανθεί τις συνέπειές του.  Και για να το δραματοποιήσουμε ακόμη περισσότερο, ας μην ξεχνάμε και των εξ’ ανατολών γείτονα ο οποίος μπροστά στα δικά του αδιέξοδα θα μπορούσε να  ανάψει φωτιά στο Αιγαίο για να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη της χώρας του.

Ισα-ίσα σε εμπόλεμες περιόδους αναβάλλονται ακόμη και εκλογές που είναι προγραμματισμένες εάν λήγει η θητεία μίας κυβέρνησης. Να θυμίσουμε ότι στην Ελλάδα, την τελευταία φορά που περάσαμε εθνική κρίση, όταν τον Ιούλιο του 1974 έγινε η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και έπεσε η επτάχρονη Χούντα, οι εκλογές αποφασίστηκε να γίνουν πέντε μήνες μετά, στις 17 Νοεμβρίου, όταν πλέον η δημοκρατία είχε σταθεροποιηθεί και η κοινωνία είχε επανέλθει σε σχετικά κανονικούς ρυθμούς.

Οι λόγοι που δεν γίνονται εκλογές σε εμπόλεμες περιόδους –κυριολεκτικά ή με έναν «αόρατο εχθρό» όπως στην περίπτωσή μας- ή στη διάρκεια και λίγο μετά από φυσικές καταστροφές, λιμούς, λοιμούς, σεισμούς και καταποντισμούς είναι, ή θα έπρεπε να είναι αυτονόητοι: κανείς δεν μπορεί να ζητάει ή να εκβιάζει την ψήφο του εκλογικού σώματος όταν αυτό τελεί σε καθεστώς φόβου, ανησυχίας, ανασφάλειας, είναι ο πρώτος λόγος. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν μπορείς να σπαταλάς πόρους για τη διοργάνωση εκλογών όταν δεν σου περισσεύουν. Και τρίτον, δεν μπορεί να έχεις ένας αδρανοποιημένο κράτος και μία αδύναμη να λάβει αποφάσεις κυβέρνηση για ένα διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται ανάμεσα σε δύο με τρεις μήνες (εάν γίνουν διπλές εκλογές). Είναι αδιανόητο και αγγίζει τα όρια της πολιτικάντικης διαστροφής και του ακραίου μακιαβελισμού.

Κάτι που παραδέχεται και ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης λέγοντας «δεν υφίσταται κανένας απολύτως πολιτικός λόγος να προσφύγουμε σε ανανέωση λαϊκής εντολής. Θα έδινε ένα εντελώς λάθος ηθικό μήνυμα, διότι δεν μπορείς να κεφαλαιοποιείς πάνω σε μία μεγάλη υγειονομική κρίση». 

Οποιος λοιπόν διανοείται εκλογές μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα και πάντως πριν τελειώσει ο πόλεμος με την πανδημία και φανούν τα αποτελέσματά του, είναι και ανήθικος και  άφρων και επικίνδυνος. 

Σε ότι αφορά το σίριαλ της ανασχηματισμολογίας τώρα: Εννοείται πως έχει το δικαίωμα ένας πρωθυπουργός να κάνει ανασχηματισμό εάν και εφόσον διαπιστώσει αδυναμίες, λάθη, ανικανότητα σε κάποιες κυβερνητικές θέσεις και υπουργικά χαρτοφυλάκια. Υπό τον όρο βέβαια ότι η όποια αποπομπή, νέα είσοδος ή μετακίνηση εξυπηρετεί τον ύψιστο, σε αυτή την περίοδο, στόχο: την αντιμετώπιση της πανδημίας και της παράλληλης οικονομικής κρίσης έτσι ώστε να αποφευχθεί μεγαλύτερη καταστροφή της κοινωνίας. Εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο ανασχηματισμός θα έπρεπε να έχει γίνει… χθες και να μην συζητιέται ως επαπειλούμενο ενδεχόμενο. Το να «σέρνεται» ένας ανασχηματισμός έχει ως μόνο αποτέλεσμα κάποιοι, αν όχι οι περισσότεροι «ενδιαφερόμενοι» να κατεβάσουν τα μολύβια και να γεμίζουν χαρτόκουτες  ή να ράβουν κουστούμια.  Σαν να αφήνεις το γάμο και να τρέχεις για πουρνάρια…

 Σενάρια, λοιπόν, για εκλογές και φλυαρίες για ανασχηματισμούς είναι πολιτικά ανεπίτρεπτα στην παρούσα συγκυρία. Για τα πρώτα μάλιστα ο κόσμος εκφράζει την αποδοκιμασία του όπως μπορεί κάποιος να δει σε όλες τις δημοκοπήσεις αλλά κάνοντας ακόμη κι  έναν απλό περίπατο στην αγορά.  

