Τι κάνει η Ελλάδα απέναντι σε μία Τουρκία που ενισχύεται δυναμικά;

Η σύγκριση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον είναι, δυστυχώς, αποκαρδιωτική για εμάς. Οφείλουμε να το παραδεχτούμε και να σταματήσουμε να κρυβόμαστε πίσω από τα στερεότυπα περί “ισχυρών συμμαχιών” και του Διεθνούς Δικαίου που είναι το μεγάλο μας όπλο. Τίποτε απ΄ αυτά δεν ισχύει στον μεταβαλλόμενο κόσμο γύρω μας, όπου κυριαρχούν (μόνο) τα συμφέροντα, όπου οι “μπίζνες” έχουν υπερκεράσει τη διπλωματία, και όπου η ιστορική ένταξή μας στον δυτικό προμαχώνα δεν έχει την αξία που είχε κάποτε.
Οι τελευταίες ενδείξεις αυτής της μεταστροφής είναι ιδιατέρως ανησυχητικές, και πρέπει να τις δούμε με “ψυχρό αίμα”, πέρα από τις αφέλειες της εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης.
Η Τουρκία ενισχύεται ταχύτατα σε όλα τα μέτωπα. Μεγαλώνει σαν χώρα, ο Ταγίπ Ερντογάν ανοίγει και κλείνει εσωτερικά μέτωπα χωρίς δυσκολία και, κυρίως, με διεθνή ανοχή ή αποδοχή (σύλληψη Ιμάμογλου, διάλυση PKK), και παράλληλα ενισχύει την αμυντική του βιομηχανία με εντυπωσιακό τρόπο. Από την άλλη, η Τουρκία μετέχει σε όλα τα διεθνή fora και δη με πρωταγωνιστικό ρόλο, συνομιλεί ταυτοχρόνως και προνομιακά με τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν, φιλοξενεί “ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις” για το ουκρανικό, εγκαθιδρύει καθεστώς δικής της επιρροής στη Συρία, και, μάλιστα, το “προσφέρει” στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρότι πρόκειται για μία τρομοκρατική τζιχαντιστική οργάνωση (“ιστορική” η συνάντηση του Αμερικανού προέδρου με τον Αλ Σάρα), και οσονούπω θα ανοίξει τις γραμμές προμηθειών ευρωπαϊκών οπλικών συστημάτων (Eurofighter, Meteor, κ.ά), ενώ θεωρείται μάλλον βέβαιο πως θα βρεθεί και στο τραπέζι τις ευρωπαϊκής κοινής άμυνας.
Που βρίσκεται η Ελλάδα απέναντι σε όλα αυτά; Διατηρεί, αναμφίβολα, τους ισχυρούς δεσμούς της με τις ΗΠΑ και τις Βρυξέλλες, ωστόσο ο ρόλος της χάνει την αξία που είχε, ο δε λόγος της ακούγεται αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις δεν διαμορφώνει συσχετισμούς. Δεν μπορεί να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα (τους οποίους έκλεισε μάλλον “άτσαλα” και χωρίς στρατηγική μετά τη ρωσική εισβολή), στη Μέση Ανατολή στηρίζεται μόνο στο Νετανιάχου, ο οποίος υπό την καθοδήγηση του Τραμπ είναι πιθανό να αμβλύνει την ένταση με τον Ερντογάν.
Κυρίως, όμως, χάνει στηρίγματα στο Διεθνές Δίκαιο, ως προς το Αιγαίο και την Κύπρο, σε μία εποχή που ο αναθεωρητισμός κανονικοποιείται. Αυτό μειώνει την ισχύ των επχιειρημάτων της σε ένα περιβάλλον όπου θεωρείται λογική η επιβολή ισχύος ακόμα κι αν καταστρατηγεί διεθνείς συνθήκες.
Η πολιτική για “ήρεμα νερά” με την Τουρκία (μετά την Διακήρυξη των Αθηνών) δείχνει να εξαντλεί τη δυναμική της, κυρίως, όμως, δεν παράγει επαρκή αποτελέσματα, αφ΄ ης στιγμής η Άγκυρα προβάλλει εμπόδια ακόμα και για προφανή άσκηση κυριαρχιακών μας δικαιωμάτων- όπως η ηλεκτρική διασύνδεση, ή τα θαλάσσια πάρκα. Η συνάντηση Μητσοτάκη- Ερντογάν που προγραμματίζεται είναι χρήσιμη, πλην, όμως, το μόνο που θα κατορθώσει είναι να επιμηκύνει την ηρεμία της ακινησίας. Το μομέντουμ είναι υπέρ της Τουρκίας και δεν προσφέρεται για προώθηση ουσιαστικού διαλόγου, κι αυτό το αντιλαμβάνονται στην κυβέρνηση.
Όλα αυτά αναδεικνύουν την ανάγκη για αναθεώρηση βασικών αξόνων της εξωτερικής μας πολιτικής γενικότερα, αλλά και ειδικότερα στα ελληνοτουρκικά.
