Σωτηρέλης στο libre: Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει εξελίξεις με διακύβευμα την ίδια τη Δημοκρατία

Σωτηρέλης στο libre: Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει εξελίξεις με διακύβευμα την ίδια τη Δημοκρατία

Πενήντα χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργος Σωτηρέλης περιγράφει ένα θεσμικό τοπίο που –κατά την εκτίμησή του– βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Από τις υποκλοπές και τη διαχείριση του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών έως τις δικαστικές αποφάσεις για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και την υπόθεση των «Σπαρτιατών», ο έγκριτος πανεπιστημιακός μιλά για μια συνολική υποβάθμιση του κράτους δικαίου και για μια Δικαιοσύνη που, όπως επισημαίνει, συχνά λειτουργεί υπό πολιτικές σκοπιμότητες.

Παράλληλα, αναλύει τις πολιτικές ανακατατάξεις που διαμορφώνονται, μιλά για τα νέα κόμματα που ετοιμάζονται να εμφανιστούν και τον ρόλο που μπορεί να παίξει η επόμενη μέρα σε έναν κομματικό χάρτη ρευστό και κατακερματισμένο.

Δεν περιορίζεται όμως μόνο στη θεσμική αποτίμηση: Μιλά ανοιχτά και για τις πολιτικές διεργασίες, τις προοπτικές συνεργασιών, αλλά και τα αδιέξοδα που –όπως υποστηρίζει– διαμορφώνονται τόσο στα κόμματα της Δεξιάς όσο και στον προοδευτικό χώρο.

Συνέντευξη

Κύριε καθηγητά, το τελευταίο διάστημα γίνεται λόγος για τον σεβασμό στους θεσμούς. Θα ήθελα να σας θυμίσω ότι το 2009 η Βουλή έκλεισε, περίπου 5 μήνες πριν τις εκλογές χωρίς να υπάρξει τεκμηριωμένη δικαιολογία, το 2015 διεξήχθη ένα δημοψήφισμα που διοργανώθηκε σε μία μόλις εβδομάδα και στα τέλη του περασμένου Ιουλίου, μια κρίσιμη ψηφοφορία στη Βουλή διεξήχθη με επιστολικές ψήφους ενώ οι βουλευτές ήταν σχεδόν στο σύνολο τους παρόντες στην Ολομέλεια λίγες ώρες πριν επιλεγεί αυτή η διαδικασία. Θα ήθελα επίσης να σας θυμίσω όσα ειπώθηκαν από εκπροσώπους της Δικαιοσύνης και της κυβέρνησης πριν γίνει δεκτό το αίτημα του Πάνου Ρούτσι για την εκταφή του παιδιού του. Τι σημαίνει τελικά σεβασμός στους θεσμούς και τι γίνεται όταν οι «εγγυητές» τους, δεν τους σέβονται;

sotirelis 1

Αυτά που αναφέρετε θα μπορούσαν να συμπληρωθούν και με πολλά άλλα, εξ ίσου σημαντικά αν όχι σημαντικότερα. Ενδεικτικά αναφέρω, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ την απαράδεκτη θεσμική αντιμετώπιση της υπόθεσης Novartis και των ραδιοτηλεοπτικών αδειών και από το 2019, με το σημερινό και διαβόητο πλέον «επιτελικό κράτος», το πρωτοφανές σκάνδαλο των υποκλοπών, την εκτός συνταγματικών ορίων ραδιοτηλεοπτική προπαγάνδα, την ασύστολη διαπλοκή, τα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα, την αντίθετη με το Σύνταγμα επιβολή ιδιωτικών (μη) Πανεπιστημίων και την αδιανόητη θεσμική διαχείριση των δυσωδών υποθέσεων των Τεμπών και του ΟΠΕΚΕΠΕ.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό και με την ασφυκτική χειραγώγηση της Δικαιοσύνης μετά το 2010, ιδίως δε τα τελευταία χρόνια, συνθέτουν ένα τοπίο δραματικής υποβάθμισης της Δημοκρατίας μας, 50 χρόνια μετά την αποκατάστασή της.

