ΣΥΡΙΖΑ: Σκληρή κριτική από Γ.Τσίπρα με άρθρο στο libre: Και τώρα τι;

 ΣΥΡΙΖΑ: Σκληρή κριτική από Γ.Τσίπρα με άρθρο στο libre: Και τώρα τι;

Το ερώτημα είχε τεθεί και πριν την παραίτηση Αλέξη Τσίπρα, μετά από δυο συντριπτικές ήττες. Τίθεται με μεγαλύτερη ένταση και δυσμενέστερες προοπτικές μετά την αποχώρηση του ανθρώπου που δεν ήταν απλώς ο για 15 χρόνια επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ο πολιτικός που επέλεγαν οι περισσότεροι οπαδοί και ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ παρά το ίδιο το κόμμα. Δύο είναι τα ζητήματα που αν δεν απαντηθούν το επόμενο διάστημα δεν θα υπάρξει επανεκκίνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί φτάσαμε ως εδώ; Ποια ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας και της χώρας φιλοδοξεί να καλύψει το κόμμα που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ;

Του Γιώργου Τσίπρα, μέλους της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, πρώην βουλευτή

Σε ότι αφορά το πρώτο ερώτημα, τέσσερα στοιχεία είναι αυτά που οδήγησαν στον ενάμισι δικομματισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε ποτέ αυτοκριτική για τα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, ειδικά για το διάστημα μετά το Σεπτέμβριο 2015 παρά για το διαβόητο πρώτο εξάμηνο, δεν ανοίχτηκε στην κοινωνία αντιστοιχίζοντας την κοινωνική με την εκλογική του επιρροή, με αποτέλεσμα να αντιστοιχίζεται τελικά η εκλογική με την μικρή κοινωνική του επιρροή, δεν έδωσε πειστική εναλλακτική προοπτική για τη χώρα στα λαϊκά και μεσαία στρώματα στα οποία αναφερόταν και, τέλος, απέναντι σε μια από πολλές απόψεις αποτυχημένη, διεφθαρμένη και προκλητική διακυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έκανε μια σοβαρή και αποτελεσματική αντιπολίτευση σε πολλά πεδία:πανδημία, οικονομία-ανάπτυξη, ελληνοτουρκικά, ενέργεια-ακρίβεια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με το 17,8% δεν έχασε απλά 14 μονάδες, έχασε λαϊκά στρώματα, μεσαία τάξη, το Κέντρο, παραγωγικές ηλικίες, την επιχειρηματικότητα σχεδόν στο σύνολό της και, τέλος, νεολαία. Είτε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ το συνειδητοποιεί και αλλάζει πορεία είτε συνεχίζει την κάθοδο.Ισχύει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται από μακριά» αλλά υπάρχουν πολλά ευρωπαϊκά παραδείγματα συρρίκνωσης.Η πραγματικότητα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μετά από μια πρώτη γόνιμη περίοδο όταν έγινε όχημα ανασύνθεσης της Αριστεράς, εκτοξεύτηκε στην κρίση των μνημονίων και σωρεύτηκε μέχρι το 2015 ένα πολιτικό κεφάλαιο κυρίως από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα,κεφάλαιο που σπαταλήθηκε στη συνέχεια με όσα δεν έγιναν επί διακυβέρνησης και κυρίως όσα δεν έγιναν επί αντιπολίτευσης. Η έλλειψη συναίσθησης αυτής της σπατάλης διαπερνά μεγάλο μέρος του κόμματος, και σε περιπτώσεις καταφεύγει σε παραλλαγές του «φταίει ο κόσμος» και στην εμφατική επίκληση της «συντηρητικοποίησης της κοινωνίας». Τα 58 δις που σκόρπισε η προηγούμενη κυβέρνηση μπορεί μαζί με το μιντιακό σύστημα να εξασφάλισαν την επόμενη τετραετία Μητσοτάκη, αλλά δεν απαντούν στο γιατί της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε ότι αφορά το δεύτερο ερώτημα (ποια ανάγκη φιλοδοξεί να καλύψει), μέχρι και το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εξακολουθούσε να είναι δυνητικά -όχι όπως ακριβώς ήταν και είναι- το μόνο κόμμα της ευρύτερης Αριστεράς και Κεντροαριστεράς που μπορούσε να αποτελέσει πόλο έκφρασης μιας κοινωνικής πλειοψηφίας, αυτής που θα πληγεί σήμερα από τη νέα επέλαση Μητσοτάκη και εκείνης που έχει κάθε λόγο να αναζητά μια άλλη προοπτική για τη χώρα, την κοινωνία, την οικονομία. Σήμερα είναι ένα μεσαίο κόμμα που κατέγραψε 17,8% στην τελευταία αναμέτρηση, με τάσεις παραπέρα συρρίκνωσης. Το αγωνιώδες ερώτημα δεν είναι τι θα καταγράψει στην επόμενη αναμέτρηση (ορόσημο που μπορεί να λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά) αλλά αν έχει τη βούληση και την εσωτερική δυνατότητα να χαράξει μια νέα πορεία με ορίζοντα δεκαετίας, ανάκτησης μιας κοινωνικής και πολιτικής βάσης, δεκαετία μέσα στην οποία θα υπάρξουν πολλές αναμετρήσεις εκλογικές και μη, κι ενώ ταυτόχρονα τίθεται πλέον αντικειμενικά ζήτημα ανασύνθεσης του προοδευτικού χώρου.

