Η Άγκυρα κλείνει τη στρόφιγγα στη Μόσχα και αλλάζει προμηθευτές πετρελαίου μετά τις δυτικές κυρώσεις

Η Άγκυρα κλείνει τη στρόφιγγα στη Μόσχα και αλλάζει προμηθευτές πετρελαίου μετά τις δυτικές κυρώσεις

Σε μία από τις πιο καθοριστικές ενεργειακές στροφές των τελευταίων ετών, η Τουρκία αλλάζει ριζικά τη στρατηγική της στον τομέα του πετρελαίου, μειώνοντας την εξάρτησή της από τη Ρωσία και στρεφόμενη προς το Ιράκ, το Καζακστάν και άλλες εναλλακτικές αγορές. Η απόφαση αυτή, που λαμβάνεται μετά το νέο κύμα δυτικών κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας, αποτελεί ένδειξη ότι η Άγκυρα επιχειρεί να εξισορροπήσει την ενεργειακή της πολιτική μεταξύ των γεωπολιτικών της δεσμεύσεων και των οικονομικών της αναγκών. Η αλλαγή ρότας δεν είναι απλώς τεχνική, αλλά βαθιά πολιτική. Οι δύο μεγαλύτερες τουρκικές εταιρείες διύλισης – η SOCAR STAR Rafineri και η TÜPRAŞ – προχωρούν σε δραστική αναδιάρθρωση των προμηθειών τους, ενσωματώνοντας νέες πηγές πετρελαίου και προσαρμόζοντας τις εξαγωγές τους στα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Όπως σημειώνει το Reuters, η Άγκυρα ακολουθεί πλέον το παράδειγμα της Ινδίας, που σταδιακά περιορίζει τις ρωσικές εισαγωγές για να αποφύγει τον οικονομικό αποκλεισμό από τις δυτικές αγορές.

Από τη Μόσχα στη Βαγδάτη και την Αστάνα

Η SOCAR Turkey Ege Rafinerisi (STAR), ιδιοκτησίας του αζερικού ομίλου SOCAR, προχώρησε τον Οκτώβριο σε αγορά τεσσάρων φορτίων πετρελαίου από το Ιράκ και το Καζακστάν, ποσότητα που ισοδυναμεί με 77.000–129.000 βαρέλια ημερησίως. Πρόκειται για σημαντική μετατόπιση, καθώς μέχρι πρόσφατα το σύνολο σχεδόν της επεξεργασίας πετρελαίου της STAR βασιζόταν σε ρωσικό αργό τύπου Urals.

Ένα από τα νέα φορτία προέρχεται από την καζακική ποικιλία KEBCO, η οποία έχει σχεδόν ταυτόσημα χαρακτηριστικά με το ρωσικό αργό, χωρίς όμως να υπόκειται στις δυτικές κυρώσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Kpler, η Τουρκία δεν είχε πραγματοποιήσει παρόμοιες εισαγωγές από το Καζακστάν καθ’ όλο το 2024 – γεγονός που αποτυπώνει το βάθος της ενεργειακής μεταστροφής.

Η TÜPRAŞ προετοιμάζει ρήξη με το ρωσικό πετρέλαιο

Η δεύτερη μεγάλη εταιρεία, η TÜPRAŞ, σχεδιάζει να τερματίσει πλήρως τη χρήση ρωσικού πετρελαίου σε μία από τις δύο μεγάλες της μονάδες διύλισης, ώστε να διατηρήσει την πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές και να αποφύγει τις επικείμενες κυρώσεις της Ε.Ε. Παράλληλα, η εταιρεία πειραματίζεται με νέες πηγές προμήθειας, αγοράζοντας για πρώτη φορά φορτία από τη Βραζιλία και την Αγκόλα.

Η εξέλιξη αυτή έχει και εξαγωγική διάσταση: καθώς η TÜPRAŞ επιδιώκει να παραμείνει αξιόπιστος προμηθευτής καυσίμων στην Ευρώπη, η απεξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο θεωρείται προϋπόθεση για τη διατήρηση της επιχειρηματικής της σταθερότητας. Πηγές της βιομηχανίας αναφέρουν ότι η αλλαγή προμηθευτών συνοδεύεται από αναβάθμιση των μονάδων διύλισης και προσαρμογή στα διεθνή περιβαλλοντικά πρότυπα.

