Τι σημαίνει η επαναφορά των ΣΣΕ-Πρώτες αντιδράσεις και εκτιμήσεις-Σημεία που χρειάζονται διευκρίνιση

Η συμφωνία για την επαναφορά της Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, βάζει στο προσκήνιο των εξελίξεων την ικανότητα συνδικαλιστικών οργανώσεων και εργοδοτών, να συνάψουν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που θα καλύπτουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους. Πρακτικά, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δεν θα δουν άμεσα κάποια αλλαγή στους μισθούς τους. Ούτε θα επανέλθουν επιδόματα που κόπηκαν κατά τα μνημονιακά χρόνια ούτε θα υπογραφούν αυτόματα ΣΣΕ που θα προβλέπουν εξαιρετικά υψηλά ποσοστά αυξήσεων στους μισθούς.
Ωστόσο θα γίνουν πιο εύκολες και πιο ουσιαστικές οι διαπραγματεύσεις, προκειμένου να δείξει ο καθένας –εργοδότες, εργαζόμενοι αλλά και κυβέρνηση– εάν είναι ουσιαστική η διάθεση να συμβάλουν θεσμικά και ουσιαστικά στην προσπάθεια αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας για τις επιχειρήσεις.
- Σήμερα το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συμβάσεις κυμαίνεται μεταξύ του 20% έως 28%. Κατά το 2024 υπογράφηκαν μόλις 18 κλαδικές συμβάσεις ενώ συνολικά βρίσκονταν σε ισχύ 47 που κάλυπταν 711.500 εργαζομένους. Ωστόσο μόνο επτά από αυτές έχουν κηρυχθεί υποχρεωτικά εκτελεστές δηλαδή εφαρμόζονται στο σύνολο των εργαζομένων του κλάδου. Ως εκ τούτου το πραγματικό ποσοστό κάλυψης είναι ακόμη χαμηλότερο και υπολογίζεται στο 20% περίπου.
Αναλυτικά, οι αλλαγές θα ανακοινωθούν εντός του Δεκεμβρίου στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης που έχει δεσμευθεί να παρουσιάσει η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως (βάσει της κοινοτικής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς) προκειμένου στις αρχές του 2026 να συμπεριληφθούν και σε νομοσχέδιο, αφορούν τους εξής άξονες:
Αξονας 1ος. Αλλαγές στην επέκταση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, ώστε πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι να καλύπτονται από αυτές. Σήμερα, εκτιμάται ότι μόλις ένας στους πέντε εργαζομένους, ήτοι περίπου 20%, καλύπτεται από κάποια ΣΣΕ και στόχος είναι το ποσοστό αυτό να αυξηθεί στο 80%. Οπως άλλωστε έχει διαπιστωθεί, όσοι εργαζόμενοι καλύπτονται από ΣΣΕ αμείβονται σημαντικά υψηλότερα από όσους δεν καλύπτονται, που είναι και η συντριπτική πλειονότητα. Στην κατεύθυνση αυτή:
α) Μειώνεται στο 40% η πρόβλεψη ότι μια ΣΣΕ μπορεί να επεκταθεί μόνο εφόσον δεσμεύει εργοδότες που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος.
β) Δημιουργείται νέα δυνατότητα για την επέκταση Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, καθώς το ποσοτικό κριτήριο του 40% δεν θα εξετάζεται καθόλου όταν τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας συνυπογράφουν εθνικοί κοινωνικοί εταίροι, δηλαδή η ΓΣΕΕ και κάποιος από τους υπόλοιπους θεσμικούς συνομιλητές, δηλαδή ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ ή ΣΒΒΕ. Ετσι, θα «ξεμπλοκάρουν» συζητήσεις μεταξύ των εκπροσώπων ενός κλάδου και της αντίστοιχης π.χ. ομοσπονδίας εργαζομένων, με την παρέμβαση των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ηδη υπάρχουν 15 κλαδικές ΣΣΕ που έχουν κατατεθεί στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ) με αίτημα για επέκταση στο σύνολο των εργαζομένων στους κλάδους που αφορούν, όμως οι εργοδοτικές οργανώσεις δεν εκπροσωπούν το 50% των εργαζομένων, με αποτέλεσμα να παραμένουν στο συρτάρι του υπουργείου Εργασίας. Από τις αρχές Ιανουαρίου (μετά την ψήφιση του νόμου) εφόσον επανακατατεθούν οι συγκεκριμένες ΣΣΕ, υπογεγραμμένες από τη ΓΣΕΕ και κάποιον εκπρόσωπο των εργοδοτών, θα επεκταθούν χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το 40%.
γ) Δίνεται η δυνατότητα στη ΓΣΕΕ να μπορεί να συνάπτει ή να συνυπογράφει κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας επικουρικά, εφόσον προσκληθεί από μέλος της να το κάνει. Για την πρόβλεψη αυτή υπήρξαν αντιδράσεις κυρίως από σωματεία εργαζομένων στα οποία έχουν την πλειοψηφία παρατάξεις με μικρή δύναμη στους κόλπους της ΓΣΕΕ.
