Η “κατάρα” των επετείων του 1821

 Η “κατάρα” των επετείων του 1821

Η «κατάρα» των δύο προηγούμενων, μεγάλων επετείων από την Επανάσταση του 1821, αυτής των 100 και η επόμενη των 150 χρόνων, φαίνεται ότι «χτυπάει» την πόρτα και της επετείου των 200 χρόνων καθώς εδώ και καιρό συγκεκριμένοι «κύκλοι» υπονομεύουν το όλο εγχείρημα ενώ η παραίτηση της ιστορικού Μαρίας Ευθυμίου από την Επιτροπή «Ελλάδα 2021» μοιάζει να είναι η κορυφή του παγόβουνου μιας κρίσης που σοβεί εντός αλλά κυρίως εκτός της Επιτροπής.

Του Αντρέα Παναγόπουλου

Πριν πάμε στα της «κατάρας» της επετείου, να θυμίσουμε ότι η «Επιτροπή 2021» συστάθηκε με το άρθρο 113 του πρώτου νομοσχεδίου που έφερε στη Βουλή η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, έναν μόλις μήνα μετά την εκλογή της, στις 7 Ιουλίου του 2019. Σκοπός τη Επιτροπής η οποία μάλιστα υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό, ήταν η προετοιμασία της χώρας ενόψει της συμπλήρωσης 200 ετών από την Παλιγγενεσία,  η δημιουργία της στρατηγικής ενεργειών και του πλάνου δράσεων που θα συντελεστούν για τον εορτασμό.

Η Επιτροπή θα πρέπει  επίσης, σύμφωνα με την τροπολογία, να υποβάλει προτάσεις «για την ανάδειξη των αξιών του ελληνικού έθνους, του πολιτισμού και της ιστορίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τη σύσταση του ελληνικού κράτους έως σήμερα.

Κι επειδή όλα τα παραπάνω δεν ήταν μάλλον αρκετά για να περιγράψουν το αντικείμενο της Επιτροπής αλλά κυρίως τις προθέσεις της κυβέρνησης, κατά την κατάθεση της τροπολογίας, ο κ. Γ. Γεραπετρίτης πρόσθεσε και κάτι ακόμη: «την ανάπτυξη εθνικού αφηγήματος της Ελλάδας με σκοπό τη δημιουργία ενιαίας εικόνας (branding)  και ταυτότητας της χώρας και των φορέων του ελληνικού κράτους».

Ανάλογος ήταν ο στόχος της «Κεντρικής Επιτροπής της Εκατονταετηρίδας της Ελληνικής Επαναστάσεως» η οποία συστάθηκε τον Απρίλιο του 1918 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο την οποία πλαισίωναν 11 ειδικές επιτροπές, στις οποίες συμμετείχε η ελίτ του ακαδημαϊκού, πολιτικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος προέδρευε στην υποεπιτροπή που είχε αναλάβει την ανέγερση του Ηρώου της Επανάστασης, ενώ ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Εμμανουήλ Ρέπουλης είχε αναλάβει την προεδρία της επιτροπής των πνευματικών αγωνισμάτων που θα συγγράφονταν για να τιμήσουν τη Επανάσταση. Κι όλα αυτά θα έπρεπε να καταλήξουν σε μία μεγάλη διπλή εορτή, στις 25 Μαρτίου 1921 για την εκπλήρωση των εθνικών οραμάτων για μία Ελλάδα «των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών».