Η πρότασή μας (Επιτροπή αλήθειας για τα Τέμπη) υπήρξε μία χαμένη ευκαιρία καθώς ούτε τα κόμματα ούτε οι συγγενείς των θυμάτων κατανόησαν την σημασία της

Έχω επισημάνει σε κάθε ευκαιρία, με οδύνη, ότι ως προς την λειτουργία των θεσμών η χώρα μας απομακρύνεται σιγά σιγά από το πρότυπο των προηγμένων Δημοκρατιών της Ευρώπης, στο οποίο αναμφισβήτητα ανήκε, και προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο το πρότυπο των πολλαπλά προβληματικών χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία του, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Και δυστυχώς δεν βλέπω πουθενά ενδείξεις που να πείθουν ότι αυτή η καθοδική πορεία του τόπου θα αντιστραφεί ή έστω θα ανακοπεί…

Η τραγωδία των Τεμπών και ο τρόπος διαχείρισης της από τις αρμόδιες αρχές πως μπορεί να κριθεί σχεδόν τρία χρόνια μετά; Την αλήθεια για όσα συνέβησαν θα την μάθουμε; Σας ρωτώ γιατί εσείς μαζί με άλλους τρεις πανεπιστημιακούς καθηγητές είχατε κάνει δημοσίως μια πρόταση για τη σύσταση μιας ολιγομελούς ad hoc Ανεξάρτητης Επιτροπής Αλήθειας που θα έχει ως αντικείμενο τη διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών.

Χαίρομαι για την ερώτησή σας διότι μου δίνετε την ευκαιρία να επισημάνω ότι η πρότασή μας για μία Επιτροπή Αλήθειας, που θα αποτελούνταν από πρόσωπα κύρους, εκλεγόμενα από την Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία, θα μπορούσε να δώσει διέξοδο για μία ουσιαστική και σε βάθος διερεύνηση του θέματος.

Μία τέτοια Επιτροπή δεν θα άφηνε περιθώρια ούτε για τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις που επακολούθησαν –με εμπλοκή δυστυχώς και της Δικαιοσύνης– αλλά ούτε και για πολιτική εκμετάλλευση του θέματος από οποιαδήποτε πλευρά.

Τέτοιες Επιτροπές συγκροτήθηκαν, άλλωστε, και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με πολύ θετικά αποτελέσματα αλλά και χωρίς αμφισβητήσεις και αντεγκλήσεις. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι η πρότασή μας υπήρξε μία χαμένη ευκαιρία καθώς ούτε τα κόμματα ούτε οι συγγενείς των θυμάτων κατανόησαν την σημασία της.

Έχετε ασκήσει δριμεία κριτική στις δικαστικές αποφάσεις για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια και για τους Σπαρτιάτες. Είναι πράγματι τόσο προβληματικές σε σχέση με το Σύνταγμα αλλά και γενικότερα σε σχέση με τον ρόλο της δικαιοσύνης και την προστασία του κράτους δικαίου στην χώρα μας;

Δυστυχώς, αυτές οι δύο αποφάσεις, του Συμβουλίου Επικρατείας η πρώτη και του Εκλογοδικείου η δεύτερη, αποτέλεσαν κόλαφο για το κύρος της Δικαιοσύνης, το οποίο ήδη είχε τρωθεί βάναυσα από αποφάσεις της Πολιτικής Δικαιοσύνης, και ιδίως της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, που επανειλημμένα λειτούργησε σαν προέκταση της εκτελεστικής εξουσίας. Η προβληματικότητα πάντως είναι διαφορετική για κάθε περίπτωση.