Για παράδειγμα, μέχρι που μπορεί να φτάσει η κυβέρνηση όταν φτάσει η ώρα λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την κοινή άμυνα; Ο πρωθυπουργός διατυπώνει τις επιφυλάξεις του για την συμμετοχή τρίτων χωρών που δεν χωρούν στην ευρωπαϊκή αντίληψη περί ασφάλειας, και προφανώς δεν εννοεί το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά την Τουρκία. Θα ήταν ατελέσφορο, ωστόσο, να διεκδικήσει μέχρι τέλους τον αποκλεισμό της καθώς δεν θα βρεί αρκετούς συμμάχους ως προς αυτό και θα διακινδυνεύσει την απομόνωση μας. Ήδη ακούγονται ισχυρές απόψεις για αποδοχή της συμμετοχής του Ερντογάν στο κοινό τραπέζι για την άμυνα, όμως με αιρεσιμότητες και διασφαλίσεις ως προς την ισορροπία στο Αιγαίο και τη Ν.Α Μεσόγειο.
Λογικό επιχείρημα θα μπορούσε να είναι ότι δεν μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο συνεργασίας μία χώρα που διατηρεί επί τρεις δεκαετίες την απειλή πολέμου (casus belli) έναντι ενός κράτους- μέλους της ΕΕ, και αμφισβητεί ευθέως τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Ακόμα, κι αυτό που ακούγεται λογικό και συνεπές προς το Διεθνές Δίκαιο έχει ήδη καταλυθεί στο επίπεδο του ΝΑΤΟ, παρότι υποτίθεται πως καλύπτεται από τα άρθρα 4 και 5 της ιδρυτικής συνθήκης ( Το άρθρο 4 προβλέπει διαβουλεύσεις με τους συμμάχους εάν απειλείται η εδαφική ακεραιότητα, η πολιτική ανεξαρτησία ή η ασφάλεια ενός μέλους. Το άρθρο 5 ξεκαθαρίζει ότι η επίθεση σε ένα κράτος – μέλος θεωρείται επίθεση σε όλα τα κράτη – μέλη.) άρα δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο ακόμα και εάν υιοθετηθεί κάτι παρόμοιο να μην έχει ισχύ.
Μία επιπλέον παράμετρος είναι πώς εκτός του αυξημένου γεωπολιτικού ρόλου της Τουρκίας, η γειτονική χώρα έχει αναπτύξει μία ιδιαίτερα πρωτοπόρα και παραγωγική αμυντική βιομηχανία, από τις ισχυρότερες πλέον στην Ευρώπη, και αυτό την καθιστά πρωταγωνιστικό συνομιλητή και εταίρο. Η Ελλάδα υποτίμησε και εν τέλει απαξίωσε την δική της αμυντική βιομηχανία και οι τελευταίες προτροπές του υπουργού Άμυνας Νίκου Δένδια για συμπαραγωγή 25% αποτελούν προσώρας “εκδήλωση προθέσεων”.
Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις που θα ληφθούν το επόμενο διάστημα θα είναι αφενός κρίσιμες, αφετέρου υπερβαίνουν τον χρόνο ζωής μίας κυβέρνησης, ακόμα κι αν η σημερινή διαθέτει σαφές προβάδισμα να επεκτείνει άλλη μία φορά τη θητεία της. Τα παραπάνω υπαγορεύουν αυτό που όλοι επικαλούνται αλλά ελάχιστα το εννοούν: την εθνική συνεννόηση, τουλάχιστον των λεγόμενων “συστημικών” πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν την εξουσία και διαθέτουν σημαντικό εύρος συνομιλητών στο εξωτερικό.
Είναι αναγκαίες στρατηγικές αποφάσεις:
- για την ανάπτυξη διπλωματίας νέας αντίληψης με εξειδικευμένο, σύγχρονο προσωπικό που θα είναι προσανατολισμένο σε ένα “οδικό χάρτη” που δεν θα παραμένει προσκολλημένος σε στερεότυπα του παρελθόντος,
- για την ταχύτατη προώθηση του εκσυγχρονισμού της αμυντικής βιομηχανίας,
- για την οργάνωση των κύκλων προώθησης της εθνικής στρατηγικής σε πρωτεύουσες-κλειδιά, τόσο με ειδικούς (λομπίστες, εταιρείες κ.ά), όσο και με την αναδιοργάνωση της επιρροής της ομογένειας που σήμερα δρα αποσπασματικά και ενίοτε και αντιφατικά,
- για την δημιουργία εσωτερικού πολιτικού μετώπου που να συμφωνεί ακόμα και σε ελιγμούς, ή και αναθεώρηση αυτού που τώρα αποκαλείται “πάγια εθνικη θέση”. Σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία, τι μπορεί, εν τέλει, να είναι “πάγιο”;