Η “διπλή ζωή” του θρυλικού Μποργκ… Από τα κορτ στην κοκαΐνη-Μια εξομολόγηση ψυχής

 Η “διπλή ζωή” του θρυλικού Μποργκ… Από τα κορτ στην κοκαΐνη-Μια εξομολόγηση ψυχής

«Είμαι ένας άνθρωπος που δεν μιλάει πολύ», δηλώνει με ένα πικρό χαμόγελο ο Μπιορν Μποργκ. Ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη υποτίμηση του αιώνα. Ο Σουηδός, ο κορυφαίος τενίστας της εποχής του, πέρασε 42 χρόνια σχεδόν σιωπηλός από τότε που ανακοίνωσε την αποχώρησή του στα 26 του. Όταν το έκανε το 1983, προκάλεσε έναν από τους μεγαλύτερους σεισμούς στην ιστορία του αθλητισμού.

Δεν επρόκειτο μόνο για την αθλητική του ακμή, αλλά και για το γεγονός ότι ήταν ο «ροκ σταρ» του τένις – όμορφος, μυστηριώδης και περιτριγυρισμένος από θαυμαστές. Όταν ο Carlos Alcaraz κατέκτησε το US Open φέτος στα 22 του, έγινε ο δεύτερος νεότερος που έφτασε τα έξι major. Ο Μποργκ τον είχε ξεπεράσει κατά τέσσερις μήνες.

Ο Μποργκ ήταν μόλις 25 όταν σταμάτησε να παίζει σε μεγάλα τουρνουά το 1981. Εκείνη τη χρονιά έφτασε σε τρεις τελικούς Grand Slam, κερδίζοντας το Roland Garros και χάνοντας σε Wimbledon και US Open. Κατέκτησε πέντε διαδοχικά Wimbledon (ρεκόρ που ισοφάρισε μόνο ο Federer) και έξι Roland Garros.

Και μετά εξαφανίστηκε χωρίς εξήγηση. Οι θαυμαστές του σοκαρίστηκαν, αλλά ίσως δεν θα έπρεπε – ήταν ο «σαμουράι» του τένις: δυνατός, πειθαρχημένος και σχεδόν βουβός. Ο «Ice Borg» δεν έδειχνε ποτέ συναίσθημα στο γήπεδο, αν και όλοι υποψιαζόμασταν πως μέσα του γινόταν χαμός – και είχαμε δίκιο.

Στα 69 του πλέον, κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του «Heartbeats», απαντώντας στα ερωτήματα δεκαετιών. Μέσα από λιτή γραφή αποκαλύπτει ιστορίες για ναρκωτικά, αλκοόλ, απελπισία, αποτυχημένες σχέσεις και αυτοεξορία – μια δύσκολη ανάγνωση για κάθε φανατικό θαυμαστή.

borg5

Η σιωπή, οι εξαρτήσεις και η ανάγκη της εξομολόγησης

Η συνομιλία μας γίνεται μέσω βίντεο από τη Στοκχόλμη. Τα μαλλιά του είναι γκρίζα αλλά πλούσια, το σώμα του καλοδιατηρημένο χάρη σε μια αλλόκοτη ρουτίνα άσκησης. Μιλά για το πόσο μισούσε τις συνεντεύξεις τότε – γι’ αυτό υπάρχουν ελάχιστες τηλεοπτικές εμφανίσεις του, σε αντίθεση με τους Connors ή McEnroe. Ακόμα και ως σχολιαστής απέτυχε: απλώς καθόταν σιωπηλός.

«Είμαι πολύ μυστικοπαθής», λέει. «Και πολύ πεισματάρης». Αυτή η πειθαρχία τον οδήγησε στην επιτυχία – ποτέ δεν τα παρατούσε, ποτέ δεν ενέδιδε στο συναίσθημα ή στον πειρασμό. Ήταν όμως και η αιτία των λαθών του: αρνήθηκε να συναναστραφεί με παλιούς φίλους μετά την αποχώρηση, αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει τις νέες ρακέτες όταν επέστρεψε το 1991, αρνήθηκε να εξηγήσει γιατί αποσύρθηκε.

