ΟΗΕ: “Ειρηνευτική Διάσκεψη” για λύση δύο κρατών στο παλαιστινιακό- Ανάσα πολιτικής ή σκηνικό αντιπαραθέσεων;
Σε μια περίοδο κλιμακούμενων εντάσεων, μαζικών απωλειών αμάχων και βαθύτατου γεωπολιτικού αδιεξόδου στη Γάζα, ο ΟΗΕ φιλοξενεί στη Νέα Υόρκη ένα διεθνές συνέδριο υψηλού επιπέδου για τη λύση των δύο κρατών – πρωτοβουλία υπό την αιγίδα της Σαουδικής Αραβίας και της Γαλλίας, με σαφές διπλωματικό και συμβολικό βάρος. Η πρωτοβουλία αυτή αντανακλά μια καθυστερημένη, αλλά πλέον ώριμη, παγκόσμια συνειδητοποίηση: ότι δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή ειρήνη στη Μέση Ανατολή χωρίς μια ρεαλιστική, εφαρμόσιμη και διεθνώς υποστηριζόμενη λύση στο παλαιστινιακό ζήτημα.
Το γεγονός ότι η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποτελεί τη σκηνή της πρωτοβουλίας, συνοδευόμενη από κύμα αναγνωρίσεων της παλαιστινιακής κρατικής υπόστασης, υποδηλώνει ένα νέο διπλωματικό μομέντουμ – ακόμη και εάν απουσιάζουν χαρακτηριστικά οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ.
Παρά τη βαρύτητα των συμμετοχών – μεταξύ των οποίων οι Φαϊσάλ μπιν Φαρχάν και Ζαν-Νουέλ Μπαρό, υπουργοί Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας και της Γαλλίας αντίστοιχα – και τις δηλώσεις του Αντόνιο Γκουτέρες περί «σπάνιας ευκαιρίας», η Ουάσιγκτον ανταποκρίνεται με απόσταση, έντονη επιφυλακτικότητα και ξεκάθαρη κριτική. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η διοργάνωση χαρακτηρίζεται ως «μια άστοχη και κακώς συγχρονισμένη επικοινωνιακή κίνηση», η οποία «αντί να προάγει την ειρήνη, ενισχύει τη Χαμάς, διαιωνίζει τον πόλεμο και υπονομεύει τις πραγματικές διπλωματικές προσπάθειες για κατάπαυση του πυρός».
Ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο δήλωσε ότι «η συμμετοχή σε ένα τέτοιο συνέδριο αποτελεί προσβολή για τα θύματα της 7ης Οκτωβρίου» και υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ «επικεντρώνονται στη σοβαρή διπλωματία – όχι σε σκηνοθετημένα φόρουμ που αποσκοπούν στη δημιουργία εντυπώσεων».
Το μήνυμα της Ουάσιγκτον είναι σαφές: δεν συμμετέχει και δεν αναγνωρίζει πολιτική ισχύ σε μια διαδικασία η οποία, σύμφωνα με την εκτίμησή της, παραγνωρίζει τη ρεαλιστική ασφάλεια του Ισραήλ, προσπερνά τη δράση της Χαμάς και επιχειρεί την επίτευξη διπλωματικών αποτελεσμάτων χωρίς να προηγηθεί αποστρατιωτικοποίηση της Γάζας ή επιστροφή των ομήρων.
Την ίδια ώρα, η στάση του Ντόναλντ Τραμπ είναι πιο αμφίσημη. Αν και δεν συμμετέχει ούτε χαιρετίζει τη διαδικασία, απέφυγε να αντιδράσει έντονα στη δήλωση του Εμανουέλ Μακρόν για την επικείμενη αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης. Όταν ερωτήθηκε σχετικά, απάντησε: «ας κάνουν ό,τι θέλουν». Η φράση ερμηνεύτηκε από διπλωματικούς κύκλους ως σιωπηρή ανοχή, παρά ως ένδειξη ρητής αποδοχής ή διαφωνίας.
Η απουσία ΗΠΑ και Ισραήλ δεν εμπόδισε περισσότερες από 17 χώρες εκπροσωπούμενες σε ανώτατο επίπεδο και πάνω από 100 αντιπροσωπείες κρατών να συμμετάσχουν ενεργά στις εργασίες του συνεδρίου. Μεταξύ τους χώρες από τη Λατινική Αμερική, τη Νοτιοανατολική Ασία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι παρεμβάσεις κινήθηκαν γύρω από τρεις βασικούς άξονες: την άμεση παύση των εχθροπραξιών, την ανάγκη για ανθρωπιστική προστασία στη Γάζα, και τη συγκρότηση ενός χρονοδιαγράμματος υλοποίησης της λύσης των δύο κρατών, με βάση τα σύνορα του 1967 και την Ιερουσαλήμ ως κοινή πρωτεύουσα.
