Ο IDF αμφισβητεί το σχέδιο Τραμπ για τη Γάζα-Η Χαμάς σιωπά, η διεθνής σκηνή διχάζεται
Ενώ συνεχίζεται ο βομβαρδισμός της Γάζας και το ισραηλινό ναυτικό προχωρά σε καταλήψεις πλοίων που κατευθύνονται προς την παλαιστινιακή λωρίδα, η διεθνής διπλωματία εμφανίζεται διχασμένη και στο εσωτερικό του ισραηλινού στρατού προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για το ειρηνευτικό σχέδιο που προτείνει ο Ντόναλντ Τραμπ. Εν αναμονή της επίσημης απάντησης της Χαμάς στο σχέδιο, πολιτικοί αναλυτές, στρατιωτικοί και δημοσιογράφοι περιγράφουν ένα πολυσύνθετο σκηνικό όπου η πολιτική ρητορική, οι σκληρές στρατιωτικές πραγματικότητες και οι διεθνείς πιέσεις συγκρούονται, με τον κίνδυνο μιας πρόωρης ή μισοτελειωμένης συμφωνίας που δεν θα εγγυάται την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή.
Σε αναλυτικές εκθέσεις που αποτυπώνουν τις ανησυχίες των επιτελών της Νότιας Διοίκησης και της λεγόμενης Μεραρχίας Γάζας, εκφράζεται έντονη δυσπιστία απέναντι στην πρόβλεψη του αμερικανικού σχεδίου για άμεση και ουσιαστική αποχώρηση ισραηλινών δυνάμεων από το εσωτερικό της Γάζας, με διατήρηση μόνο μίας «ζώνης ασφάλειας» κατά μήκος του φράχτη. Οι αξιωματικοί επισημαίνουν ότι ένα τέτοιο μοντέλο θα αφήσει χώρο στην ανασυγκρότηση και ενίσχυση της Χαμάς, επιτρέποντάς της να ανασυνταχθεί και να επανεμφανιστεί με μεγαλύτερη ικανότητα πρόκλησης απειλής για τα σύνορα και τους οικισμούς γύρω από τη Λωρίδα.
Η στρατιωτική ανάγνωση προκρίνει την εφαρμογή ενός «λιβανέζικου μοντέλου» — δηλαδή μίας παρατεταμένης στρατιωτικής παρουσίας και ελέγχου στο εσωτερικό του θύλακα — αντί για την ταχεία αποχώρηση που περιγράφεται στο αμερικανικό πλαίσιο.
Η συζήτηση αποκτά άμεσα πολιτικές προεκτάσεις. Ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, που εμφανίστηκε προκαταβολικά να δέχεται σε γενικές γραμμές το σχέδιο Τραμπ κατά την παρουσίασή του στον Λευκό Οίκο, φαίνεται να κινείται με διπλή στρατηγική.
Όπως εκτιμούν αναλυτές, η δημόσια υποστήριξη λειτουργεί ως τακτική για να κερδίσει χρόνο και ως διαπραγματευτικό εργαλείο για να διαμορφωθούν όροι που θα περιορίζουν τις δεσμεύσεις του Ισραήλ. Σε αυτήν την ανάγνωση, η κυβέρνηση μπορεί να επιδιώξει την τροποποίηση ή την καθυστέρηση εφαρμογής κρίσιμων όρων — ιδίως όσων αφορούν την αποστρατιωτικοποίηση της Χαμάς και τη λειτουργία διεθνών δυνάμεων — υπολογίζοντας στη στήριξη σκληρών ερεισμάτων μέσα στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Στο στρατιωτικό πεδίο, στελέχη της Μεραρχίας και επιτελείς που μιλούν με τοπικά μέσα επιμένουν ότι η ασφάλεια δεν εξασφαλίζεται μόνο με περίφραξη. «Δεν αρκεί να κλειστούμε πίσω από έναν φράχτη», λένε χαρακτηριστικά, «πρέπει να διατηρήσουμε μόνιμες δυνατότητες ελέγχου, συλλογής πληροφοριών και επιχειρησιακής παρουσίας σε κρίσιμες περιοχές, αλλιώς το κενό θα καταληφθεί από την οργάνωση». Η λογική αυτή συγκρούεται με την ιδέα εξωτερικής επιτήρησης ή περιστασιακής παρουσίας διεθνών αποστολών και στηρίζεται σε μία στρατιωτική παράδοση που θέλει την επιβολή να κατοχυρώνεται αποκλειστικά μέσω του πεδίου επιχειρήσεων.
Η εσωτερική διαμάχη αντικατοπτρίζεται και στην αρθρογραφία. Η εφημερίδα Yedioth Ahronoth μετέφερε το αξιωματικό αίτημα: «Να μην ξαναδούμε εικόνες 6-7 Οκτωβρίου», δηλώνουν στελέχη, αναφερόμενα στην ανάγκη να αποτραπεί η επανάληψη αιφνιδιαστικών επιθέσεων ή η ανεξέλεγκτη ανασύσταση στρατιωτικών ικανοτήτων από τη Χαμάς. Η πολεμική λογική των επιτελών απαιτεί, σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, ένα μείγμα επιτόπιας παρουσίας, ισχυρών πληροφοριών και προληπτικών επιχειρήσεων που θα αποτρέπουν την ανασυγκρότηση των ενόπλων ομάδων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κίνηση του ισραηλινού ναυτικού να καταλάβει πλοία που επιχειρούν να εισαγάγουν ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα λειτουργεί ως διπλωματικό και επιχειρησιακό μήνυμα: διατήρηση του ελέγχου στα θαλάσσια περάσματα και αποτροπή ανεπίσημης ροής υλικού και προσώπων που μπορεί να ενισχύσουν τις ένοπλες οργανώσεις. Ωστόσο, η πρακτική αυτή προκαλεί διεθνείς αντιδράσεις και νομικές προκλήσεις σχετικά με τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα των αποστολών, δημιουργώντας ένα πρόσθετο επίπεδο πολιτικής πίεσης που καλούνται να διαχειριστούν οι κυβερνήσεις.
Οι στρατιωτικές πηγές προειδοποιούν ότι η απουσία μόνιμης παρουσίας στο εσωτερικό της Γάζας θα μετατρέψει τη διαδικασία αποστρατιωτικοποίησης σε «διαπραγματευτικό όνειρο», καθώς οι υποδομές και τα δίκτυα της αντίστασης μπορούν να αναδιοργανωθούν σε σχετικά σύντομο χρόνο. Στην ίδια γραμμή, ειδικοί αναλυτές τονίζουν την ανάγκη για «συνδυασμένη λύση»: έναν ενιαίο σχεδιασμό που συνδυάζει στρατιωτικό έλεγχο, διεθνή παρακολούθηση, κοινωνική ανοικοδόμηση και νομικές δεσμεύσεις για τον περιορισμό της ροής όπλων.
Στο πολιτικό επίπεδο, οι επιφυλάξεις του στρατού ενδέχεται να λειτουργήσουν ως ισχυρός μοχλός πίεσης προς την κυβέρνηση: εάν οι ανώτατοι αξιωματικοί εκφράσουν ανοικτά την αντίθεσή τους σε κρίσιμα σημεία, η δυνατότητα εφαρμογής της σχεδίασης του Τραμπ αποδυναμώνεται. Η ισορροπία μεταξύ της πολιτικής βούλησης και της επιχειρησιακής δυνατότητας θα κρίνει εάν μια συμφωνία θα έχει διάρκεια ή θα οδηγήσει απλώς σε προσωρινή άμβλυνση της σύγκρουσης.