Άλλες όμως ήταν οι βουλές της Ιστορίας. Ο Βενιζέλος γνωρίζει μία ήττα-έκπληξη στην εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και η Επιτροπή αποτελούμενη κυρίως από βενιζελικούς τερματίζει το έργο της και διαλύεται. Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και η ατυχής εκστρατεία στα βάθη της Ανατολίας ματαιώνουν και την ίδια την εορτή. Μαζί της διαψεύδεται και η ρητορική που ήθελε η εκστρατεία του Μαρτίου του 1921 στο εσωτερικό της Μικρασίας να είναι ο καλύτερος τρόπος για να τιμηθεί το 1821 καθώς και το ότι ο πόλεμος του 1921 ήταν η συνέχεια της Επανάστασης. Η επόμενη χρονιά από τη συμπλήρωση της Εκατονταετηρίδας σημαδεύεται από την Μικρασιατική Καταστροφή. Η «ανάπτυξη ενός εθνικού αφηγήματος της Ελλάδας με σκοπό τη δημιουργία ενιαίας εικόνας» ναυαγεί εν μέσω εθνικού διχασμού, πολεμικής και εθνικής ήττας.

Η επιτροπή εορτασμού των 100 χρόνων επανασυστήνεται  το 1928 ως «Κεντρική Επιτροπή προς εορτασμόν την Εκατονταετηρίδος της Ελληνικής Παλιγγενεσίας». Επικεφαλής τίθεται συμβολικά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης, ενώ η θεματική του εορτασμού μετατοπίζεται στην ελληνική ανεξαρτησία και όχι πλέον στην έναρξη της Επανάστασης. Ο μεγάλος εορτασμός  για τα 100 χρόνια από το 1821 ορίζεται να γίνει το Μάρτιο του… 1930!

Το τυπικό των εορτασμών στην Αθήνα περιλαμβάνει: κανονιοβολισμούς από τον Λυκαβηττό, στρατιωτικές παρελάσεις, θρησκευτικές πομπές,  μαζικές τελετές στο Παναθηναϊκό Στάδιο – οργανωμένες είτε από το Λύκειο Ελληνίδων είτε από την ίδια την βενιζελική κυβέρνηση –, ιστορικές αναπαραστάσεις, μακρές πομπές ιστορικού χαρακτήρα με τη συμμετοχή του Στρατού, σημαντικών θεσμών και διαφόρων σωματείων.  Αποκορύφωμα όλων η  τελετή που οργανώθηκε στο Στάδιο στις 21 Απριλίου και αφορούσε κυρίως τους «εθνικούς πολέμους» του 1912-1922. Στον εορτασμό αυτόν παρελαύνουν ανάπηροι από τους Βαλκανικούς Πολέμους, την Μικρασιατική Εκστρατεία και την εκστρατεία στην Ουκρανία, καθώς και στρατιωτικά τμήματα και φαντάροι με ενδυμασία της εποχής της Επανάστασης.

Το αφήγημα είχε πολύ λίγο να κάνει με την ίδια την Ελληνική Επανάσταση τόσο όσο με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους αλλά κυρίως με τα επιτεύγματα της τελευταίας 25ετίας κατά την οποία κυριάρχησε η προσωπικότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου. Με σημερινούς όρους θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει την επέτειο ως «φιέστα Βενιζέλου», κάτι που λίγο ως πολύ έλεγαν και οι αντιβενιζελικοί: «ο εορτασμός εκατόν ετών ελευθερίας δεν σημαίνει μόνον η ανάρτησις ολίγων κουρελιών εις την πλατείαν του Συντάγματος […], αλλά σημαίνει και επίδειξιν εργασίας και προόδου, ικανής να στηρίξη βασίμους ελπίδας διά το αύριον. Και την εργασίαν αυτήν, και την πρόοδον αυτήν, πρέπει να λεχθή, όσον και αν είναι λυπηρόν, ότι δεν ηδυνήθη να επιδείξη η Ελληνική Πολιτεία» (Ακρόπολις 28/4/1930).