Κι όμως, ενώ καθημερινά ξεφυτρώνει κι ένα σενάριο ή μία διάψευση με υπονοούμενα για πρόωρες εκλογές, παραδόξως δεν κουβεντιάζεται ένα θέμα το οποίο θα ήταν πολύ λογικό να απασχολεί τον δημόσιο πολιτικό διάλογο αλλά και τους αναλυτές εν καιρώ «πολέμου»: και αυτό δεν είναι άλλο από μία κυβέρνηση ενότητας και ειδικού σκοπού για την αντιμετώπιση της πανδημίας και των συνεπειών της.  Θέμα που θα έπρεπε να είχε ανοίξει ως συζήτηση και πιθανόν να έπρεπε ήδη να τεθεί σε μία συνάντηση ή έστω άτυπη επικοινωνία μεταξύ των πολιτικών αρχηγών ως ενδεχόμενο, έτσι ώστε να διερευνηθούν προθέσεις.

Είναι δε τόσο εκκωφαντική η σιγή για το θέμα στις μέρες μας όσο εμμονική ήταν  η αναφορά, κάθε τρεις και λίγο, στην «ανάγκη οικουμενικής κυβέρνησης, την τετραετία 2015-2019, στα περισσότερα αντιπολιτευόμενα, τότε, ΜΜΕ αλλά και πλήθος δημοσιολόγων και πολιτικών.

Η απλή λογική λέει ότι όταν πράγματι πιστεύεις  ότι βρίσκεσαι σε πόλεμο που η έκβαση και οι συνέπειές του είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, το  πιο προφανές θα ήταν να ζητήσεις ανακωχή με τον πολιτικό σου αντίπαλο, να καθίσεις στο τραπέζι του διαλόγου και να θέσεις το θέμα μίας από κοινού αντιμετώπισης ενός φαινομένου που «δεν το έχει ζήσει καμιά γενιά ως σήμερα».

Βεβαίως μέχρι να φτάσεις να το κάνεις αυτό απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχεις προηγουμένως κατεβάσει τους τόνους και αμβλύνει την αντιπαράθεση όσα κι αν σε χωρίζουν από τον αντίπαλό σου.

Δεν μπορείς δηλαδή να καλέσεις κάποιον λέγοντάς του «έλα εδώ ρε ψεύτη να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να μην πνιγούμε!». Ούτε μπορείς απέναντι σε κάθε κριτική του αντιπάλου σου να αντιτείνεις «ναι αλλά ο Πολάκης καπνίζει!». Ούτε βέβαια να κατεβάζεις –εν καιρώ πολέμου, ξαναλέμε- 26 νομοσχέδια για να ψηφιστούν τσάτρα-πάτρα σε μια Βουλή που υπολειτουργεί.

Είναι τόσο «περίεργη» αυτή η σιγή για το θέμα μίας κυβέρνησης εθνικής ενότητας που δημιουργεί βασίμως την υποψία ότι κάποια στιγμή θα βγει ως άσσος από το μανίκι.

Όχι ως ειλικρινής χειρονομία διάσωσης της χώρας και της κοινωνίας αλλά ως τακτικισμός για να στριμώξει το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και τον αρχηγό του. Κι αυτό διότι εκτιμάται ότι  είναι εξαιρετικά δύσκολο αν όχι αδύνατο να υπάρξει θετική ανταπόκριση σε ένα τέτοιο εγχείρημα  παρά το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και Αλέξης Τσίπρας έβαλαν, χωρίς δεύτερη σκέψη, πλάτη στην αντιμετώπιση της  πρώτης φάσης της υγειονομικής κρίσης. 

Από εκεί και πέρα δεν χρειάζεται να απαριθμήσει κανείς τους λόγους που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ να πει «όχι».  Από τον πόλεμο που δέχτηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης του από το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο μέχρι τις σημερινές πολιτικές της κυβέρνησης στην οικονομία, τα εργασιακά, την Παιδεία, το περιβάλλον, τους διορισμούς ημετέρων, το σύνολο δηλαδή της κυβερνητικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας από τον Ιούλιο του 2019. Και βέβαια τους τριγμούς που μπορεί μία τέτοια κίνηση να προκαλέσει τόσο εσωκομματικά όσο και πολύ περισσότερο στην βάση της Αριστεράς. Μία Αριστεράς που μέχρι πρόσφατα πλήρωνε ακριβά τη συγκυβέρνηση, πάλι με έναν Μητσοτάκη, το «βρώμικο ‘89».

Με βάση τα παραπάνω, το χαρτί μίας κυβέρνησης ενότητας είναι ήδη καμένο πριν πέσει στο τραπέζι και μόνο στόχο έχει να εκθέσει τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ φορτώνοντάς του την άρνηση της από κοινού αντιμετώπισης των εθνικών κινδύνων και οδηγώντας τον στις κάλπες και σε μία «προδιαγεγραμμένη ήττα» με αυτή τη «ρετσινιά».