Τα νέα δεδομένα των εισαγωγών

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Kpler, η Τουρκία εισήγαγε το 2024 κατά μέσο όρο 669.000 βαρέλια πετρελαίου ημερησίως, εκ των οποίων 317.000 (περίπου 47%) προέρχονταν από τη Ρωσία. Το ποσοστό αυτό παρουσιάζει αισθητή πτώση σε σχέση με το 2023, όταν η ρωσική συμμετοχή έφθανε περίπου το 57%.

Τον Νοέμβριο, οι εισαγωγές ιρακινού πετρελαίου ανήλθαν στα 141.000 βαρέλια/ημέρα, έναντι 99.000 τον Οκτώβριο και περίπου 80.000 κατά μέσο όρο το πρώτο εξάμηνο του έτους. Τα στοιχεία δείχνουν επιτάχυνση της διαφοροποίησης, με τη Βαγδάτη να καθίσταται στρατηγικός ενεργειακός εταίρος της Άγκυρας.

Η διεθνής συγκυρία: κυρώσεις και ανακατανομή ισχύος

Η ενεργειακή μεταστροφή της Τουρκίας εντάσσεται σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον έντονης ανακατανομής ισχύος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρούν να περιορίσουν τα έσοδα της Ρωσίας από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, επιβάλλοντας πλαφόν τιμών και εμπάργκο στις εισαγωγές.

Η Ε.Ε. έχει ήδη ανακοινώσει ότι από το 2027 θα απαγορεύσει πλήρως τις εισαγωγές ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), ανοίγοντας τον δρόμο σε νέους προμηθευτές όπως οι ΗΠΑ και το Κατάρ. Η στροφή αυτή διαμορφώνει ένα νέο ενεργειακό ισοζύγιο, στο οποίο η Τουρκία φιλοδοξεί να διαδραματίσει ρόλο διαμετακομιστικού κόμβου μεταξύ Ασίας, Μέσης Ανατολής και Ευρώπης.

Η γεωοικονομική διάσταση της τουρκικής στρατηγικής

Η Άγκυρα επιδιώκει να μειώσει την εξάρτηση από οποιονδήποτε μεμονωμένο προμηθευτή και να αυξήσει την ευελιξία της. Οι κινήσεις της SOCAR και της TÜPRAŞ δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά εντάσσονται στη μακροπρόθεσμη πολιτική του Υπουργείου Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, που στοχεύει στη διαφοροποίηση του ενεργειακού μείγματος και στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας.

Αναλυτές στην Άγκυρα επισημαίνουν ότι η Τουρκία, ως μεγάλος καταναλωτής και διαμετακομιστής ενέργειας, προσπαθεί να εκμεταλλευθεί το διεθνές ρευστό τοπίο για να ενισχύσει τη θέση της σε αγωγούς, διυλιστήρια και τερματικούς σταθμούς LNG. Παράλληλα, η συμφωνία της BOTAŞ με τις Mercuria και Woodside Energy για την προμήθεια περίπου 70 δισ. κ.μ. LNG σε βάθος 20ετίας ενισχύει την ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας.

Προοπτικές και προκλήσεις

Η μετάβαση σε μη ρωσικές πηγές πετρελαίου συνεπάγεται αυξημένο κόστος βραχυπρόθεσμα, λόγω μεγαλύτερων μεταφορικών αποστάσεων και διαφοροποίησης ποιοτήτων. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα αναμένεται να μειώσει τους γεωπολιτικούς κινδύνους και να ενισχύσει την πρόσβαση της Τουρκίας στις δυτικές αγορές.

Η ενεργειακή πολιτική της Άγκυρας εισέρχεται έτσι σε μια νέα φάση, όπου το ζητούμενο δεν είναι μόνο η φθηνότερη προμήθεια, αλλά η πολιτική ισορροπία μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Όπως σημειώνει ο ενεργειακός αναλυτής Άντριου Ντίτμαρ, «οι κινήσεις της Τουρκίας αντικατοπτρίζουν την ευελιξία μιας χώρας που επιδιώκει να είναι παίκτης, όχι πεδίο επιρροής».

Η πορεία αυτή θα δοκιμαστεί τους επόμενους μήνες, καθώς οι δυτικές κυρώσεις θα σφίγγουν τον κλοιό γύρω από τη Ρωσία και οι παγκόσμιες τιμές ενέργειας θα κινούνται σε μεταβλητό έδαφος. Για την Τουρκία, όμως, η εξισορρόπηση συμφερόντων και ρεαλισμού φαίνεται να είναι πλέον ο μόνος δρόμος προς τη μακροπρόθεσμη ενεργειακή σταθερότητα.

Σχετικά Άρθρα