Ξαφνικό ρήγμα από Ιερουσαλήμ έως Ουάσιγκτον-Τι σημαίνει το “σκληρό” αμερικανικό μήνυμα για Δ. Όχθη

Ξαφνικό ρήγμα από Ιερουσαλήμ έως Ουάσιγκτον-Τι σημαίνει το “σκληρό” αμερικανικό μήνυμα για Δ. Όχθη

Σε μια εξέλιξη που αιφνιδίασε την ισραηλινή πολιτική σκηνή, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και ο υπουργός Εξωτερικών και σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μάρκο Ρούμπιο διατύπωσαν δημόσια, και σε ξεχωριστές παρεμβάσεις, απόλυτη αντίθεση στα δύο προωθούμενα νομοθετήματα της Κνεσέτ για την προσάρτηση εκτεταμένων περιοχών της Δυτικής Όχθης.

Η παρέμβαση της Ουάσιγκτον ήρθε στον απόηχο της προκαταρκτικής έγκρισης των προτάσεων από το ισραηλινό κοινοβούλιο και εν μέσω πυκνής αμερικανικής διπλωματικής κινητικότητας στην περιοχή. Το Ισραήλ απάντησε με αμυντική ρητορική: ο υπουργός Εξωτερικών Γίντεον Σαάρ δεσμεύθηκε ότι η κυβέρνηση «δεν θα επιδιώξει την πρόοδο» των κειμένων προς τελική ψήφιση, ενώ ο υπουργός Παιδείας Γιοάβ Κις θόλωσε περαιτέρω το σήμα, λέγοντας από το βήμα της Κνεσέτ πως «η αρχή της κυβέρνησης είναι υπέρ της προσάρτησης» – απλώς όχι «με πρόχειρα σχέδια της αντιπολίτευσης ή δυσαρεστημένων εταίρων». Το αποτέλεσμα;

Ένα διπλωματικό ρήγμα που εκτείνεται από την Ιερουσαλήμ ως την Ουάσιγκτον, και μια εσωτερική συζήτηση στο Ισραήλ για το αν ο «δρόμος της ειρήνης» μπορεί να συνυπάρξει με τετελεσμένα στο έδαφος.

Αμερικανικό μήνυμα χωρίς αποχρώσεις

Απαντώντας στη θύελλα αντιδράσεων που προκάλεσε η προκαταρκτική ψήφιση των δύο σχεδίων νόμου, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε –σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη– ότι «δεν θα επιτρέψει» την προσάρτηση της Δυτικής Όχθης. Υπενθύμισε ότι το Ισραήλ έχει δώσει δέσμευση προς αραβικά κράτη «να μην προχωρήσει σε τέτοιο βήμα», προειδοποιώντας ότι ενδεχόμενη προσάρτηση θα κόστιζε «όλη τη στήριξη των ΗΠΑ».

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Μάρκο Ρούμπιο συνέδεσε ευθέως το ψήφισμα της Κνεσέτ με τον κίνδυνο υπονόμευσης της συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου στη Γάζα, υπογραμμίζοντας ότι προέχει να διατηρηθεί η κατάπαυση του πυρός τις επόμενες εβδομάδες και προαναγγέλλοντας τον ορισμό ανώτατου απεσταλμένου στο αμερικανικό επιτελείο για την επίβλεψη της εφαρμογής της.

«Αισθάνομαι προσβεβλημένος»: ο Βανς και η «κακή πολιτική τακτική»

Η πιο σκληρή γλώσσα ακούστηκε από τον Τζέι Ντι Βανς. Αποχωρώντας από το Τελ Αβίβ, ο αντιπρόεδρος μίλησε για «ανόητη πολιτική μανούβρα» που του προκάλεσε «προσωπική ενόχληση», σημειώνοντας ότι η Ουάσιγκτον «δεν θα επιτρέψει» την προσάρτηση.

Η παρέμβασή του ήρθε μετά την προσπάθεια του Μπενιαμίν Νετανιάχου να πείσει την αμερικανική πλευρά ότι πρόκειται για «κομματικό παιχνίδι» – με ένα σχέδιο από «αντάρτη» υπουργό λόγω προϋπολογισμού και ένα δεύτερο από την αντιπολίτευση.

Η αμερικανική εξέταση, ωστόσο, κατέληξε ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε εμποδίσει το διττό εγχείρημα. Το ότι ο Γιοάβ Κις διατύπωσε από την έδρα της Κνεσέτ πως «το κάνουμε στην πράξη καθημερινά» –εννοώντας την εμβάθυνση του ελέγχου– άφησε ανοιχτή την εντύπωση ότι πρόκειται όχι μόνο για εσωτερικό τακτικισμό, αλλά για γραμμή πολιτικής που απλώς δεν έχει «τυπωθεί» σε νόμο.

