Υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα… Δωρεάν εφαρμογή ξεκλειδώνει την “κρυμμένη ετικέτα”
Η βιομηχανία τροφίμων δεν υποχρεούται να αναγράφει στις ετικέτες των προϊόντων τις μεθόδους επεξεργασίας που χρησιμοποιεί, ούτε τους σκοπούς τους. Αυτό καθιστά σε πολλές περιπτώσεις δύσκολη την ασφαλή αναγνώριση των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων από καταναλωτές, επαγγελματίες υγείας, υπεύθυνους πολιτικής ή ακόμη και ερευνητές.
Όπως είναι προφανές, τα φρέσκα λαχανικά και φρούτα, οι αμυλούχες ρίζες, το παστεριωμένο γάλα και το νωπό κρέας δεν είναι υπερεπεξεργασμένα. Το ίδιο ισχύει και για φυτικά έλαια, ζάχαρη ή αλάτι, που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική σε συνδυασμό με μη επεξεργασμένα ή ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα.
Η δυσκολία ξεκινά με πιο σύνθετα παραδείγματα, όπως το ψωμί και τα δημητριακά πρωινού. Ένα βιομηχανικό ψωμί που περιέχει μόνο αλεύρι, νερό, αλάτι και μαγιά θεωρείται απλώς επεξεργασμένο. Αν όμως περιλαμβάνει πρόσθετα όπως γαλακτωματοποιητές ή χρωστικές, τότε κατατάσσεται ως υπερεπεξεργασμένο. Αντίστοιχα, η βρώμη ή τα απλά corn flakes είναι ελάχιστα επεξεργασμένα, αλλά αν προστεθεί ζάχαρη, θεωρούνται επεξεργασμένα· αν προστεθούν και αρώματα ή χρωστικές, τότε είναι υπερεπεξεργασμένα.
Ο πιο πρακτικός τρόπος αναγνώρισης είναι η εξέταση της λίστας συστατικών. Αν υπάρχει τουλάχιστον ένα στοιχείο που δεν χρησιμοποιείται στην οικιακή μαγειρική ή αν περιλαμβάνονται πρόσθετα με καθαρά «καλλωπιστικό» ρόλο (τα λεγόμενα cosmetic additives), τότε το προϊόν θεωρείται υπερεπεξεργασμένο.
Τέτοια συστατικά εμφανίζονται συνήθως στην αρχή ή στη μέση της λίστας και περιλαμβάνουν υδρολυμένες πρωτεΐνες, απομονωμένη πρωτεΐνη σόγιας, γλουτένη, καζεΐνη, ορό γάλακτος, «μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας», φρουκτόζη, σιρόπι καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης, συμπυκνωμένους χυμούς φρούτων, μαλτοδεξτρίνη, δεξτρόζη, λακτόζη, φυτικές ίνες ή υδρογονωμένα έλαια. Η ύπαρξη ενός ή περισσότερων από αυτά αρκεί για να καταταγεί ένα προϊόν ως υπερεπεξεργασμένο.
Τα «καλλωπιστικά πρόσθετα» εμφανίζονται συχνά στο τέλος της λίστας. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται αρώματα, ενισχυτικά γεύσης, χρωστικές, γαλακτωματοποιητές, γλυκαντικά, πηκτικά, αντι-αφριστικοί, διογκωτικοί, ανθρακούχοι, ζελατινοποιητικοί και γυαλιστικοί παράγοντες. Η παρουσία ενός ή περισσότερων τέτοιων προσθέτων είναι επίσης σαφής ένδειξη υπερεπεξεργασίας.
Παρά το γεγονός ότι οι ετικέτες δεν είναι πλήρως τυποποιημένες σε όλες τις χώρες, αρκετά πρόσθετα, όπως τα αρώματα, τα χρώματα ή οι γαλακτωματοποιητές, είναι εύκολο να αναγνωριστούν. Μπορεί να εμφανίζονται με γενικές ονομασίες («φυσικά αρώματα», «τεχνητά αρώματα») ή σε συνδυασμό με την κατηγορία τους («μονονατριούχο γλουταμινικό – ενισχυτικό γεύσης», «καραμελόχρωμα», «λεκιθίνη σόγιας – γαλακτωματοποιητής»). Ορισμένα, όπως η ασπαρτάμη ή η στέβια, είναι ήδη γνωστά στους καταναλωτές. Ο Οδηγός Codex Alimentarius του ΟΗΕ προσφέρει πλήρη και επικαιροποιημένη λίστα με τα πρόσθετα και τις κατηγορίες τους.
Τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα δεν είναι «πραγματικό φαγητό» αλλά φόρμουλες βιομηχανικών συστατικών, συχνά χημικά τροποποιημένων, που συνδυάζονται σε έτοιμα, εύγευστα προϊόντα με πρόσθετα, αρώματα και χρωστικές. Παράγονται και προωθούνται κυρίως από πολυεθνικές εταιρείες, είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα αλλά εγγενώς ανθυγιεινά.
Ήδη υπάρχουν εφαρμογές κινητών που σαρώνουν γραμμωτούς κώδικες και ενημερώνουν αν ένα προϊόν είναι υπερεπεξεργασμένο· ενδεικτικά, η γαλλική μη κερδοσκοπική οργάνωση Open Food Facts παρέχει δωρεάν εφαρμογή που αναγνωρίζει πάνω από 75.000 υπερεπεξεργασμένα προϊόντα σε μια βάση δεδομένων άνω των 145.000 τροφίμων.
Πηγή: cambridge.org