Ενας τέτοιος σχεδιασμός –εάν υπάρχει- προσκρούει όμως σε δύο βάσιμες υποθέσεις.

Η πρώτη είναι η άρνηση του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη να τον αποδεχτεί καθώς θα ισοδυναμεί με παραδοχή αδυναμίας αντιμετώπισης της κρίσης από τον ίδιο και το κόμμα του τη στιγμή μάλιστα που το επικοινωνιακό του επιτελείο φιλοτεχνεί σχολαστικά την εικόνα του «Τσόρτσιλ» και του «Μωυσή» αλλά και επειδή και στο δικό του κόμμα και την εκλογική βάση οι τριγμοί δεν θα είναι ευκαταφρόνητοι.

Η δεύτερη υπόθεση είναι ο Αλέξης Τσίπρας να σηκώσει το χαρτί αποδεχόμενος την πρόταση. Εχει αποδείξει άλλωστε με τη Συμφωνία των Πρεσπών ότι μπορεί να βάλει το εθνικό χρέος πάνω από το πολιτικό κόστος. Εάν πράγματι πιστεύει, όπως δηλώνει σε όλους τους τόνους, ότι οι εξελίξεις στην οικονομία και την κοινωνία θα είναι εξαιρετικά αρνητικές, τότε μπορεί να συμφωνήσει σε μία κυβέρνηση ενότητας θέτοντας εκείνος τους όρους και τους κανόνες για μία έντιμη και αποτελεσματική συμφωνία.

Ορους και κανόνες που θα πρέπει να είναι αυτονόητοι σε ένα τέτοιο εγχείρημα όπως:

  • Πρωθυπουργός, ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής και πάντως όχι ο Κ. Μητσοτάκης ή ο Αλέξης Τσίπρας
  • Πρόσωπα κοινής αποδοχής από όλο το πολιτικό φάσμα αλλά και εκτός κομματικών σχηματισμών για τα οικονομικά υπουργεία και τα υπουργεία Εξωτερικών, Αμυνας, Προστασίας Πολίτη, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών.
  • Σαφής προγραμματική δέσμευση της κυβέρνησης ειδικού σκοπού με τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν και τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν  για την αντιμετώπισης της κρίσης και των συνεπειών της στους πολίτες και την κοινωνική συνοχή. Μέτρα και πολιτικές στήριξης των εργαζομένων, των ανέργων αλλά και των επιχειρήσεων, των υποδομών της χώρας και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, της υγείας, της παιδείας, των μεταφορών και δικτύων. Και πρώτα από όλα, μέτρα και πολιτικές για να αποφευχθεί η ανθρωπιστική κρίση.
  • Σαφή χρονικό ορίζοντα για τη λήξη της θητείας αυτής της κυβέρνησης και άμεση προσφυγή στις κάλπες με την ολοκλήρωση του έργου της.

Μία τέτοια «ρελάνς» μπορεί είτε να ακυρώσει τον τακτικισμό και να στριμώξει τον ίδιο τον εμπνευστή του στη γωνία είτε να οδηγήσει πράγματι σε μία λύση την οποία θα επιδοκιμάσει η πλειοψηφία των πολιτών όπου κι αν ανήκουν κομματικά.

Για να επιστρέψουμε στην αρχή: εάν πράγματι έχουμε πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό ο οποίος απειλεί με πολλαπλά χτυπήματα την χώρα και την κοινωνία, τότε τον δημόσιο διάλογο αλλά και τα πολιτικά επιτελεία θα έπρεπε να τα απασχολεί ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση με την κοινωνία όρθια. Στα λόγια φαίνεται πως όλοι συμφωνούν σε αυτό. Διαρροές και συζητήσεις περί εκλογικών αιφνιδιασμών, πριν εμφανιστεί το «τσουνάμι» και στη σφαίρα της μικροπολιτικής κινούνται και άκαιρες είναι, μπορεί όμως να αποδειχθούν και επικίνδυνες. Όπως εξαιρετικά επικίνδυνο και διχαστικό θα είναι να παιχτεί, όπως είπαμε, το χαρτί μίας κυβέρνησης ενότητας μόνο και μόνο για στριμωχτεί ο Τσίπρας στα σχοινιά…

Σύντομα θα αναμετρηθούν με την Ιστορία όσοι επιλέγουν την μικροπολιτική και τον τακτικισμό και όσοι αναλαμβάνουν την ευθύνη χωρίς να υπολογίζουν το πολιτικό κόστος αλλά μόνο το συμφέρον του λαού και τη σωτηρία της χώρας.

Σχετικά Άρθρα