Η Κνεσέτ, η κυβερνητική γραμμή, κομματικά παίγνια και διεθνές κόστος

Τα δύο σχέδια νόμου, παρότι σε προκαταρκτικό στάδιο, αρκούσαν για να σηματοδοτήσουν κίνηση προσάρτησης – ένα μονοπάτι που θα έφερνε το Ισραήλ απέναντι όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και σε κρίσιμους αραβικούς εταίρους που συνομιλούν με την Ουάσιγκτον για τη «μεγάλη συμφωνία» στη Μέση Ανατολή.

Η ομολογία του Κις ότι «η καλύτερη κυβέρνηση για το σχέδιο των εποικισμών» είναι η τωρινή, αλλά «ο δρόμος δεν είναι οι πρόχειροι νόμοι», φανέρωσε την εσωτερική αντίφαση: πολιτική βούληση για εμβάθυνση ελέγχου στο έδαφος, αλλά φόβος διεθνούς απομόνωσης εάν αποκτήσει νομική μορφή.

Κοινή γνώμη και «οδικός χάρτης» Τραμπ

Παρά τον θόρυβο περί «ξένων πιέσεων», μεγάλες μάζες της ισραηλινής κοινωνίας εξακολουθούν να βλέπουν τις ΗΠΑ ως ακλόνητο σύμμαχο και τον Ντόναλντ Τραμπ ως τον «φιλικότερο πρόεδρο» προς το Ισραήλ.

Ενδεικτικό είναι ότι –όπως καταγράφεται σε πρόσφατες μετρήσεις– περίπου το 72% δηλώνει θετικό στη σχέση τερματισμού της σύγκρουσης που προωθεί ο Λευκός Οίκος, της οποίας ο 19ος όρος περιγράφει διαδικασία αυτοδιάθεσης για τους Παλαιστινίους και προοπτική κρατικής υπόστασης.

Η οπτική αυτή «πουλά» στο ισραηλινό κοινό ως έξοδος από τον πόλεμο δύο ετών, χωρίς στρατηγικό κέρδος και με οικονομικό κόστος αλλά και ασφάλειας που βαραίνει ολοένα και περισσότερο.

Το διακύβευμα για τη Γάζα και την περιφερειακή αρχιτεκτονική

Για την Ουάσιγκτον, η νομοθετική τροχιοδεικτική βολή της Κνεσέτ διασταυρώνεται με τη σταθεροποίηση της κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα και με την προσπάθεια να στηθεί διαρκής μηχανισμός εφαρμογής των συμφωνηθέντων.

Η δημόσια προειδοποίηση του Μάρκο Ρούμπιο ότι η προσάρτηση «απειλεί τη συμφωνία τερματισμού» εκπέμπει κόκκινη γραμμή: όποιος ανατινάζει τη διαδικασία στη Γάζα, ακυρώνει και την προοπτική του περιφερειακού πακέτου εξομάλυνσης με τα αραβικά κράτη – την ίδια «μεγάλη ιδέα» που ο Λευκός Οίκος παρουσιάζει ως στρατηγικό δώρο στο Ισραήλ και ασπίδα απέναντι στην ιρανική επιρροή.

Πού πηγαίνει η κυβέρνηση Νετανιάχου;

Η διπλή γραμμή – καθημερινή εμβάθυνση ελέγχου στη Δυτική Όχθη, αλλά «πάγωμα» των νομοθετικών τετελεσμένων – φανερώνει κυβέρνηση σε πολιτική ισορρόπηση. Ο Γκίντεον Σαάρ επιχειρεί να ρίξει τους τόνους έναντι των ΗΠΑ, όμως οι διαβεβαιώσεις του συγκρούονται με τις δηλώσεις Κις και με την πίεση της ακροδεξιάς πτέρυγας του κυβερνητικού σχήματος.

Αν η Ουάσιγκτον μετατρέψει την προειδοποίηση σε δεσμευτική προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση, τη στρατιωτική συνεργασία και – κυρίως – για την περιφερειακή συμφωνία, τότε το Ισραήλ θα κληθεί να επιλέξει: διαδρομή εξομάλυνσης με πολιτικό κόστος στο εσωτερικό ή σύγκρουση με τον βασικό του εταίρο.

Στον άμεσο ορίζοντα, το πιθανότερο σενάριο είναι ένα πολιτικό «πάγωμα» των νομοθετημάτων, με συνέχιση της πρακτικής ελέγχου επί του πεδίου και διαρκή αμερικανική επιτήρηση. Όμως η σαφήνεια της αμερικανικής γραμμής – από τον Τραμπ, τον Βανς και τον Ρούμπιο – αφήνει ελάχιστα περιθώρια για διπλή γλώσσα.

Η Κνεσέτ μπορεί να κινείται σε εσωτερικούς τακτικισμούς, αλλά η στρατηγική σχέση ΗΠΑ–Ισραήλ στέλνει το πιο καθαρό μήνυμα των τελευταίων ετών: χωρίς λύση στο παλαιστινιακό και χωρίς σεβασμό των δεσμεύσεων, δεν υπάρχει «μεγάλη συμφωνία» για ασφάλεια, ανασυγκρότηση και περιφερειακή ομαλοποίηση.

Σχετικά Άρθρα