Η επόμενη «στρογγυλή» επέτειος, αυτή των 150 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, «εορτάζεται» από τη Χούντα των συνταγματαρχών, το 1971. Μέσα στη γενικότερη «κατάρα» για τη Δημοκρατία, εδώ τα πράγματα είναι απλά. Ούτε επιτροπές ούτε τίποτα. Το υπουργείο Παιδείας αναλαμβάνει τη διοργάνωση με εγκυκλίους οι οποίες αφορούν… την διακόσμηση των σχολείων με εικόνες των ηρώων του Αγώνα, των δασκάλων του Γένους και των πολεμικών κατορθωμάτων τοποθετημένες «εις ειδικάς υαλοφράκτους κορνίζας. […] Εις ύψος 1,50-2,00 μ. εκάστου τοίχου αιθούσης ή διαδρόμου να αναρτηθώσι μετάλλιναι πλάκες, καλλιγεγραμμέναι με αποφθέγματα και ρήσεις των αγωνιστών του 1821» (αριθμ. εγκ. 2285/28-12-70) ή τις μεγαφωνικές εγκαταστάσεις των σχολείων οι οποίες πρέπει να μεταδίδουν εθνικά και δημοτικά τραγούδια όλη τη διάρκεια της χρονιάς πριν από την έναρξη των μαθημάτων, κατά τα διαλείμματα και μετά τη λήξη των μαθημάτων [«Δικτατορία (1967-1974) και Σχολείο: οι αποκαλύψεις ενός σχολικού αρχείου», Ζωή Κουτσουρά, 2008].

Σκοπός του εορτασμού των 150 χρόνων –τι άλλο;- «η δημιουργία ατμοσφαίρας εθνικής ανατάσεως μεταξύ του λαού της χώρας». Και κεντρικό «κλειδί» ο αριθμός «21»: Η  «εθνοσωτήριος επανάστασις» της 21ης Απριλίου 1967 ως «φυσική» συνέχεια της Επανάστασης του 1821. Πραγματικό re-branding δηλαδή!

Μπορεί κάποιος να αναζητήσει αναλογίες με το σήμερα και να βγάλει κάποια συμπεράσματα από τις προηγούμενες, «καταραμένες» επετείους; Αναμφίβολα ναι. Πριν όμως από αυτά θα πρέπει να γίνει κοινά αποδεκτό και με βάση τα όσα γράφτηκαν για τον Καποδίστρια και τον Καραϊσκάκη που ξεσήκωσαν θύελλα (εκ δεξιών) αντιδράσεων, ότι η Ιστορία «στο καλάθι δεν χωρεί και στο κοφίνι περισσεύει». Τόσο η απλοποιήσή της σε μία «τοιχογραφία» ηρώων, ηρωικών πράξεων και θυσιών, νικηφόρων μαχών,  θριάμβων επί του εχθρού και υπέρ του έθνους, όσο και η δημόσια αναφορά αποκομμένων περιστατικών, προσωπικών αδυναμιών και παρασκηνίων μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα και διαμάχες.

Να το πούμε κι αλλιώς: με διαφορετικό τρόπο εισάγεις ένα παιδί του δημοτικού στην Ιστορία και εντελώς διαφορετικός είναι ο τρόπος και οι παράμετροι που εξετάζονται από ιστορικούς και ερευνητές. Οποιος τους θέλει αντάμα πληρώνει ακριβά.

Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και επέτειοι δεν προσφέρονται ούτε για ενιαία αφηγήματα ούτε για ανάδειξη σημερινών επιτευγμάτων και επιτυχιών ούτε βέβαια για το branding για το οποίο έκανε λόγο η τροπολογία 113.  Ιδανικά γι’ αυτούς τους σκοπούς είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες (όπως και έγινε το 2004!), άλλες διεθνείς αθλητικές συναντήσεις, διεθνείς Εκθέσεις, διεθνή Συνέδρια. Κι αυτό γιατί ακριβώς η Ιστορία είναι ζόρικο πράγμα, με σκοτεινές και φωτεινές σελίδες, με γεγονότα διφορούμενα, με αίμα πολύ και πόνο μεγάλο. Που ούτε ουδέτερα μπορείς να τη δεις αλλά ούτε και μονόπατα. Ιδιαίτερα σε περιόδους που η Ιστορία «τρέχει», όπως «έτρεχε» στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και του 1930, όπως την έσκιαζε η μαυρίλα της δικτατορίας τη δεκαετία του 1970, όπως τώρα είναι σκοτεινή από την υπερδεκαετή κρίση και τα μνημόνια αλλά και τα μαύρα σύννεφα που φέρνει η πανδημία.