δ) Προβλέπεται απλοποίηση των διαδικασιών για εγγραφή στα μητρώα οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών (ΓΕΜΗΣΟΕ και ΓΕΜΗΟΕ αντιστοίχως) ώστε να ενισχυθεί η εγγραφή σε αυτά και κατά συνέπεια η δυνατότητα επέκτασης συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Σήμερα, λόγω τεχνικών και γραφειοκρατικών προβλημάτων, πολλές συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν μείνει εκτός μητρώου, ενώ δεν είναι σπάνιες και οι περιπτώσεις που τεχνηέντως εργοδοτικές οργανώσεις μένουν εκτός μητρώου, προκειμένου να μη δεσμεύονται από την όποια συμφωνία.
Αξονας 2ος. Παρέχεται πλήρης προστασία των εργαζομένων μετά τη λήξη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και μέχρι την υπογραφή νέας συλλογικής ή ατομικής σύμβασης. Στην πράξη, όλοι οι όροι μιας ΣΣΕ εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τη λήξη της. Αρχικά δίνεται παράταση τριών μηνών στη διάρκειά της και στη συνέχεια εξακολουθούν να ισχύουν όλοι οι όροι της ΣΣΕ, μέχρι τη σύναψη νέας συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας. Καταργείται δηλαδή η μνημονιακή ρύθμιση για τη μερική μετενέργεια που ισχύει από το 2012 και επαναφέρεται το προμνημονιακό καθεστώς της πλήρους μετενέργειας. Επίσης, καλύπτονται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και όσοι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται κατά την τρίμηνη παράτασή της.
Αξονας 3ος. Θεσπίζονται ταχύτερες διαδικασίες για την επίλυση διαφορών μέσω του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Συγκεκριμένα, προβλέπεται ένας μηχανισμός προελέγχου των προϋποθέσεων που ήδη ισχύουν για τη μονομερή προσφυγή στη μεσολάβηση και στη διαιτησία από τριμελή επιτροπή που θα συσταθεί στον Οργανισμό. Επίσης, καταργείται ο δεύτερος βαθμός διαιτησίας του ΟΜΕΔ για τη γρηγορότερη επίλυση διαφορών, ενώ διατηρείται η δυνατότητα δικαστικής προσβολής της διαιτητικής απόφασης.
- Πάντως, ακόμα και με την εν λόγω συμφωνία με τους κοινωνικούς εταίρους (η οποία έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση, επτά χρόνια μετά την έξοδο από τα μνημόνια), η κυβέρνηση διατηρεί το καθεστώς κατάργησης των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Ειδικότερα, οι εργοδότες μπορούν να αρνηθούν να υπογράψουν ΣΣΕ, χωρίς να μπορέσουν να τους πιέσουν οι εργαζόμενοι, καθώς δεν δικαιούνται να προσφύγουν μονομερώς σε διαιτησία. Επίσης, διατηρούνται οι εξαιρέσεις για επιχειρήσεις που δεν επιθυμούν κλαδικές συμβάσεις. Παράλληλα, δεν ειπώθηκε τίποτα το θετικό για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Στα θετικά της συμφωνίας είναι η επεκτασιμότητα των ΣΣΕ, εάν η σύμβαση γίνει μέσω της Συνομοσπονδίας.
Σύμφωνα με τους νομικούς δημιουργούνται ερωτήματα όπως:
– το θέμα της πλήρης μετενέργειας όλων των κανονιστικών όρων της ΣΣΕ μετά τη λήξη της τρίμηνης παράτασης δημιουργεί πρόβλημα καθώς όπως εξηγούν μπορεί να επιφέρει μειωμένους μισθούς στην περίπτωση υπογραφής ατομικών συμβάσεων. Έτσι εαν λήξει μία συλλογική σύμβαση και ο εργοδότης ζητήσει απο τον εργαζόμενο να υπογράψει ατομική σύμβαση θα αναγκαστεί να υπογράψει ατομική σύμβαση. Στο πλαίσιο αυτό δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί εάν θα έχει αναδρομική ισχύ και από πότε ισχύει.
– ο μηχανισμός ελέγχου του παραδεκτού των μονομερών αιτήσεων προσφυγής στον ΟΜΕΔ, με τη σύσταση και λειτουργία Επιτροπής στον ΟΜΕΔ, ο οποίος θα προχωρά σε προέλεγχο ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Η Επιτροπή απαρτίζεται από έναν καθηγητή Νομικής Σχολής Εργατικού Δικαίου και έναν Δικαστή ανώτατου Δικαστηρίου, οι οποίοι θα επιλέγονται με θητεία από το Δ.Σ. του ΟΜΕΔ. Πρόκειται για μία επιτροπή χωρίς εμπειρία η οποία θα κληθεί ακόμη και να μεσολαβεί.