Γιατί λοιπόν μιλά τώρα; «Με βασάνιζε χρόνια. Με ξέρουν ως τενίστα αλλά όχι ως άνθρωπο. Πήρα ανόητες αποφάσεις στη ζωή μου και ήθελα να το πω.» Δεν μπορούσε όμως να αφηγηθεί την ιστορία σε ξένο ή μόνος του.

Πριν λίγα χρόνια ζήτησε από την τρίτη σύζυγό του, Patricia Östfeld, με την οποία είναι μαζί 23 χρόνια, να τον βοηθήσει στη συγγραφή. «Ευτυχώς δέχτηκε. Αλλιώς αυτή η ιστορία θα πήγαινε μαζί μου στον τάφο.» Ήθελε να είναι ανοιχτός για όλα.

borg7

Η απομάκρυνση από το τένις και η κατάρρευση

Στα πρώτα χρόνια λάτρευε το άθλημα – όχι μόνο τις επιτυχίες αλλά και το ίδιο το παιχνίδι. Όμως στα 25, κάηκε ψυχικά: «Ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένος στο τένις – έτρωγα, κοιμόμουν, προπονούμουν, αγωνιζόμουν. Το αγαπούσα.» Τι συνέβη; «Έχασα το κίνητρο.»

Προς το τέλος είχε χάσει τη διάθεση, ήταν καταθλιπτικός και αποκομμένος από τις ρίζες του. Μετακόμισε στο Μονακό, ζώντας ως φορολογικός εξόριστος. Στην πατρίδα θεωρούνταν είτε ήρωας είτε προδότης λόγω φοροδιαφυγής. Με την πρώτη σύζυγο, Mariana Simionescu, αποτέλεσαν αγαπημένο θέμα των media.

Η σχέση τους άλλαξε: εκείνη εγκατέλειψε την καριέρα της για να στηρίξει τον Μποργκ αλλά κατέληξε περισσότερο μητρική φιγούρα παρά σύντροφος. Στο US Open 1981 δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του πριν και κατά τη διάρκεια του τελικού· μετά την ήττα φυγαδεύτηκε από τη διοργάνωση πριν καν απονεμηθούν τα βραβεία.

Συνέβαλαν οι απειλές στην απόφασή του; «Όχι», επιμένει. Ο πραγματικός λόγος ήταν πως ένιωθε ότι δεν είχε ζωή: «Σε κάθε ξενοδοχείο περίμεναν πάνω από 100 άτομα για αυτόγραφα· στα εστιατόρια φωτογράφοι τον ακολουθούσαν παντού. Κατέληξε να μένει στο δωμάτιο, να τρώει μόνος κι έτσι αποφάσισε πως “Αυτό δεν είναι ζωή”.»

borg2

Η αυτοκαταστροφή της δεκαετίας του ’80

Το πρώτο έτος ελευθερίας ήταν υπέροχο: μετακόμισε στην Αμερική, έζησε στο Long Island της Νέας Υόρκης και διασκέδαζε χωρίς όρια – μέχρι που συνειδητοποίησε πως κάτι έλειπε: η ένταση που προσέφερε το τένις. Το καλοκαίρι του 1982 γνώρισε την κοκαΐνη· όπως γράφει στο βιβλίο, η ευφορία ήταν παρόμοια με εκείνη των αγώνων – εθίστηκε αμέσως.

Δεν είχε σχέδιο ζωής εκτός τένις. «Ήμουν χαμένος», παραδέχεται. «Γι’ αυτό οι σημερινοί αθλητές προετοιμάζονται για τη ζωή μετά τον αθλητισμό – έχουν μάνατζερ, συμβούλους. Εγώ τα έκανα όλα μόνος μου.» 

