Nέα παγκόσμια ελίτ: Iσχυρή, παρεμβατική, επικίνδυνη

 Nέα παγκόσμια ελίτ: Iσχυρή, παρεμβατική, επικίνδυνη

Από μια εξωτερική σκοπιά, ο πόλεμος του Ντόναλντ Τραμπ ενάντια στα κορυφαία πανεπιστήμια των ΗΠΑ μοιάζει αδικαιολόγητος. Τα Harvard, Columbia και Princeton — για να αναφέρουμε μόνο τρία από τα ιδρύματα που βρίσκονται στο στόχαστρο — αποτελούν θεμέλια της αμερικανικής κυριαρχίας. Η οικονομική ισχύς της χώρας θα ήταν διαφορετική χωρίς τη γοητεία που ασκούν αυτά τα ερευνητικά κέντρα στα κορυφαία ταλέντα του πλανήτη.

Ωστόσο, εκ των έσω, η εικόνα αλλάζει. Σε δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε τον Μάιο από το National Opinion Research Center και το Associated Press, μόλις το 45% των Αμερικανών δήλωσε ότι διαφωνεί με την απόφαση Τραμπ να περικόψει τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων Ivy League που δεν καταργούν τα προγράμματα ένταξης μειονοτήτων. Μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, το ποσοστό διαφωνίας πέφτει στο 22%.

Η εξέγερση ενάντια σε θεσμούς που συνδέονται με τις ελίτ δεν είναι μοναδικό φαινόμενο των ΗΠΑ. Στη Λατινική Αμερική, σύμφωνα με τις έρευνες του Latinobarómetro, το ποσοστό των πολιτών που προτιμούν τη δημοκρατία έναντι άλλων μορφών διακυβέρνησης μειώθηκε από 65% το 1998 σε 52% το 2024. Αντίστοιχη τάση παρατηρείται στην άνοδο ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που δηλώνουν υπερασπιστές του «λαού» απέναντι στις «παγκοσμιοποιημένες» ελίτ — αγνοώντας συχνά τις εθνικές.

Η κοινωνική δυσαρέσκεια και η νέα δυναμική ανισότητας

Πού οφείλεται αυτή η οργή; Έχουν χειροτερέψει οι συνθήκες ζωής των χαμηλότερων στρωμάτων ή έχουν απομακρυνθεί τόσο οι «πάνω» ώστε να προκαλούν αγανάκτηση; Η απάντηση φαίνεται να είναι σύνθετη. Οι αυξημένα ενοίκια έχουν περιορίσει δραματικά την αγοραστική δύναμη όσων δεν διαθέτουν κληρονομιά ή πρόσβαση σε στεγαστικά δάνεια, ενώ οι μισθοί αυξάνονται πιο αργά από τον πληθωρισμό.

Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Χουλιάν Κάρδενας του Πανεπιστημίου της Βαλένθια, η απώλεια αγοραστικής δύναμης, η ανασφάλεια της επισφαλούς εργασίας και ο φόβος της έξωσης έχουν οδηγήσει σε γενικευμένη επιδείνωση της ποιότητας ζωής. «Οι απλοί άνθρωποι βλέπουν ότι η οικονομία πάει καλά, οι επιχειρήσεις αναπτύσσονται, αλλά οι ίδιοι δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να τα βγάλουν πέρα», επισημαίνει ο Κάρδενας, μέλος της ερευνητικής ομάδας Latin American Elite Network (REAL).

Το νέο στοιχείο στο αντι-ελίτ συναίσθημα είναι το εύρος του: αφορά όχι μόνο τη μεσαία τάξη που βλέπει την ποιότητα ζωής να φθίνει, αλλά και εργατικά στρώματα «που παραδοσιακά εμπιστεύονταν τις ελίτ ως φορείς πλούτου και κοινωνικής ανόδου».