– Τι ισχύει για τις συμβάσεις που είναι σε ισχύ κατά την διάρκεια εφαρμογής της Κοινωνικής Συμφωνίας;
Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος αναφέρει ότι οι παρεμβάσεις έχουν μία σημειολογική σημασία, κυρίως ως προς το γεγονός ότι καταργούνται μνημονιακές διατάξεις, αλλά και που πρακτικά αφορούν άμεσα την τσέπη των εργαζομένων, αλλά και τη δυνατότητα ενός κακού διευθυντικού δικαιώματος, μείωσης μισθών, που θα μπορούσε ο εργοδότης να ασκήσει την περίοδο που έληγε μια συλλογική σύμβαση εργασίας. Σύμφωνα με τις ισχύουσες μνημονιακές διατάξεις, η συλλογική σύμβαση εργασίας ή η διαιτητική απόφαση που λήγει, ισχύει για τρεις μήνες από τη λήξη της και μετά ο εργοδότης μπορεί να προβεί σε μια οριζόντια μείωση των μισθών, που αγγίζει ποσοστό 35-40%.
Επίσης αναφέρει ότι επανέρχεται, αν ψηφιστεί ο σχετικός νόμος που θα ρυθμίζει το ζήτημα αυτό, η ομαλή και καθολική μετενέργεια της συλλογικής σύμβασης εργασίας, που σημαίνει στην πράξη ότι, όταν λήγει μια συλλογική σύμβαση εργασίας ή μια διαιτητική απόφαση, δεν θα υπάρχει ανατροπή στα μισθοδοτικά καθεστώτα των εργαζομένων.
Επιπλέον, ιστορικής σημασίας αποτελεί η επαναφορά στη ΓΣΕΕ, μιας αρμοδιότητας σε εθνικό επίπεδο, που την είχαμε γνωρίσει στα χρόνια πλήρους ισχύος της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ως προς όλα τα ζητήματα και όχι μόνο ως προς τα θεσμικά, όπως ισχύει σήμερα. Δηλαδή, του ρόλου της ΓΣΕΕ, να μπορεί να υπογράφει ύστερα από αίτηση μέλους της, κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας εθνικού επιπέδου, η οποία θα ισχύει για το σύνολο των εργαζομένων, ακόμα για εκείνους που δεν είναι συνδικαλιστικά ενταγμένοι, αρκεί να υπογράφει από την εργοδοτική πλευρά, μια τριτοβάθμια αντίστοιχη εργοδοτική οργάνωση. Μια τέτοια κλαδική, εθνικού βεληνεκούς, συλλογική σύμβαση εργασίας, θα ισχύει για όλους τους εργαζόμενους και για όλες τις επιχειρήσεις, χωρίς να ελέγχεται το ποσοστό της αντιπροσωπευτικότητας για την κήρυξή της ως υποχρεωτικής. Το ζήτημα δε αυτό, δηλαδή της προϋπόθεσης να κηρύσσεται μια συλλογική σύμβαση υποχρεωτική, σήμερα αγγίζει ένα ποσοστό 51% των εργαζομένων που δουλεύουν στις επιχειρήσεις, που συμμετέχουν στην εργοδοτική οργάνωση. Ένα ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό για μια εργοδοτική οργάνωση – να καλύπτει δηλαδή το 51% των εργαζομένων του κλάδου. Το ποσοστό αυτό αλλάζει με τη συμφωνία πλαίσιο, από 51% σε 40%. Η μείωση αυτή δεν είναι σημαντική. Ωστόσο είναι σημειολογική, ώστε να μην υπάρχει αποδυνάμωση των εργοδοτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και να παραμένουν ισχυρές, αποφεύγοντας τη διαρροή των μελών τους, γεγονός που είχε παρατηρηθεί ειδικά την περίοδο των μνημονίων.
Ταυτόχρονα ελαχιστοποιείται η γραφειοκρατική διαδικασία, ενώπιον του ΟΜΕΔ. Εδώ δεν έχουμε συγκεκριμένες εξαγγελίες, παρά μόνο, ότι θα υπάρξει η σύσταση μιας επιστημονικής επιτροπής κύρους, η οποία θα προβαίνει σε προέλεγχο των αιτήσεων ως προς τις προϋποθέσεις για προσφυγή στη Μεσολάβηση και μονομερώς στη Διαιτησία. Ο προέλεγχος θα είναι τυπικός, αλλά και ουσιαστικός. Θα προ-ελέγχεται δηλαδή για τη Μεσολάβηση, αν έχουν αποτύχει οι διαπραγματεύσεις και για τη μονομερή προσφυγή στη Διαιτησία, αν η σχετική συλλογική διαφορά συνδέεται με την εθνική οικονομία, το δημόσιο συμφέρον ή όταν οι επιχειρήσεις είναι ΔΕΚΟ, έλεγχος που μέχρι σήμερα ανήκε στους διαιτητές