Άρση αμερικανικών κυρώσεων για τα F-35 στην Άγκυρα-Τι θα σήμαινε για Ελλάδα, Ισραήλ, αν. Μεσόγειο

Η Άγκυρα εμφανίζεται ξανά σε φάση αισιοδοξίας απέναντι στην Ουάσιγκτον, με τις τουρκικές αρχές να εκτιμούν ότι πλησιάζει η στιγμή που θα κλείσει ένας από τους πιο επώδυνους φακέλους στις σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ: οι κυρώσεις CAATSA, που επιβλήθηκαν λόγω της αγοράς του ρωσικού συστήματος S-400. Σύμφωνα με όσα αποκάλυψε ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έστειλε σαφές μήνυμα, στη συνάντησή του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ουάσιγκτον στις 25 Σεπτεμβρίου, ότι «ο νόμος CAATSA δεν πρέπει να στέκεται ανάμεσά μας και πρέπει να καταργηθεί». Για την Άγκυρα, η δήλωση αυτή δεν αποτελεί απλώς μια φιλική χειρονομία, αλλά πιθανή απαρχή μιας ευρύτερης επανεκκίνησης στον τομέα της άμυνας, των εξοπλισμών και της πολιτικής συνεργασίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, σε μια συγκυρία όπου η Τουρκία διεκδικεί κεντρικό ρόλο στην περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφαλείας.
Ωστόσο, πίσω από το κλίμα προσδοκιών, παραμένουν ανοιχτά κρίσιμα ερωτήματα: τι θα σημάνει μια ενδεχόμενη άρση των κυρώσεων για τον φάκελο των μαχητικών F-35 και F-16, πώς θα αντιδράσουν οι υπόλοιποι σύμμαχοι – και ειδικά η Ελλάδα και το Ισραήλ – και μέχρι πού είναι διατεθειμένη να φτάσει η κυβέρνηση Τραμπ για να αποκαταστήσει πλήρως τη στρατηγική σχέση με την Άγκυρα.
Οι κυρώσεις CAATSA επιβλήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2020, προς το τέλος της πρώτης θητείας Τραμπ, μετά την απόφαση της Τουρκίας να προχωρήσει στην αγορά και παραλαβή της ρωσικής αντιαεροπορικής συστοιχίας S-400 το καλοκαίρι του 2019. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε από την Ουάσιγκτον ως σοβαρό ρήγμα στη διαλειτουργικότητα του ΝΑΤΟ και ως κίνδυνος διαρροής κρίσιμων τεχνολογικών δεδομένων, ιδίως σε σχέση με τα μαχητικά F-35. Οι κυρώσεις στόχευσαν κορυφαία στελέχη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, έθεσαν πλαφόν 10 εκατ. δολαρίων στα δάνεια με αμυντικό σκοπό και οδήγησαν στον αποκλεισμό της Άγκυρας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35.
Όπως υπενθύμισε ο Χακάν Φιντάν, η προσέγγιση της νέας αμερικανικής διοίκησης διαφέρει «ουσιωδώς» από εκείνη του πρώην προέδρου Τζο Μπάιντεν, επί του οποίου ο φάκελος των κυρώσεων παρέμενε παγωμένος, ενώ δεν σημειώθηκε καμία ουσιαστική πρόοδος στο αίτημα της Άγκυρας για απόκτηση ή αναβάθμιση μαχητικών F-16. Τώρα, ο Φιντάν υποστηρίζει ότι η διοίκηση Τραμπ είναι «δεσμευμένη» να κλείσει την εκκρεμότητα «στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα», αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι σχετικές οδηγίες έχουν ήδη δοθεί σε αρμόδιους αξιωματούχους.
- Το υπόβαθρο αυτής της διένεξης βρίσκεται στην αποτυχημένη προσπάθεια της Άγκυρας να αποκτήσει το αμερικανικό σύστημα Patriot – είτε απευθείας από τις ΗΠΑ, είτε σε συνεργασία με άλλους συμμάχους στο ΝΑΤΟ. Μετά από χρόνια άκαρπων διαπραγματεύσεων, η κυβέρνηση Ερντογάν κατέληξε το 2017 σε συμφωνία ύψους 2 δισ. δολαρίων με τη Ρωσία για τους S-400. Οι πρώτες παρτίδες παραδόθηκαν το 2019, αλλά το σύστημα δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ επιχειρησιακά, παραμένοντας στις αποθήκες – μια επιλογή που η τουρκική αντιπολίτευση κατήγγειλε ως «σπατάλη πόρων» και ένδειξη στρατηγικής αμηχανίας.
