Φάκελος ενδοοικογενειακή βία: Πίσω από τις κλειστές πόρτες στο #ΜενουμεΣπιτι – “Να αντιληφθούμε ότι δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά”

 Φάκελος ενδοοικογενειακή βία: Πίσω από τις κλειστές πόρτες στο #ΜενουμεΣπιτι – “Να αντιληφθούμε ότι δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά”

Όταν, με το ξέσπασμα της πανδημίας, εφαρμόστηκαν σε όλες σχεδόν τις χώρες αυστηρά περιοριστικά μέτρα στην κυκλοφορία των πολιτών για να προστατευθούν από τον ιό SARS-COV-2, τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας βρέθηκαν παγιδευμένα στο σπίτι και απροστάτευτα απέναντι στο θύτη κακοποιό τους, που συχνά είναι μέλος της οικογένειας.

Tης Ρούλας Σκουρογιάννη

Σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρθηκε μεγάλη αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας (με τα ποσοστά να κυμαίνονται από 20% έως 30%) τις πρώτες εβδομάδες μετά την επιβολή της απαγόρευσης κυκλοφορίας. 

Από την Γιουχάν μέχρι τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι και την Αυστραλία, η μεν πανδημία προκάλεσε υγειονομικά προβλήματα, η δε επιβολή καραντίνας προκάλεσε οικονομικά, ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα που πυροδότησαν τη βία στα πλαίσια της οικογένειας, εκεί φυσικά όπου προϋπήρχαν ανάλογα ζητήματα. 

  • Το σημαντικό, όπως τονίζουν οι ειδικοί, είναι να αντιληφθούμε ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά, αλλά για ένα κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο λαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις και παρουσιάζει τρομερή έξαρση την περίοδο της πανδημίας.

Σύμφωνα με έρευνα του Guardian, που είχε δημοσιευτεί την άνοιξη του 2020, οι καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία αυξήθηκαν κατά 30% στην επαρχία Χουμπέι της Κίνας από όπου και ξεκίνησε η πανδημία, κατά 30% στην Ιταλία και την Κύπρο, κατά 20% στην Ισπανία και ιδιαίτερα στην Καταλονία.

Τις περισσότερες φορές, τα θύματα εγκλωβισμένα στο σπίτι δεν ήταν σε θέση να καλέσουν την αστυνομία, για πρακτικούς λόγους αλλά και από φόβο, υποστηρίζουν οι ειδικοί. Στην Ισπανία και τη Γαλλία, οι αρχές προέτρεπαν τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας να ζητούν βοήθεια απευθυνόμενα σε φαρμακεία και σουπερμάρκετ, στα λίγα δηλαδή καταστήματα που παρέμεναν ανοικτά και μπορούσαν να έχουν σχετικά εύκολη πρόσβαση τα θύματα. 

  • Το Μάρτιο του 2020, ο Αντόνιο Γκουτέρες, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, έκανε παγκόσμια έκκληση για ειρηνική συμβίωση στα σπίτια αλλά και για καταγγελία κάθε περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας. 

Αν περίπου 50 γυναίκες χάνουν τις ζωές τους λόγω ενδοοικογενειακής βίας κάθε εβδομάδα στην ΕΕ, ο αριθμός των θυμάτων αυξήθηκε αισθητά κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

  • Στην Ελλάδα, από τις αρχές του πρώτου lockdown, δημιουργήθηκε ένα δίκτυ προστασίας των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας με την πολύτιμη συνέργεια αρμόδιων φορέων, όπως της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας, της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων και του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, που έθεσαν στη διάθεση των θυμάτων, εκτός από την ηθική στήριξη και την κατανόηση, τη λειτουργία τηλεφωνικής γραμμής SOS 15900 που παρέμεινε σε επιφυλακή, 24 ώρες την ημέρα, Συμβουλευτικά Κέντρα, Ξενώνες Φιλοξενίας και δωρεάν εξέταση των θυμάτων από δημόσιες ιατροδικαστικές αρχές.