Στην υπόθεση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων έχουμε μία κλασική περίπτωση διαπλοκής πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, με στόχο να κερδοσκοπήσουν προνομιακά κάποιοι επιχειρηματίες που στηρίζουν –με το αζημίωτο…– την σημερινή κυβέρνηση. Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε να παρακαμφθεί το Σύνταγμα, και μάλιστα με τρόπο ώστε να μην υπάρξει καμία θεσμική εγγύηση για την ακαδημαϊκή αξιοπιστία των ιδιωτικών κατ’ επίφασιν Πανεπιστημίων, που στην πραγματικότητα προορίζονταν για μεταλλαγμένα ΙΕΚ. Για τον λόγο αυτόν δεν επιλέχθηκε η οδός της συνταγματικής αναθεώρησης, παρότι συμπληρωνόταν η απαιτούμενη πενταετία από την προηγούμενη, αλλά η οδός της ψήφισης ενός νόμου ο οποίος ήταν σε καταφανή αντίθεση με το Σύνταγμα. Προς την κατεύθυνση αυτήν, όμως, ήταν απαραίτητη μία «συμμαχία προθύμων» για την καταστρατήγηση του Συντάγματος, δηλαδή πανεπιστημιακών (μέσω γνωμοδοτήσεων) και δικαστών, η οποία θα βάφτιζε το κρέας ψάρι, ξεκινώντας από το σόφισμα του Ευάγγελου Βενιζέλου περί «επαυξημένου Συντάγματος» –πρόκειται για την νέα εκδοχή του Συντάγματος λάστιχο…– και φθάνοντας στην διάτρητη απόφαση (της πλειοψηφίας) του Συμβουλίου Επικρατείας. Η πλήρης δε επιβεβαίωση περί του ότι η απόφαση αυτή κινήθηκε στην λογική του όπερ έδει δείξαι είναι το ότι η πλειοψηφία του ΣτΕ ναι μεν αποφάνθηκε, με δοκησίσοφες κρίσεις, ότι την λύση αυτήν την επιβάλλει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  πλην όμως δεν τόλμησε να απευθύνει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρότι το ζήτησαν μετ’ επιτάσεως όχι μόνο όσοι τάχθηκαν κατά της συνταγματικότητας του νόμου από τον χώρο του Συνταγματικού και του Ευρωπαϊκού Δικαίου (που είναι και η μεγάλη πλειονότητα…) αλλά και πολλοί πρώην δικαστές, καθώς και η διόλου ευκαταφρόνητη μειοψηφία του ΣτΕ. Προφανώς ο πρόεδρος και η πλειοψηφία του ΣτΕ  (όπως και οι γνωμοδοτήσαντες που δεν έκαναν επίσης την παραμικρή νύξη για προδικαστικό ερώτημα…), παρότι εμφανίζονται σίγουροι ως προς την επιλογή τους, δεν θέλησαν επ’ουδενί να διακινδυνεύσουν μία αρνητική απάντηση, διότι κατά βάθος γνώριζαν ότι θα ήταν η πλέον πιθανή…

Το τι επιδιώκουν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί (Τσίπρας, Σαμαράς) είναι προφανές: να επανακάμψουν στην πολιτική σκηνή, με άξονα τις δικές τους απόψεις, ως προς μία «καθαρή» και «πατριωτική» Δεξιά ο πρώτος και ως προς μία ευρύχωρη και ευέλικτη Κεντροαριστερά (πλέον…) ο δεύτερος

Στην υπόθεση των «Σπαρτιατών» τα πράγματα δεν είναι τόσο προφανή, παρότι και εκεί υπήρξαν κυβερνητικές μεθοδεύσεις για την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών  σκοπιμοτήτων, ξεκινώντας από την ίδια την ψήφιση της επίμαχης διάταξης για την «πραγματική ηγεσία» και φθάνοντας μέχρι την ποικιλότροπη πολιτική αξιοποίηση της απόφασης του Εκλογοδικείου από την κυβερνητική πλειοψηφία. Ωστόσο, πέρα από τον σχεδόν αυτονόητο πλέον συνυπολογισμό των κυβερνητικών «επιθυμιών» από τα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας –που τορπιλίζει την διάκριση των εξουσιών και υπονομεύει το Κράτος Δικαίου– στην περίπτωση των «Σπαρτιατών» φαίνεται ότι υπήρξε και  ένας ιδιότυπος δικαστικός «ετσιθελισμός», προκειμένου να ικανοποιηθούν και άλλες προερμηνευτικές επιλογές (όπως η επίδειξη δημοκρατικής ευαισθησίας, η ικανοποίηση της κοινής γνώμης και η αποφυγή σοβαρών αναταράξεων ή/και αναδιατάξεων ως προς τους πολιτικούς συσχετισμούς). Αυτό οδήγησε σε αλλεπάλληλες ερμηνευτικές ακροβασίες, με αποκορύφωμα την απόφαση να μείνει η Βουλή με 297 έδρες (η οποία πάντως ελήφθη με υπέρβαση της αρμοδιότητάς του Εκλογοδικείου ως προς την μη εφαρμογή του εκλογικού νόμου εξ ού και το ζήτημα είναι ακόμη ανοιχτό, κατά την άποψή μου, ως προς την διεξαγωγή αναπληρωματικών εκλογών). Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι το Εκλογοδικείο προσπάθησε να πατήσει ταυτόχρονα σε πολλές βάρκες, με αποτέλεσμα όμως, αντί της ερμηνευτικής εξισορρόπησης, να καταλήξει στο νερό, δηλαδή σε απόφαση που είναι λάθος σχεδόν σε όλα της τα σημεία, επιτείνοντας ακόμη περισσότερο την κρίση αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης…