Ενώ τα χαμηλότερα στρώματα πλήττονται όλο και περισσότερο, οι κορυφές ευημερούν. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Oxfam (Ιούλιος 2024), το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού αύξησε την καθαρή του περιουσία κατά 42 τρισ. δολάρια μέσα σε μία δεκαετία — ποσό 34 φορές μεγαλύτερο από τη συνολική αύξηση πλούτου του φτωχότερου 50%.

Η διεύρυνση της μισθολογικής ψαλίδας είναι εξίσου εντυπωσιακή: Το Economic Policy Institute αναφέρει ότι το 1965 οι CEOs στις ΗΠΑ κέρδιζαν 21 φορές περισσότερα από τον μέσο εργαζόμενο· το 2023 αυτός ο λόγος εκτοξεύθηκε στο 290.

Η ανάγκη για μια «αφήγηση» από τις ελίτ

Όπως εξηγεί ο κοινωνιολόγος Aaron Reeves του London School of Economics, η τεράστια συγκέντρωση πλούτου έχει μεταμορφώσει τη ζωή μιας μικρής μειοψηφίας: «Τα χρήματά τους είναι τόσο πολλά που ζουν πλέον σε διαφορετικό κόσμο». Στο βιβλίο του Born to Rule (2024), που συνέγραψε με τον Sam Friedman, υποστηρίζει ότι αυτή η διαχωριστική γραμμή οδηγεί κάποιες ελίτ να προσπαθούν να πείσουν την κοινωνία ότι «δεν διαφέρουν», ότι είναι «κανονικοί» άνθρωποι.

«Όταν έχεις τα χρήματα του Elon Musk, πώς το δικαιολογείς; Πώς φαίνεται αποδεκτό όταν δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν δύσκολα ακόμη και σε πλούσιες χώρες όπως η Ισπανία ή το Ηνωμένο Βασίλειο;» διερωτάται ο Reeves. Αυτή η ανάγκη αποδοχής εκδηλώνεται μέσω επίδειξης λαϊκών γούστων, επίκλησης εργατικής καταγωγής ή έμφασης στη σκληρή εργασία — όπως ο Τραμπ που διαφημίζει την αγάπη του για τα McDonald’s ή οι Mark και Priscilla Zuckerberg που δηλώνουν ότι δεν θα αφήσουν όλη τους την περιουσία στην κόρη τους.

Δεν χρειάζεται κάθε ελίτ να δημιουργήσει μια «αφήγηση», λέει ο Reeves. Οι χρηματοοικονομικές ελίτ αισθάνονται λιγότερη πίεση επειδή δεν είναι δημόσια πρόσωπα, ενώ οι εμφανείς επιχειρηματίες και πολιτικοί δυσκολεύονται περισσότερο να κρατήσουν τη ζωή τους μακριά από επικρίσεις. «Ο Τραμπ λέει “θεωρώ τον εαυτό μου εργάτη”, παρότι ποτέ δεν έκανε χειρωνακτική εργασία ούτε προέρχεται από τέτοιο περιβάλλον».

Η αφήγηση ποικίλλει ανά χώρα: στη Δανία δίνεται έμφαση στη σκληρή δουλειά, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο στην ατομική δεξιότητα — κάτι που σχετίζεται με την κουλτούρα κάθε λαού.

Μεταξύ αξιοκρατίας και συστήματος εισοδηματιών

Το αίσθημα αποξένωσης απέναντι στις ελίτ αφορά τόσο τους ιδιοκτήτες περιουσίας όσο και υψηλόβαθμα στελέχη που έχτισαν τις περιουσίες τους μέσω εργασίας. Ο καθηγητής νομικής στο Yale Daniel Markovits, σημειώνει πως το επίπεδο πλούτου αυτής της γενιάς αποτελεί «game-changer» για τις οικογένειές τους: Πολλοί Αμερικανοί ηλικίας 50-70 έχουν συγκεντρώσει τόσα χρήματα ώστε τα παιδιά τους δεν θα χρειαστεί ποτέ να εργαστούν.

