Από την Fitch και το “regain” στη σκληρή πραγματικότητα…

Οι “Ημέρες Καριέρας” που οργανώνει τους τελευταίους μήνες το υπουργείο Εργασίας σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και τις ΗΠΑ, με στόχο την επιστροφή Ελλήνων που εργάζονται στο εξωτερικό, μπορεί να θεωρηθούν μία καλή ιδέα. Κατά τους αρμοδίους, χιλιάδες νέοι συμμετέχουν και συνομιλούν με εκπροσώπους μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση, διερευνώντας όρους και προϋποθέσεις. Η καμπάνια προβάλλεται ως αντίδοτο στο “rebrain” των μνημονίων, απέχει, όμως, πολύ ακόμα από το να χαρακτηριστεί “regain”.
Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον, για παράδειγμα, να παρατεθούν συγκεκριμένα στοιχεία: πόσοι Έλληνες έσπευσαν στις συναντήσεις με μάνατζερς ελληνικών επιχειρήσεων, πόσοι πραγματικά ενδιαφέρθηκαν, πόσοι βρήκαν εργασία και δρομολόγησαν την επιστροφή τους, και άλλα.
Την ίδια ώρα, όμως, η φυγή στο εξωτερικών δεν έχει ανακοπεί. Γιατροί και, κυρίως, νοσηλευτές εξακολουθούν να προτιμούν την εργασία στο εξωτερικό (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, σκανδιναβικές χώρες), ωστόσο τελευταία παρατηρείται μία συνεχώς αυξανόμενη τάση και από πολλούς που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα “Νέοι Αγρότες” και νοιώθουν απελπισμένοι εξαιτίας της μεγάλης απάτης με τις επιδοτήσεις μέσω ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά και της αδυναμίας της χώρας να επανασχεδιάσει την αγροτική της παραγωγή στις ασφυκτικές (ΚΑΠ) ευρωπαϊκές συνθήκες.
Τα επίσημα στοιχεία εξηγούν το φαινόμενο: Το 46,3% των μισθωτών, περίπου 1,1 εκατ. άνθρωποι, έχουν μισθό έως 1.000 ευρώ μικτά, και το 16,2%, άλλοι 463 χιλ. εργαζόμενοι, έχουν μικτό μισθό από 1.000 έως 1.200 ευρώ. Τα 1.200 μικτά αντιστοιχούν σε 956 καθαρά και τα 1.000 μικτά αντιστοιχούν σε 824 ευρώ στο χέρι. Με τέτοιους μισθούς και με τις αδυναμίες του κοινωνικού κράτους πρέπει να τα βγάζουν πέρα 1,5 εκατ. μισθωτοί, εν πολλοίς νέοι άνθρωποι. Εξ ου και οι 4 στους 10, σύμφωνα με πολλές και διαφορετικές έρευνες, σκέπτονται ή σχεδιάζουν να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή στο εξωτερικό. Κάτι τους διώχνει από την Ελλάδα.
Η ίδια η EUROSTAT κατέταξε την Ελλάδα στην προτελευταία θέση ως προς τον μέσο ετήσιο μισθό. Δεν φιλοδοξούμε, προφανώς, να συγκλίνουμε στα από 60-80.000 ευρώ ετησίως του Λουξεμβούργου, της Ιρλανδίας, Δανίας, της Ολλανδίας και άλλων βορείων, όμως απέχουμε δεκάδες χιλιάδες ευρώ από χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, ακόμα και η Πορτογαλία (που πέρασε κι αυτή μία δραματική περίοδο μνημονίου), και υπερέχουμε, με 18.000 ευρώ ετησίως, έναντι των Βουλγάρων που έχουν μέσο ετήσιο εισόδημα 15.800 ευρώ.
Η κυβέρνηση επιμένει στην αύξηση των εισοδημάτων ως αντίδοτο στην ακρίβεια, και δεν πρέπει να απαξιώνονται όσες προσπάθειες έχουν γίνει. Είναι προφανές πώς δεν είναι αρκετές, και το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν έχουν φτάσει ακόμα στους μισθούς του 2008, πριν την κρίση, είναι η τρανή απόδειξη, ιδιαίτερα εάν συγκρίνει κανείς τις τιμές ειδών καθημερινής ανάγκης και ενοικίων, τότε και σήμερα.
Κι από την άλλη, το ελληνικό κράτος διαπιστώνει προβλήματα και απαντά μόνο με αυστηροποίηση μέτρων και εισπρακτικές πολιτικές. Τελευταίο παράδειγμα, η διαρροή περί επικείμενων μέτρων (διασταυρώσεις, έλεγχοι, πρόστιμα) για το γεγονός ότι 18.000 επιχειρήσεις (στοιχεία ΑΑΔΕ) μετακίνησαν εικονικά (…) την έδρα τους στη Βουλγαρία. Ορθή η διαπίστωση, ουδεμία, όμως, απάντηση για τους λόγους. Απλό: 22% ο φόρος σε μία μικρή και μεσαία ελληνική επιχείρηση καθ΄ ημάς, 10% στη γειτονική χώρα. Ακόμα ηχούν οι δεσμεύσεις περί flat rate tax και άλλων φιλόδοξων φορολογικών μεταρρυθμίσεων. Κι’ ακόμα, οι 120 δόσεις για τις οφειλές παραμένουν ανεξήγητα στο συρτάρι…
Όταν η μισθωτή εργασία καταπιέζεται, και η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα ασφυκτιά, δύο τινά θα συμβούν: ένα νέο “βουβό” κύμα φυγής στο εξωτερικό, και μία συρρίκνωση της επιχειρηματικότητας, ή ο περιορισμός της σε μη παραγωγικούς τομείς, όπως τα καφέ και τα νυχάδικα. Σε συνδυασμό με τον αφελληνισμό μεγαλύτερων- παραδοσιακών επιχειρήσεων, το πρόβλημα γίνεται ακόμα σοβαρότερο.
Η κυβέρνηση μπορεί να δηλώνει ικανοποιημένη από τις αναβαθμίσεις των διεθνών οίκων (τελευταία η Fitch), και έχει δίκιο. Η μεγάλη εικόνα της οικονομίας, το πώς μας βλέπουν οι “απ΄ έξω”, είναι θετική, και οι κινήσεις για μείωση του δημοσίου χρέους, μαζί με την επιτάχυνση της αποπληρωμής του, προς τη σωστή κατεύθυνση. Υπάρχει, όμως, η άλλη εικόνα της πραγματικής οικονομίας, και της κοινωνικής καθημερινότητας, που θα έπρεπε να μας ανησυχεί περισσότερο.
Και ως προς αυτό υπάρχουν πάρα πολλά που πρέπει να γίνουν. Αυτά είναι δε και τα μείζονα που κρίνουν και θα κρίνουν κοινωνικές τάσεις και πολιτικές εξελίξεις.