Κύριε Σωτηρέλη, ζούμε μια περίοδο που κυοφορούνται νέα κόμματα. Υπάρχει το ερώτημα εάν ο κ. Σαμαράς θα κάνει κόμμα, ενώ είναι θέμα χρόνου να δούμε και το λεγόμενο «κόμμα Τσίπρα». Κατά γνώμη σας τι επιδιώκουν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, προφανώς ο καθένας ξεχωριστά; Και αν προχωρήσουν, υπάρχουν περιθώρια «ανατροπής» του σημερινού συστήματος των κομμάτων; Δηλαδή στις επόμενες εκλογές μπορεί πρώτο ή δεύτερο κόμμα να είναι άλλα από αυτά που βλέπουμε σήμερα στις δημοσκοπήσεις;

Θα σας απαντήσω, παρότι γενικά αποφεύγω να αναμιγνύω στην ίδια συνέντευξη επιστημονικά με πολιτικά ζητήματα. Το τι επιδιώκουν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί είναι προφανές: να επανακάμψουν στην πολιτική σκηνή, με άξονα τις δικές τους απόψεις, ως προς μία «καθαρή» και «πατριωτική» Δεξιά ο πρώτος και ως προς μία ευρύχωρη και ευέλικτη Κεντροαριστερά (πλέον…) ο δεύτερος. Το αν θα το επιτύχουν είναι ένα άλλο ζήτημα, καθώς η έκβαση του εγχειρήματός τους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.

Πέρα από το ότι έχουν ισχυρές αντιπάθειες σε ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, το πολιτικό τοπίο είναι ρευστό και αβέβαιο, ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων έντονος και η απογοήτευση του εκλογικού σώματος περισσότερο από εμφανής.

… κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι μπορεί να υπάρξουν εξελίξεις στις οποίες το διακύβευμα θα είναι η ίδια η Δημοκρατία, οπότε οι κομματικές αντιπαραθέσεις θα πρέπει να αμβλυνθούν ή έστω να ανασταλούν

Με αυτά τα δεδομένα και με ανοιχτό το ενδεχόμενο να έχουμε και κόμμα που να έχει ως αφετηρία την υπόθεση των Τεμπών, η δική μου εκτίμηση είναι ότι ένα «κόμμα Τσίπρα» θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει ακόμη και αξιωματική αντιπολίτευση –ιδίως λόγω της πανθομολογούμενης αδυναμίας του σημερινού προέδρου του ΠΑΣΟΚ να πείσει για τα ηγετικά του προσόντα– ενώ ένα «κόμμα Σαμαρά» θα μπορούσε να στερήσει από την Νέα Δημοκρατία όχι μόνον την αυτοδυναμία αλλά ακόμη και την πριμοδότηση (μπόνους), καθώς σε πρόθεση ψήφου σταθερά πλέον δεν ξεπερνά το 25% (παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών δημοσκόπων να την εμφανίσουν –μέσω της αναξιόπιστης «εκτίμησης ψήφου»– με μεγαλύτερα ποσοστά…).