Ο Αντόνιο Γκουτέρες αναγνώρισε με σαφήνεια τις αντιφάσεις της σημερινής συγκυρίας. Καταδίκασε τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς, αλλά παράλληλα στάθηκε στις «ανελέητες καταστροφές στη Γάζα, τον λιμό και τις επιθέσεις εποίκων στη Δυτική Όχθη». Κατέστησε σαφές ότι η προοδευτική προσάρτηση εδαφών είναι παράνομη και κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να δει το συνέδριο όχι ως τελετουργία, αλλά ως σημείο καμπής, όπου η λύση των δύο κρατών μπορεί και πρέπει να γίνει πολιτική πραγματικότητα.
Ο Φαϊσάλ μπιν Φαρχάν υπογράμμισε ότι «δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα στη Μέση Ανατολή χωρίς την αναγνώριση των δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού», ανακοινώνοντας παράλληλα οικονομική συνεισφορά 300 εκατομμυρίων δολαρίων για την Παλαιστίνη, σε συνεργασία με τη Γαλλία και μέσω του Παγκόσμιου Τραπεζικού Συστήματος. Ο Γάλλος ΥΠΕΞ Ζαν-Νουέλ Μπαρό δήλωσε ότι «η συνέχιση του πολέμου στη Γάζα είναι μη αποδεκτή» και ότι «το συνέδριο δρομολογεί μια αμετάκλητη πορεία για τη μετατροπή της λύσης των δύο κρατών σε συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο».
Η παρέμβαση του Μοχάμεντ Μουστάφα, Πρωθυπουργού της Παλαιστινιακής Αρχής, κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος. Χαρακτήρισε τη συνάντηση «ιστορική ευκαιρία» και κάλεσε τη Χαμάς να παραδώσει τον οπλισμό της στην κεντρική εξουσία για την ενοποίηση της Δυτικής Όχθης και της Γάζας. Τόνισε, μάλιστα, ότι «χωρίς εσωτερική ενότητα, καμία διεθνής πρωτοβουλία δεν μπορεί να αποκτήσει αξιοπιστία».
Το προσχέδιο του συνεδρίου φέρεται να περιλαμβάνει έναν οδικό χάρτη, με πρώτο βήμα την άμεση εκεχειρία και στη συνέχεια συγκεκριμένες δεσμεύσεις από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Η διπλωμάτισσα Μανάλ Ραντουάν τόνισε ότι «η διαδικασία πρέπει να βασιστεί σε ένα αξιόπιστο και μη αναστρέψιμο πολιτικό σχέδιο, που θα θεραπεύει τα αίτια της σύγκρουσης και θα εγγυάται ειρήνη, αξιοπρέπεια και αμοιβαία ασφάλεια».
Στο μεταξύ, η Ιερουσαλήμ εμφανίζεται έντονα ενοχλημένη. Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου απορρίπτει κατηγορηματικά οποιαδήποτε αναγνώριση της Παλαιστίνης, τονίζοντας ότι πρόκειται για «νομιμοποίηση της Χαμάς» και «ανταμοιβή της τρομοκρατίας». Το ενδεχόμενο ρήξης με το Παρίσι είναι πλέον ορατό, ενώ δεν αποκλείεται να υπάρξουν αντίποινα και σε διπλωματικό επίπεδο εάν κι άλλες χώρες ακολουθήσουν το παράδειγμα Μακρόν.
Παρά τις διαφοροποιήσεις, το συμπέρασμα είναι καθαρό: μετά από δεκαετίες στασιμότητας, η διεθνής κοινότητα φαίνεται να επιστρέφει – έστω με δισταγμό – στη θεμελιώδη αρχή του ΟΗΕ για τη λύση των δύο κρατών. Αν αυτή η πρωτοβουλία αποτελέσει στρατηγική στροφή ή αποδειχθεί διπλωματική παρένθεση, θα εξαρτηθεί από δύο κρίσιμους παράγοντες: εάν το Ισραήλ και οι ΗΠΑ μεταβάλλουν έστω και εν μέρει τη στάση τους, και αν η παλαιστινιακή ηγεσία καταφέρει να ενοποιήσει το εσωτερικό της μέτωπο και να αποκαταστήσει τη διεθνή αξιοπιστία της.
Μέχρι τότε, η Νέα Υόρκη λειτουργεί ως καθρέφτης ενός κόσμου που προσπαθεί να συμβιβάσει το δικαίωμα στην ασφάλεια με το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση – και ίσως, έστω και προσωρινά, το αφήγημα του «ανέφικτου» να μετατραπεί σε πολιτική δυνατότητα με παγκόσμια υπογραφή.