Η ανάκτηση θα επιτευχθεί σε ποια πολιτική κατεύθυνση, με ποιες κοινωνικές συμμαχίες, ποια προοπτική για τη χώρα και την οικονομία, με ποιες θέσεις μέσα στην κοινωνία (Τοπική Αυτοδιοίκηση, Συνδικαλισμός, νεολαία, γειτονιές κλπ), ποια πολιτική στρατηγική και, τέλος, με ποιο κόμμα και ποια πρόσωπα που θα τα υπηρετήσουν;

Οι διαδικασίες ανάδειξης νέας ηγεσίας, οργανωτικές από τη φύση τους, δύσκολα θα χωρέσουν την απάντηση σε όλα τα παραπάνω. Ωστόσο, το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το χθες, ακόμη κι αν αυτό φέρει σε ορισμένα την υπογραφή του Αλέξη Τσίπρα, είναι αναγκαίος όρος χάραξης νέας πορείας, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη. Το «άλλαξέ τα όλα» που υποσχέθηκε το βράδυ των εκλογών του 2019 ο Πρόεδρος και δεν έγινε,παραμένει αίτημα όσων επιμένουν να στηρίζουν ΣΥΡΙΖΑ; Θα γίνει;

Η εσωκομματική πλευρά όσων επιθυμούν μια πιο «καθαρή» Αριστερά χωρίς σοσιαλδημοκρατικές«προσμίξεις», πρωτοστάτησε στο μη-άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία (όχι ότι δεν είναι μεγάλες οι ευθύνες και της άλλης πλευράς), εναντιώθηκε σε κάθε αυτοκριτική για τα κυβερνητικά πεπραγμένα (η περίπτωση της φοροασφαλιστικής επιβάρυνσης των μικρομεσαίων και του μαξιλαριού των 37 δις είναι οι πιο χαρακτηριστικές), προβάλει ένα αυτοαναφορικό πολιτικό λόγο που οδηγεί σε «αυτάρκειες» και ποσοστά τύπου ΚΚΕ, η δε γεωπολιτική δεν εμπίπτει στο πεδίο ενδιαφέροντός της για το κράτος.

Ωστόσο, ο «αριστερισμός» δεν ήταν η μόνη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ. Μεγαλύτερο στραβοπάτημα ήταν ο«συστημισμός», τραπεζικός και άλλος, που φύτρωσε επί διακυβέρνησης μαζί με μια κακώς εννοούμενη «θεσμικότητα», που σε πολλές περιπτώσεις συναντώνται με την «καθαρή» Αριστερά αν δεν εκφράζονται από τα ίδια ακριβώς πρόσωπα. Η προοδευτική πολιτική οικονομία, αναγκαία για την προβολή μιας εναλλακτικής προοπτικής για την κοινωνική πλειοψηφία, συνυπάρχει με «συμβούλους»-κήρυκες ευρωπαϊκών καταναγκασμών και δημοσιονομικής πειθαρχίας, από αυτούς που βρίσκεις δεκάδες σε υπηρεσιακές θέσεις του κράτους και στις τράπεζες, και όλοι μαζί υμνούν τον «εθνικό στόχο» της επενδυτικής βαθμίδας λες και θα λύσει τα θεμελιώδη προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.

Η πολιτική της Κομισιόν για τις ανισότητες (περιορισμός της ακραίας φτώχειας αλλά στο πλαίσιο της κοινωνίας των δύο τρίτων), την Πράσινη Μετάβαση και ατομικά δικαιώματα, τη διαφοροποιεί θετικά από το αμερικανικό μοντέλο, αλλά δεν ορίζει ούτε σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα, πόσο μάλλον την Αριστερά, και δη τη «ριζοσπαστική Αριστερά». Όσο κι αν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές μοιραία αυξάνουν τις ανισότητες, κανείς βιοπαλαιστής δεν θα αναγνωρίσει τον εαυτό του στη ρητορική της μείωσης των ανισοτήτων, ούτε αυτή η γενικολογία συνιστά «άλλο παραγωγικό μοντέλο».

Ο αναγκαίος συμβιβασμός του 2015 δεν καθιστούσε αναγκαία την υποχώρηση της κριτικής για την όλη αρνητική πορεία της ΕΕ, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, ούτε την υποχώρηση της κριτικής στη διαπλοκή, το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας, που μετά την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα θα επιδιώξει μεγαλύτερη εμπλοκή στα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ανασυγκρότηση της προοδευτικής παράταξης, η πολιτική έκφραση της κοινωνικής πλειοψηφίας των μισθωτών, των βιοπαλαιστών, της υγιούς επιχειρηματικότητας, μικρής και μεγάλης, της νεολαίας που δεν έχει μάλλον, των ανθρώπων που θέλουν να προκόψουν, η κυβερνητική εξουσία για πολιτικές που θα ξαναδώσουν κοινωνικό, πραγματικό περιεχόμενο στην φλυαρία περί ανάπτυξης και προοπτικές σε αυτή την πλειοψηφία, στη χώρα και στη δημοκρατία, παραμένει το μεγάλο ζητούμενο.Στο μεταξύ οι ίδιες παθογένειες σε οικονομία και κράτος που μας οδήγησαν στη βαθύτατη κρίση, θα εντείνονται μαζί με τη φτωχοποίηση και τη μετατροπή μας σε χώρα της ανατολικής Ευρώπης από τις κυβερνήσεις Μητσοτάκη, ενώ στα εθνικά ζητήματα οι αρνητικές εξελίξεις δεν θα είναι έκπληξη.

Υ.Γ.

Η νέα κυβέρνηση δεν είναι «μια καλή κυβέρνηση», ούτε «θα πάει πολύ καλά», ούτε περιμένουμε «μια καλή οικονομία και μια ανάπτυξη αφού αυτή ευαγγελίζονται». Δυστοπία…

Σχετικά Άρθρα