Ως εκ τούτου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι μετά τις επόμενες εκλογές θα υπάρχει μία νέα πολιτική πραγματικότητα και κατ’επέκτασιν ότι το ζήτημα της κυβέρνησης θα τεθεί σε διαφορετικές βάσεις, με επίκεντρο όχι πλέον την αυτοδυναμία αλλά την συνεργασία πολιτικών δυνάμεων. Είναι δε πολιτικά και συνταγματικά απαράδεκτο το ότι από την εκλογική πριμοδότηση (μπόνους) εξαιρούνται οι συνασπισμοί κομμάτων, οι οποίοι είναι οι μόνοι που μπορούν να δώσουν λύση στην διακυβέρνηση του τόπου, μέσω προγραμματικών συμφωνιών εκ των προτέρων και όχι μέσω τυχάρπαστων συμπράξεων εκ των υστέρων… Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι αναμφισβήτητο ότι οι συνασπισμοί θα είναι οι νέοι πόλοι του πολιτικού μας συστήματος  και άρα το ποιος θα επικρατήσει θα εξαρτηθεί πρώτον από την ποιότητα και την επεξεργασία των προγραμματικών τους προτάσεων και δεύτερον από το αν οι αρχηγοί των επί μέρους συμπραττόντων κομμάτων θα αποδεχθούν ότι η επίτευξη ευρύτερων συγκλίσεων ενδέχεται να σημαίνει και επιλογή, ως επικεφαλής, άλλων προσώπων ευρύτερης αποδοχής…

Πιστεύετε ότι περιθώρια για συγκυβέρνηση μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ υπάρχουν; Στο ΠΑΣΟΚ ο κ. Δούκας ζητά να ληφθεί απόφαση από τα συλλογικά όργανα ότι το κόμμα δεν θα συγκυβερνήσει με την ΝΔ.

1398049 h1959484 1380195059876.jpg

Ξεκινώντας από το τελευταίο, διαφωνώ με την τόσο απόλυτα διατυπωμένη θέση του κ. Δούκα, διότι κανείς δεν γνωρίζει ποια θα είναι η νέα πολιτική πραγματικότητα. Ιδίως δε κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι μπορεί να υπάρξουν εξελίξεις στις οποίες το διακύβευμα θα είναι η ίδια η Δημοκρατία, οπότε οι κομματικές αντιπαραθέσεις θα πρέπει να αμβλυνθούν ή έστω να ανασταλούν.

Ωστόσο, θέλω να τονίσω ότι κατανοώ την αγωνία του κ. Δούκα, διότι στο σημερινό ΠΑΣΟΚ, το οποίο, ήδη από το 2012, είναι σκιά του παλιού εαυτού του,  έχει διαμορφωθεί μία ισχυρή συντηρητική τάση, κεντροδεξιά επί της ουσίας, η οποία αλληθωρίζει προς την πλευρά της ΝΔ, ως προς τις μελλοντικές κυβερνητικές συνεργασίες, ακόμη και με ηγέτη τον Κ. Μητσοτάκη (αν και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει ομοφωνία).

Γενικότερα θα έλεγα ότι ο χώρος του ΠΑΣΟΚ (τον οποίο γνωρίζω πολύ καλά διότι υπήρξα ιδρυτικό μέλος στο νησί μου, από τα δεκαπέντε μου, και παρακολούθησα από κοντά την πορεία του έως πρόσφατα), εμφανίζει έντονα φαινόμενα ιδεολογικής μετατόπισης και πολιτικής μετάλλαξης. Οι όροι Αριστερά και σοσιαλισμός απουσιάζουν από το σημερινό λεξιλόγιο πολλών στελεχών του, τα οποία αντιλαμβάνονται το ΠΑΣΟΚ σαν απλή μετεξέλιξη της Ένωσης Κέντρου (με την οποία, ως γνωστόν, ήρθε σε αποφασιστική ρήξη ο Ανδρέας Παπανδρέου, ιδρύοντας ένα σοσιαλιστικό κόμμα, ενώ και ο Κώστας Σημίτης, τον οποίο παραδόξως επικαλούνται οι περισσότεροι, ακόμη και στην τελευταία ομιλία του χαρακτήρισε το ΠΑΣΟΚ «αριστερό κόμμα με σοσιαλδημοκρατικές ιδέες»).