Άρχισε να καταναλώνει περισσότερα ναρκωτικά, χάπια κι αλκοόλ. Το διαζύγιό με τη Simionescu ήρθε το 1984 και έναν χρόνο μετά απέκτησε γιο, τον Robin με τη Σουηδή μοντέλο Jannike Björling. Ο Robin ήταν ό,τι καλύτερο συνέβη εκείνη τη δεκαετία· όμως ο Μποργκ δεν ήταν σε θέση να γίνει καλός πατέρας. 

Όταν αισθανόταν άσχημα προσπαθούσε να ξεφύγει με ουσίες. Πότε κατάλαβε ότι βλάπτει τον εαυτό του. «Το 1989, όταν αποφάσισα να επιστρέψω στο τένις. Ήξερα πως δεν μπορούσα άλλο έτσι.» 

Το ίδιο έτος παντρεύτηκε την Ιταλίδα τραγουδίστρια Loredana Bertè και μετακόμισε στο Μιλάνο. Η ζωή έγινε χαοτική: περισσότερες ουσίες, ένα προβληματικό διαζύγιο, γιός μακριά στη Σουηδία, και χρεοκοπία της εταιρείας ένδυσης Björn Borg. 

Παρέμεινε σωματικά υγιής αλλά αυτοκαταστρεφόταν ψυχικά. Τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς μια υπερβολική δόση σχεδόν τον σκότωσε. Όταν η Bertè δεν μπορούσε να τον ξυπνήσει, κάλεσε ασθενοφόρο. Του έσωσαν τη ζωή. 

borg3

Η επιστροφή στα γήπεδα ως πράξη σωτηρίας

Ακόμη κι έτσι συνέχισε με ουσίες μέχρι που συνειδητοποίησε ότι χρειάζεται πλήρη αλλαγή ζωής. Το 1990 πήρε ξανά ρακέτα στα χέρια: «Δεν επέστρεψα για τίτλους, αλλά για να σωθώ.» 

Μετακόμισε στο Λονδίνο, μπήκε σε πρόγραμμα απεξάρτησης κι άρχισε προπονήσεις στο Queen’s Club. 
Το 1991στα 34 του, ανακοίνωσε επίσημα comeback με… ξύλινη ρακέτα! Στον πρώτο αγώνα στο ATP Monte Carlo έχασε εύκολα από τον Jordi Arrese (6-2, 6-3), όμως ένιωθε πιο ευτυχισμένος από ποτέ: «Ήταν σαν λύτρωση μετά απ’ όσα είχα περάσει.» Για τους άλλους δεν είχε σημασία αν κέρδιζε ή έχανε – για εκείνον ήταν ζήτημα επιβίωσης.

borg6

Borg & McEnroe: Αντίπαλοι, φίλοι, αντίθετοι κόσμοι

Μετά την πρώτη αποχώρηση διέκοψε κάθε επαφή με συναθλητές. Ο μοναδικός που επέμενε να μην τα παρατήσει ήταν ο John McEnroe: «Με καλούσε συνεχώς:”Δεν γίνεται να φύγεις τόσο νωρίς”. Εγώ όμως είχα πάρει την απόφαση».

Οι δυο τους υπήρξαν αντίθετοι χαρακτήρες: o Borg  samurai, o McEnroe θυελλώδης. Η αντιπαλότητά τους κορυφώθηκε στον τελικό Wimbledon 1980, που θεωρείται ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών. 

Η βιογραφική ταινία “Borg vs McEnroe” (2017) αναδεικνύει αυτή τη σχέση. Ο μικρότερος γιος του Borg, Leo, τον υποδύεται ως μαθητή.

borg8

Η μεταμόρφωση μέσα από τις αποτυχίες και η νέα αρχή

Ως παιδί είχε έντονα ξεσπάσματα θυμού στο γήπεδο – τιμωρήθηκε με εξάμηνη αποβολή από τον σύλλογό του στη Σουηδία λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς.
Αυτό έγινε η αφορμή για τη μετέπειτα “παγωμένη” εικόνα. Επιστρέφοντας απέκρυπτε κάθε συναίσθημα μέχρι που τελικά κατάφερε να αυτοκυριαρχείται πλήρως.