Τα περιοριστικά μέτρα συνεχίζονται για περισσότερους από 12 μήνες τώρα και το libre, συνομίλησε με τον πρόεδρο της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας (ΕΙΕ), κ. Γρηγόρη Λέων, σχετικά με το αν καταγράφονται με την ίδια ένταση τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, τώρα που συνεχίζονται τα περιοριστικά μέτρα αλλά σχετικά πιο χαλαρά και το τι συμβουλεύουν οι ιατροδικαστικές αρχές να κάνουν τα θύματα για να προστατευτούν από κακοποιητικές συμπεριφορές.

·         Το περιβάλλον εγκλεισμού που δημιουργούν τα περιοριστικά μέτρα, λόγω της πανδημίας, προκάλεσε αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, στο πρώτο τουλάχιστον lockdown. Σύμφωνα με τις καταγραφές σας, ανάλογα φαινόμενα συνεχίστηκαν αυξητικά και από το Νοέμβριο έως τώρα που τα περιοριστικά μέτρα (άλλοτε αυστηρότερα και άλλοτε χαλαρότερα) συνεχίζονται;   

«Στο πρώτο lockdown, αυτό που έγινε -και νομίζω ότι το διαχειρίστηκε σωστά η χώρα- είναι ότι δημιουργήσαμε μία ασπίδα προστασίας για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, με τη συνεργασία της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας, της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων και του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Δημιουργώντας αυτή την ασπίδα και κοινοποιώντας σε τέτοιο βαθμό, το θέμα υπήρξαν αρκετές καταγγελίες, οι οποίες δηλώθηκαν αλλά ήταν αποτέλεσμα, ίσως, της μεγαλύτερης αντίδρασης των θυμάτων να καταγγείλουν το γεγονός. Δηλαδή, δεν είχαμε τόσο μεγάλο κρυφό φαινόμενο ακριβώς λόγω του ότι ετοιμάσαμε –έστω και κάτω από έκτακτες συνθήκες – ένα λειτουργικό πλαίσιο στήριξης των ανθρώπων αυτών, των θυμάτων.

Τότε, λοιπόν, είχαμε σαφή αύξηση των καταγγελιών για σωματική κακοποίηση -δε μιλάμε αποκλειστικά για σεξουαλική κακοποίηση. Είχαμε μία εντυπωσιακή αύξηση των καταγγελιών αλλά αυτό οφείλεται στο ότι είχαμε την εμφάνιση ενός φαινομένου που κατά τη γνώμη μου προϋπήρχε και απλώς δεν εκδηλωνόταν».

·         Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν να δημιουργήσετε αυτή την «ασπίδα» στο πρώτο lockdown;

«Επειδή βλέπαμε ότι, όπου εφαρμόζονταν τα σκληρά μέτρα περιορισμού (αρχικά στην Κίνα και μετά σε ευρωπαϊκές χώρες, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία κλπ), ακολουθούσε μία τεράστια αύξηση κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Αυτό είναι ένα φυσικό επακόλουθο, καθώς ο εγκλεισμός δυσχεραίνει σχέσεις που είναι ήδη προβληματικές και δημιουργεί τέτοια αποτελέσματα.

Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι, στο πρώτο lockdown, η αύξηση ήταν μετρήσιμη, είχαμε πραγματικά εντυπωσιακή αύξηση καταγραφών.

Στο δεύτερο lockdown -εμπειρικά το καταθέτω- δεν παρατηρήθηκε ανάλογη αύξηση με το πρώτο, ίσως και επειδή από τη φύση των περιοριστικών μέτρων, υπήρχε σχετική κίνηση και κυκλοφορία του πληθυσμού.

Αυτό που φοβόμασταν στο πρώτο lockdown ήταν ότι το θύμα θα παρέμενε μαζί με το θύτη του, εφόσον μιλάμε για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, χωρίς να έχει καμία διέξοδο. Ήταν πολύ αυστηρή η απαγόρευση κυκλοφορίας. Δεν μπορούσαν τα θύματα να πάνε σε κάποιο οικείο ή φιλικό πρόσωπο να ζητήσουν βοήθεια.

Τώρα, από το Νοέμβριο και μετά, τα μέτρα δεν είναι τόσο περιοριστικά. Οπότε, χωρίς να έχω επίσημα στοιχεία, εκτιμώ ότι ιδιαίτερα κατά το lockdown που τώρα εφαρμόζεται, δε θα έχουμε τόσο μεγάλη αύξηση περιστατικών, όπως δείχνει η καθημερινή εμπειρία».    