Ο Markovits θέτει το ερώτημα αν η κοινωνία θα αποδεχτεί κάτι τέτοιο: «Τι θα γίνει με τους φόρους κληρονομιάς και τα αέναα καταπιστεύματα; Σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ έχουν ήδη αρθεί οι περιορισμοί». Όπως επισημαίνει, αν κάποιος φτάσει το όριο του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, ουσιαστικά εξασφαλίζει ότι κανείς απόγονος δεν θα χρειαστεί να δουλέψει ξανά — επιστρέφοντας σε μια προ-αξιοκρατική εποχή.

Σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Mariana Heredia, ερευνήτρια στο Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας της Αργεντινής (Conicet) και συγγραφέα του δοκιμίου The 99% Against the 1%?, οι αλλαγές των τελευταίων πέντε δεκαετιών ωφέλησαν τις ελίτ εις βάρος των εργαζόμενων στη Δύση. Οι αποφάσεις για απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών τη δεκαετία του ’70 επέτρεψαν τη μεταφορά βιομηχανιών στην Ασία και την αναδιάρθρωση του διεθνούς εμπορίου.

Όσοι διέθεταν κεφάλαιο βγήκαν κερδισμένοι, καθώς μπορούσαν να επενδύσουν παγκοσμίως υπό ευνοϊκές συνθήκες. Επιπλέον, η τεχνολογική πρόοδος στόχευσε περισσότερο στην εξοικονόμηση εργασίας παρά στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, καθιστώντας τις μεγάλες εταιρείες λιγότερο ευάλωτες στις διεκδικήσεις εργαζομένων.

Anatomy of power – Νέες μορφές επιρροής

Ο τρόπος με τον οποίο οι οικονομικές ελίτ επηρεάζουν την πολιτική δεν είναι πάντα άμεσος· όταν απειλούνται αντιδρούν ανοιχτά, αλλά η καθημερινή δουλειά των ομάδων λόμπινγκ είναι πολύ πιο διακριτική. Διαμορφώνουν την παρουσίαση των προβλημάτων ώστε να κατευθύνουν τις λύσεις προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις ή να μπλοκάρουν διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

Η νέα δύναμη των ψηφιακών πλατφορμών: Όπως σημειώνει η Heredia, πλέον οι ψηφιακές πλατφόρμες συγκεντρώνουν τεράστιο όγκο προσωπικών δεδομένων χωρίς σαφή όρια χρήσης — κάτι που καμία κρατική αρχή δεν κατάφερε ποτέ στο παρελθόν.

Στην Αργεντινή, η Heredia συμμετέχει στο διεθνές πρόγραμμα World Elite Database (WED), που εξετάζει τις ελίτ σε 15 χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του WED για το 2020, άνδρες κυριαρχούν παντού στις ελίτ· τα χαμηλότερα ποσοστά γυναικών συναντώνται σε Κίνα, Ρωσία, Χιλή και Αργεντινή (κάτω του 10%), ενώ στα σκανδιναβικά κράτη φτάνουν περίπου στο ένα τρίτο.

Όσον αφορά την καταγωγή, πλην Ηνωμένου Βασιλείου και Ελβετίας όπου μεγάλο μέρος της οικονομικής ελίτ προέρχεται από άλλες χώρες, αλλού επικρατούν γηγενείς. Στην εκπαίδευση ξεχωρίζουν τα αμερικανικά Ivy League ιδρύματα (Harvard, MIT), ενώ στην Κίνα υπάρχει μεγαλύτερη γεωγραφική διασπορά ακόμη και από αγροτικές περιοχές. Στην Αργεντινή και τη Γαλλία σημειώνεται μεγάλη συγκέντρωση στην πρωτεύουσα.