Μετά την ήττα στον τελικό Wimbledon το 1981 δεν εμφανίστηκε ξανά μέχρι τα Millennium Championships το 2000 . Η απουσία σχολιαζόταν διακριτικά – σαν φάντασμα που πλανιόταν πάνω από το Wimbledon.

Επανένταξη στην κοινότητα των πρωταθλητών & προσωπική λύτρωση

Η πραγματική στροφή ήρθε όταν ο Jimmy Connors δημιούργησε το Senior Champions Tour ( 1993 ). Εκεί ξαναβρήκε νόημα παίζοντας απέναντι στους παλιούς αντιπάλους. Κέρδισε πέντε τίτλους senior tournaments· πάνω απ’ όλα όμως βρήκε ξανά επαφή με τους συνομηλίκους και μίλησε ανοιχτά για τα προβλήματά του – ακόμη κι αν υπήρχαν κάποιες υποτροπές στη δεκαετία ’90.

Παρά τις δυσκολίες (και μια αποκάλυψη χρήσης κοκαΐνης σε σουηδικό περιοδικό που διέψευσε δικαστικά), τα media ουσιαστικά δεν ανέδειξαν ποτέ πλήρως τα προσωπικά δράματά του.

borg1

Aποδοχή, οικογένεια και νέα ισορροπία στη ζωή

Το χειρότερο πισωγύρισμα ήρθε το 1993 ; όταν υπερβολική δόση λίγο έλειψε να τον σκοτώσει μπροστά στον πατέρα του στην Ολλανδία.”Όταν ξύπνησα στο νοσοκομείο είδα τον πατέρα μου μπροστά μου… Ήταν ντροπή.” Από τότε οι υποτροπές μειώθηκαν έως εξαφανίστηκαν.

Το 1999 γνώρισε τη Patricia καθαρός πλέον από ουσίες έκτοτε.Το 2000 επέστρεψε θριαμβευτικά στο Wimbledon:”Ήταν τεράστια ανακούφιση… Ένιωσα ξανά σπίτι μου.”

Aντιμετωπίζοντας νέες δοκιμασίες – Η μάχη με τον καρκίνο

Παρά τις δυσκολίες (με εποχικές καταθλίψεις που αντιμετωπίζει περνώντας φθινόπωρα στην Ibiza μαζί με φίλους όπως ο Boris Becker), έχει βρει νέα σταθερότητα ως σύζυγος, πατέρας, παππούς κι επιχειρηματίας (μέρος της εταιρείας ένδυσης Björn Borg αγοράστηκε εκ νέου κι έκτοτε έχει οικονομική άνεση). Το 2014 ψηφίστηκε κορυφαίος Σουηδός αθλητής όλων των εποχών από τη Dagens Nyheter.

Στο τέλος της αυτοβιογραφίας σοκάρει αναφέροντας πως πριν λίγα χρόνια διαγνώστηκε με προχωρημένο καρκίνο προστάτη. Το 2024 χειρουργήθηκε και “Λίγες μέρες μετά μου είπε ο χειρουργός: ‘Ήταν πολύ σοβαρό… αλλά είσαι καλά.'” Σήμερα νιώθει υγιής αλλά υποβάλλεται σε εξετάσεις ανά εξάμηνο.

Ούτε ο καρκίνος ούτε τίποτε άλλο έχουν περιορίσει τη μανιώδη φυσική δραστηριότητά του:
Περπατά καθημερινά 20 χιλιόμετρα μέσα στο διαμέρισμά του στη Στοκχόλμη! “Έτσι σκέφτομαι καλύτερα”, λέει γελώντας.

Σπάνια μια συνέντευξη αφήνει τόσο έντονο συναίσθημα. Ο ίδιος δηλώνει πλέον λυτρωμένος:
“Έχω βγάλει το σακίδιο απ’ την πλάτη μου. Αισθάνομαι ελεύθερος.”