To κυβερνοέγκλημα αναμένεται να κοστίσει 15,6 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2029

 To κυβερνοέγκλημα αναμένεται να κοστίσει 15,6 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2029

Ραγδαία αύξηση του κυβερνοεγκλήματος σε παγκόσμιο επίπεδο προβλέπει νέα έρευνα της ομάδας Signal Insights της Mastercard, με την τεχνητή νοημοσύνη και την ευρεία διάθεση εργαλείων κυβερνοεπιθέσεων να εντείνουν την απειλή με κόστος κοντά στα 15,6 τρις δολάρια ως το 2029.

Το κυβερνοέγκλημα, πέρα από το συμβατικό ή το υβριδικό έγκλημα, όπως τονίζουν οι ειδικοί, εξελίσσεται σε μία από τις μάστιγες του 21ου αιώνα. Οι απώλειες στην παγκόσμια οικονομία προβλέπεται ότι θα ξεπεράσουν τα 15,6 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2029, σύμφωνα με νέα έρευνα της ομάδας Signal Insights της Mastercard, βάζοντας φωτιά και στους προϋπολογισμούς των εταιριών και των κρατών.

Η μελέτη καταγράφει την ταχεία εξέλιξη των απειλών, καθώς η άνοδος αυτόνομων συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης δημιουργεί πρωτοφανείς προκλήσεις για κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και καταναλωτές.

Σύμφωνα με την έρευνα, κατά το news247.gr τέσσερις βασικοί παράγοντες διαμορφώνουν το νέο περιβάλλον απειλών:

  • Η αύξηση των τρωτών σημείων για κυβερνοεπιθέσεις, λόγω της εκτεταμένης χρήσης ψηφιακών συστημάτων και συσκευών
  • Η γεωπολιτική αστάθεια
  • Οι επιθέσεις μεγάλης κλίμακας με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης
  • Η εύκολη πρόσβαση σε εργαλεία κυβερνοεγκλήματος, που επιτρέπει ακόμη και σε μη ειδικούς να πραγματοποιούν επιθέσεις

Οι απειλές επιταχύνονται, οδηγώντας σε πιο περίπλοκες μορφές εγκληματικής δραστηριότητας, από αυτόνομους agents που εντοπίζουν τρωτά σημεία σε πραγματικό χρόνο, μέχρι εξελιγμένα δίκτυα ξεπλύματος χρήματος που ενσωματώνουν παράνομα κεφάλαια στη νόμιμη οικονομία.

Παράλληλα, ένα νέο κύμα καινοτομίας στην κυβερνοασφάλεια, την πρόληψη απάτης και την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος επιδιώκει να ενισχύσει τη θωράκιση του ψηφιακού οικοσυστήματος. Οι νέες άμυνες περιλαμβάνουν προσαρμοστικά εργαλεία βασισμένα στην τεχνητή νοημοσύνη, προηγμένες μορφές authentication και tokenization, καθώς και συνεργατικές πλατφόρμες που επιτρέπουν την άμεση ανταλλαγή πληροφοριών για κυβερνοεπιθέσεις.

Η Mastercard ανακοίνωσε πως έχει επενδύσει περισσότερα από 10,7 δισ. δολάρια από το 2018 για την προστασία της παγκόσμιας ψηφιακής οικονομίας. Χρησιμοποιεί εργαλεία εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης όπως το Safety Net και το Decision Intelligence Pro, με στρατηγικές εξαγορές εταιρειών όπως οι Recorded Future και Ethoca, αλλά και με καινοτόμες λύσεις όπως τα Scam Protect, Consumer Fraud Risk και Trace Financial Crime.

Αλλά δεν είναι η μόνη εταιρεία, που οργανώθηκε ψηφιακά. Κατά καιρούς και στη χώρα μας αλλά και σε άλλα κράτη είτε πολίτες είτε οργανισμοί ταλαιπωρούνται από ψηφιακές εισβολές. Συχνά δέχονται εισβολές και τα τραπεζικά συστήματα ζητώντας διαρκώς αναβαθμίσεις.

Το 2023, όπως είχε ανακοινωθεί από πλευρά του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής το κόστος του κυβερνοεγκλήματος ήταν στα 10 τρις ευρώ και διαρκώς ανεβαίνει.

Το θέμα των ψηφιακών εισβολών καθίσταται εξαιρετικά επίκαιρο και αφορά στην κυβερνοασφάλεια και των κρατών για θέματα υγείας και προσωπικών δεδομένων ενώ παραμένει αγκάθι και για τα ψηφιακά οπλικά συστήματα. Τα επόμενα χρόνια και τα κράτη θα πρέπει να επενδύσουν σε θέματα κυβερνοάμυνας αλλά και οι πολίτες να έχουν ψηφιακή ασφάλεια, αφού κατά καιρούς όλοι έχουν δει τι έχει συμβεί με τη διαρροή δεδομένων είτε από άποψη χρημάτων είτε με τη διαρροή φωτογραφιών, βίντεο κ.ά.

Το 2024, η Ιντερπόλ ανακοίνωσε πως συνέλαβε 41 άτομα και κατέβασε περισσότερες από 22.000 κακόβουλες διευθύνσεις IP και 1.037 διακομιστές σε μια παγκόσμια επιχείρηση για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο.

Το ηλεκτρονικό ψάρεμα, το ransomware και οι διαρροές δεδομένων ήταν οι βασικοί τομείς εστίασης για τους αστυνομικούς που ασχολούνται με το κυβερνοέγκλημα και στη χώρα μας. Η γενετική τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στο κυβερνοέγκλημα για τη δημιουργία κειμένου για μηνύματα ηλεκτρονικού «ψαρέματος».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επιχείρηση της Ιντερπόλ με την ονομασία Synergia II, διήρκεσε από την 1η Απριλίου έως τις 31 Αυγούστου 2024. Είχε ως στόχο να εξουδετερώσει τις απειλές που προκύπτουν από «την επαγγελματοποίηση του διεθνικού εγκλήματος στον κυβερνοχώρο», όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της.