Τα εκπαιδευτικά κέντρα των ΗΠΑ και Βρετανίας ενισχύθηκαν εις βάρος εγχώριων ιδρυμάτων. Οι Λατινοαμερικανοί επιλέγουν Harvard ή βρετανικά πανεπιστήμια για το κύρος τους και για να εξοικειωθούν με τη γλώσσα της διεθνούς οικονομικής/επιστημονικής επικοινωνίας.

Ο Τραμπ αναστατώνει το status quo – Επαναστατικές αλλαγές στις ΗΠΑ;

Ο καθηγητής Péter Turchin, επίτιμος στο Πανεπιστήμιο Connecticut, μελετά τις ελίτ χρησιμοποιώντας μαθηματικά μοντέλα ιστορικών δεδομένων. Το 2010 προέβλεψε την αστάθεια στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη λόγω υπερπροσφοράς πτυχιούχων νέων — μια πρόβλεψη που επαληθεύθηκε με γεγονότα όπως το Brexit, την εκλογή Τραμπ αλλά και τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία.

Σύμφωνα με τον Turchin, μια αντι-ελίτ έχει ανέβει στην εξουσία στις ΗΠΑ εκτοπίζοντας την παραδοσιακή — όπως στη Γαλλία μετά το 1789 ή στη Ρωσία μετά το 1917. Ο νυν αντιπρόεδρος J.D. Vance είπε χαρακτηριστικά: «Θα απολύσουμε όλους τους γραφειοκράτες μέχρι τα μεσαία κλιμάκια». Ο Turchin αναλύει πως αυτό σημαίνει τρεις πυλώνες αλλαγής: εγκατάλειψη γεωπολιτικής παρέμβασης (πόλεμοι/ανατροπή καθεστώτων), μεταβολή εμπορικού καθεστώτος υπέρ των ΗΠΑ (δολάριο/δασμοί) και εγκατάλειψη πολιτιστικών αξιών όπως τα δικαιώματα LGBTQ+.

Ωστόσο αυτή η “επανάσταση” δεν ωφελεί απαραίτητα όσους ζημιώθηκαν από την παγκοσμιοποίηση κεφαλαίων κι εμπορίου. Οι πρώτες επαναστατικές ελίτ συχνά καταστρέφουν χωρίς να χτίζουν· απαιτείται χρόνος κι ενδεχομένως νέα επανάσταση. Με βάση μοντέλα ανισότητας κι εισοδημάτων, η Ευρώπη απέχει ακόμη από αυτό το σημείο· εξαίρεση αποτελεί ίσως το Ηνωμένο Βασίλειο όπου κινήσεις τύπου UKIP θυμίζουν οργανωμένη επαναστατική δράση.

“Η Γερμανία βρίσκεται περίπου είκοσι χρόνια πίσω από τις ΗΠΑ ως προς την αύξηση της ανισότητας”, λέει ο Turchin· “στη Γαλλία ακόμη πιο πίσω — κάτι θετικό καθώς σημαίνει πως δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε κρίσιμο σημείο”. Εκφράζει όμως ανησυχία για τη στάση σημερινών ευρωπαίων ηγετών όπως οι Starmer (Λονδίνο), Macron (Παρίσι) ή Merz (Βερολίνο), θεωρώντας πως αντί για κοινωνικές επενδύσεις προτεραιοποιούν στρατιωτικές δαπάνες ενώ μεγάλα τμήματα πληθυσμού δυσκολεύονται ακόμη κι ως προς τη θέρμανση τον χειμώνα.

“Ελπίζω οι ευρωπαϊκές ελίτ να μιμηθούν εκείνες των ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα”, σημειώνει ο Turchin· τότε εφαρμόστηκαν προοδευτικές μεταρρυθμίσεις όπως αύξηση φόρου κληρονομιάς για αποφυγή δημιουργίας νέας αριστοκρατίας. “Οι επαναστάσεις καταστρέφουν – καλύτερη λύση είναι οι μεταρρυθμίσεις”.

Πηγή: elpais.com