Παράλληλα, η Τουρκία θεωρεί ότι η απομάκρυνσή της από το πρόγραμμα F-35 ήταν άδικη και οικονομικά επιζήμια. Η Άγκυρα είχε παραγγείλει 100 μαχητικά, καταβάλλοντας προκαταβολή 1,4 δισ. δολαρίων. Σήμερα ζητά είτε την παράδοση των αεροσκαφών είτε την επιστροφή των χρημάτων ή ισοδύναμη αποζημίωση. Το μέλλον του φακέλου F-35 έχει μετατραπεί σε σύμβολο του βαθμού εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη βαρύτητα είχαν και οι δηλώσεις του Αμερικανού πρέσβη στην Άγκυρα, Τομ Μπαράκ, ο οποίος τον Ιούλιο έκανε λόγο για «παρεξηγήσεις και από τις δύο πλευρές» όσον αφορά την υπόθεση των S-400 και των F-35.
Ο Μπαράκ εμφανίστηκε βέβαιος ότι «θα βρεθεί λύση», επισημαίνοντας ότι σχεδόν δέκα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης «οι συνθήκες είναι διαφορετικές» και ότι Ουάσιγκτον και Άγκυρα «σπεύδουν να διαχειριστούν» τα εκκρεμή ζητήματα, ανάμεσά τους τα F-35, τα F-16 και το ρωσικό σύστημα S-400. Παράλληλα, υπενθύμισε ότι ο διμερής εμπορικός όγκος πλησιάζει τα 100 δισ. δολάρια, στοιχείο που ενισχύει την ανάγκη για μια πιο σταθερή και προβλέψιμη πολιτική σχέση.
- Η τουρκική πλευρά αναδεικνύει σταθερά και τη διάσταση του ΝΑΤΟ. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπογραμμίζει ότι η Άγκυρα «δεν έχει εγκαταλείψει» το αίτημα για επιστροφή στο πρόγραμμα F-35, παρουσιάζοντας την απόκτηση προηγμένων αεροσκαφών ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας και όχι απλώς τεχνικής αναβάθμισης. «Θέλουμε τα αεροπλάνα για την ασφάλειά μας, πρώτα και κύρια», έχει δηλώσει, επιμένοντας ότι η ενίσχυση της τουρκικής αεροπορίας δεν συνιστά απειλή για «κανέναν φίλο ή σύμμαχο» και ότι δεν υπάρχει λόγος η Ελλάδα να ανησυχεί για τα βήματα της Τουρκίας στον τομέα της άμυνας.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Η Ελλάδα, που έχει ήδη ενταχθεί στο πρόγραμμα των F-35, αλλά και το Ισραήλ, το οποίο παρακολουθεί με προσοχή τον ρόλο της Άγκυρας στη Συρία και την Ανατολική Μεσόγειο, διατηρούν σοβαρές επιφυλάξεις για έναν πλήρη εξοπλιστικό «επαναπατρισμό» της Τουρκίας στο αμερικανικό στρατόπεδο. Η πιθανή παράδοση F-35 στην Άγκυρα θα άλλαζε εκ νέου τις ισορροπίες ισχύος στην περιοχή, επηρεάζοντας όχι μόνο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τη συνολική αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο.
- Για την Άγκυρα, η άρση των κυρώσεων CAATSA θα λειτουργούσε ως πολλαπλασιαστής ισχύος: θα απελευθέρωνε τη συνεργασία με την αμερικανική και δυτική αμυντική βιομηχανία, θα έστελνε μήνυμα οικονομικής σταθερότητας προς τις αγορές και θα επιβεβαίωνε ότι η Τουρκία παραμένει κρίσιμος – και όχι περιφερειακός – σύμμαχος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Την ίδια στιγμή, για την Ουάσιγκτον, μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να συμβολίζει την επαναθεμελίωση μιας σχέσης που είχε φτάσει στα όριά της.
Η αισιοδοξία των τουρκικών αρχών, όσο έντονη κι αν εμφανίζεται, δεν αναιρεί τα εμπόδια που εξακολουθούν να υπάρχουν: η τύχη των S-400, οι αντιδράσεις μέσα στο αμερικανικό Κογκρέσο, οι ενστάσεις συμμάχων και η ανάγκη να αποδειχθεί στην πράξη ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη να κινηθεί σε μια πορεία μεγαλύτερης συνεννόησης με τους δυτικούς εταίρους της. Το βέβαιο είναι ότι, αν οι υποσχέσεις Τραμπ για τις κυρώσεις CAATSA μετουσιωθούν σε συγκεκριμένες αποφάσεις, το τοπίο των αμυντικών ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο και στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ θα αλλάξει ξανά – αυτή τη φορά με τρόπο που η Άγκυρα ελπίζει ότι θα την επαναφέρει στον πυρήνα των στρατηγικών σχεδιασμών της Δύσης.