·         Ποια είναι η συμβουλή σας προς τα θύματα για να ξεπεράσουν την κακοποιητική συμπεριφορά που υπέστησαν;

«Αυτό που εμείς ως ιατροδικαστές, συμβουλεύουμε τα θύματα κακοποιητικής συμπεριφοράς είναι ότι θα πρέπει να απευθυνθούν και τα ίδια προσωπικά αλλά και ως οικογένεια σε κάποιον ειδικό, δηλαδή σε έναν ψυχολόγο ή σε έναν ψυχίατρο. Όταν μιλάμε για ενδοοικογενειακή βία, και ειδικά στις περιπτώσεις που ένα ζευγάρι –και ειδικά το θύμα– έχει  αποφασίσει να δώσει μία δεύτερη ευκαιρία (κάτι που συμβαίνει αρκετά συχνά) για διάφορους λόγους (οικονομικούς, κοινωνικούς, ύπαρξη παιδιών κλπ), θα πρέπει να ζητηθεί υποστήριξη από ψυχολόγο ή ψυχίατρο (ανάλογα) προς το ζευγάρι αλλά και στα άτομα μεμονωμένα: ειδικά στο δράστη όσον αφορά τη συμπεριφορά του, αλλά και στο θύμα για την επούλωση των ψυχολογικών τραυμάτων, έτσι ώστε να επανέλθει κάποια ισορροπία στην οικογένεια.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε αυτό για το οποίο επιμένουμε εμείς λέμε ως ιατροδικαστές: το θύμα πρέπει άμεσα να καταγγέλλει το περιστατικό βίας.
Η ελληνική πραγματικότητα μας δίνει δύο σαφείς δρόμους: ο ένας δρόμος είναι να ακολουθήσουμε τη νομική οδό, δηλαδή να καταγγείλουμε άμεσα στην αστυνομία την πράξη, να κάνουμε τη μήνυση και να έχουμε μία δωρεάν ιατροδικαστική εξέταση από μία ιατροδικαστική υπηρεσία.

Ο δεύτερος δρόμος -τον οποίο ακολουθούν τα θύματα πολύ συχνά- είναι να δώσουμε μία δεύτερη ευκαιρία. Ακόμα, όμως, και σε αυτή την περίπτωση, είναι απαραίτητο τα θύματα να προσέλθουν σε ένα ιατροδικαστικό ιατρείο και να πιστοποιήσουν την κακοποίηση, να πιστοποιήσουν τις σωματικές βλάβες.

Είναι σημαντικό αυτό επειδή, μπορεί το θύμα να δίνει μία δεύτερη ευκαιρία, για τους λόγους που εκείνο γνωρίζει, όταν όμως, το μέλλον, δε θα θελήσει να δώσει μία ακόμα ευκαιρία, θα πρέπει να έχει μία ιατροδικαστική έκθεση που θα πιστοποιεί τι έχει περάσει στο παρελθόν. Η εξέταση στον ιατροδικαστή, κάθε φορά, είναι σημαντική για να μπορεί να αποδειχτεί ότι υπάρχει ένα φαινόμενο που εξελίσσεται μέσα στην οικογένεια, ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο επαναλαμβάνεται και το οποίο προφανώς θα ληφθεί και νομικά υπόψη εντελώς διαφορετικά από ό,τι εάν συνέβη μία φορά. Και η μία φορά κακοποιητικής συμπεριφοράς είναι κατακριτέα, αλλά πολύ περισσότερο εάν πρόκειται για ένα γεγονός που επαναλαμβάνεται.

Σύμφωνα με μελέτες, οι επαναλαμβανόμενες κακοποιητικές πράξεις, του δράστη εναντίον του θύματος, συνήθως του άντρα εναντίον της γυναίκας, δηλώνουν ότι όσο συχνότερες είναι αυτές τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να υπάρξουν βίαιες πράξεις και κακοποιητικά περιστατικά και εναντίον των παιδιών, εάν υπάρχουν παιδιά στην οικογένεια».

Σχετικά Άρθρα