Για τα στελέχη αυτά, αλλά και για όσους τα υποστηρίζουν στις εσωκομματικές εκλογές, έννοιες όπως «εκσυγχρονισμός» και «μεταρρύθμιση» είναι άχρωμες και ουδέτερες, χωρίς προοδευτικό πρόσημο,  και σημαίνουν άκριτη προσαρμογή στην σημερινή πραγματικότητα, την οποία εκλαμβάνουν περίπου σαν φυσικό φαινόμενο, ενώ ο μετ’επιτάσεως προβαλλόμενος «αντιλαϊκισμός» τους δύσκολα αποκρύπτει τον ελιτισμό τους, την ταύτισή τους με το κοινωνικοοικονομικό κατεστημένο και την αποστροφή τους προς κάθε λαϊκό. Με άλλα λόγια, υπάρχουν αρκετοί στο σημερινό ΠΑΣΟΚ οι οποίοι όχι μόνον αποστρέφονται μετά βδελυγμίας τους ιδρυτικούς μύθους του ΠΑΣΟΚ, διότι ανακάλυψαν «την κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», αλλά και είναι συγκοινωνούντα δοχεία με όσους έχουν ήδη προσχωρήσει στην Νέα Δημοκρατία, επισφραγίζοντας την μετάλλαξή τους σε αυτό που (υποτίθεται ότι) κάποτε πολεμούσαν.

Δυστυχώς δεν βλέπω πουθενά ενδείξεις που να πείθουν ότι αυτή η καθοδική πορεία του τόπου θα αντιστραφεί ή έστω θα ανακοπεί…

Για να επιστρέψω λοιπόν στο ερώτημα, είναι δικαιολογημένες οι έντονες ανησυχίες του κ. Δούκα, τις οποίες τροφοδοτεί άλλωστε και η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, καθώς έχει εγκλωβισθεί στην «αυτόνομη πορεία», βαυκαλιζόμενη ότι θα νικήσει στις εκλογές την ΝΔ, ενώ έπρεπε να έχει προ πολλού αναλάβει –από θέση ισχύος πλέον, καθώς έγινε αξιωματική αντιπολίτευση– πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της ανασύνθεσης του προοδευτικού χώρου. Και όχι μόνον δεν το έκανε αλλά για να μην ανοίξει καν η συζήτηση για προεκλογικές συγκλίσεις, προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός προοδευτικού εναλλακτικού πόλου, τηρεί σιγήν ιχθύος έως τώρα, ακόμη και ως προς τον αποκλεισμό των συνασπισμών από το μπόνους, παρά το ότι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ είναι σήμερα συνασπισμός κομμάτων και άρα ακόμη και αν ερχόταν πρώτο δεν θα το έπαιρνε… Τόσο πολύ πιστεύει στην προοπτική να βγει πρώτο κόμμα…

Κλείνω επαναλαμβάνοντας ότι η ρευστή και αβέβαιη πολιτική πραγματικότητα δεν μπορεί να αποκλείσει την αναγκαιότητα ευρύτερων μετεκλογικών συνεργασιών, που θα περιλαμβάνουν ακόμη και την ΝΔ (με αποκλεισμό πάντως της πρωθυπουργίας Μητσοτάκη, για ευνόητους λόγους…). Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να στηλιτεύονται οι αδιέξοδες νοοτροπίες και πρακτικές της σημερινής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, που ανοίγουν, συνειδητά ή εκ του αποτελέσματος, τον δρόμο σε μία τέτοια συνεργασία. Και αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουν ολοένα και περισσότερα κορυφαία στελέχη, διότι γνωρίζουν καλά ότι η πρωτιά του ΠΑΣΟΚ στις επόμενες εκλογές είναι υπόθεση β’ είδους, του μη πραγματικού… Άρα, όσο και αν προσπαθεί η σημερινή ηγεσία του  να κρύψει το πρόβλημα κάτω από το χαλί, το ΠΑΣΟΚ πολύ γρήγορα θα κληθεί να αποφασίσει «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει»…   

Σχετικά Άρθρα