Η «κατάρα» των επετείων φαίνεται ότι αγγίζει και την «Επιτροπή 2021» που ήδη έχει πάει πίσω από την απροσδόκητη εμφάνιση της πανδημίας, όμως δεν είναι αργά. Υπάρχει ο χρόνος να ξεφύγει από την ιδρυτική της περιγραφή, αυτή του branding και να μπει στην ουσία.

Η επέτειος των 200 χρόνων είναι μία μεγάλη ευκαιρία να ξαναδιαβάσουμε την Ιστορία όχι ως «διηγώντας τα να κλαις» αλλά ως ένα πραγματικό Υμνο στην Ελευθερία υφασμένο όχι με τις κλωστές της σημαίας αλλά με τη ζωή και των θάνατο χιλιάδων απλών Ελλήνων, με νίκες και πισωγυρίσματα, με ηρωισμούς αλλά και προδοσίες, με θυσίες αλλά και δολοφονίες και κατατρεγμούς ακόμη και κάποιων πρωταγωνιστών της, με φως και με σκοτάδι, με τραγούδια αλλά και με ψέμματα, με λαμπρές σελίδες αλλά και μύθους και εξιδανικεύσεις.  Και όλα αυτά απαλλαγμένα από τη «μόδα» των τελευταίων δεκαετιών: τον χυδαίο αναθεωρητισμό. Ως άσκηση Δημοκρατίας και εθνικής και κοινωνικής αυτογνωσίας που κατανοεί ότι δεν είμαστε ο περιούσιος λαός όμως οι μάχες που δώσαμε το ’21 κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και το ’40-’44 κατά των κατακτητών και του φασισμού έδωσε δύναμη και έμπνευση σε ολόκληρο τον κόσμο.

Υπάρχει χώρος και τρόπος να συζητηθεί για το αν ο Καποδίστριας ήταν ή όχι δικτάτορας και εάν η μάνα του Καραϊσκάκη είχε έντονη σεξουαλική ζωή και ο γιος της ήταν αθηρόστομος αλλά και ότι σκοτώθηκε από ελληνικά πυρά. Υπάρχει ο χώρος και πρέπει να βρεθεί ο τρόπος να γίνει κοινό κτήμα ότι η Ελληνική Επανάσταση ηττήθηκε επειδή μπήκαμε σε ένα τρομερό εμφύλιο πόλεμο και ότι υπήρξε η τελική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων για να υπάρξει μια χωλή ανεξαρτησία και να μας επιβληθούν ξένοι βασιλιάδες. Υπάρχει χώρος να δούμε την επιστημονική διάσταση της Ιστορίας αλλά και τη διδακτική της πλευρά.

Τέλος υπάρχει ο χώρος –και εδώ θα έπρεπε να επικεντρωθούμε σε αυτή την επέτειο- για μία άγνωστη στους περισσότερους διάσταση της Επανάστασης του 1821: τη διεθνή της διάσταση, δίπλα στους πρώτους παγκόσμιους πολέμους, του Ναπολεόντιους Πολέμους αλλά και μέσα από τον φιλελληνισμό που συνυφάνθηκε με την Ιστορία πάρα πολλών χωρών και εντός και εκτός Ευρώπης, από τη Λατινική Αμερική ως τις Ινδίες.

Κάτι που πραγματικά θα μας γέμιζε με εθνική περηφάνια εάν το αφήσουμε να έλθει στο φως και που θα ξόρκιζε την «κατάρα» των επετείων. Ως ένας Υμνος στην Παγκόσμια Ελευθερία απέναντι στη διαρκή και επίμονη προσπάθεια ομογενοποίησης στην παγκοσμιοποιημένη, νεοφιλελεύθερη  σούπα…

Σχετικά Άρθρα