Nέα μελέτη συνδέει τα φάρμακα αδυνατίσματος με τη μειωμένη εμφάνιση καρκίνου… αλλά με βάση τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος

 Nέα μελέτη συνδέει τα φάρμακα αδυνατίσματος με τη μειωμένη εμφάνιση καρκίνου… αλλά με βάση τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος

Η χρήση αγωνιστών GLP-1 συνδέεται με μειωμένο συνολικό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη στο επιστημονικό περιοδικό Jama Oncology. Η έρευνα βασίστηκε σε δεδομένα από περισσότερους από 86.000 ενήλικες με υπερβολικό βάρος ή παχυσαρκία σε διάστημα 10 ετών, συγκρίνοντας τα ιατρικά ιστορικά όσων λάμβαναν αυτά τα φάρμακα (γνωστά με τις εμπορικές ονομασίες Ozempic ή Wegovy) με όσους δεν είχαν υποβληθεί σε αντίστοιχη αγωγή.

Τα ποσοστά εμφάνισης για τους 14 τύπους καρκίνου που μελετήθηκαν ήταν 13,6 ανά χίλια άτομα για τους χρήστες GLP-1 έναντι 16,4 για όσους δεν έλαβαν θεραπεία, υποδηλώνοντας σαφώς χαμηλότερο συνολικό κίνδυνο καρκίνου στους ασθενείς που έκαναν χρήση των φαρμάκων.

Η προστατευτική αυτή επίδραση ήταν ιδιαίτερα εμφανής σε περιπτώσεις καρκίνου του ενδομητρίου, των ωοθηκών και μηνιγγιώματος.

Σύνδεση παχυσαρκίας και καρκίνου

Η συγκεκριμένη μελέτη θεωρείται σημαντική, αν και σε κάποιο βαθμό αναμενόμενη. Καταγράφει με στατιστικά στοιχεία αυτό που θα μπορούσε να προβλεφθεί βάσει της σχέσης αιτίου-αποτελέσματος: Οι αγωνιστές GLP-1 προκαλούν απώλεια βάρους έως και 20% μέσα σε 72 εβδομάδες. Επιπλέον, η παχυσαρκία αποτελεί γνωστό παράγοντα κινδύνου για τουλάχιστον 13 τύπους καρκίνου (η παρούσα ανάλυση περιέλαβε όλους αυτούς και επιπλέον τον καρκίνο του πνεύμονα).

Έρευνα από το Νοσοκομείο del Mar στη Βαρκελώνη είχε δείξει πως η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου κατά δώδεκα φορές στις γυναίκες και τον διπλασιάζει στους άνδρες. Η πιθανή επίδραση του Ozempic και αντίστοιχων σκευασμάτων δεν προκαλεί έκπληξη: μειώνοντας την παχυσαρκία, μειώνεται και ο κίνδυνος ανάπτυξης ορισμένων μορφών καρκίνου.

Περιορισμοί και νέες παρατηρήσεις

Ωστόσο, δεν είναι όλα θετικά. Η χρήση των φαρμάκων ενδέχεται να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο των νεφρών, σύμφωνα με τη μελέτη, αν και το χαρακτηρίζει ως «ασήμαντο». «Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για μακροχρόνια παρακολούθηση ώστε να διευκρινιστούν οι υποκείμενοι μηχανισμοί και οι κλινικές συνέπειες των ευρημάτων», σχολιάζουν οι ερευνητές από το Pανεπιστήμιο της Indiana.

Έκπληξη προκάλεσε επίσης η διαπίστωση μειωμένων ποσοστών καρκίνου του πνεύμονα στους χρήστες (1,6 ανά 1.000 άτομα έναντι 2,03 στους μη χρήστες), αν και η διαφορά δεν κρίθηκε στατιστικά σημαντική. Εικάζεται πάντως ότι τα φάρμακα αυτά μπορεί να συμβάλλουν στη διαχείριση εθισμών, καθώς αρκετοί ασθενείς ανέφεραν όχι μόνο περιορισμό της υπερφαγίας αλλά και διακοπή του καπνίσματος κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

Επιστημονικά ευρήματα και προοπτικές

Η αξία της μελέτης έγκειται τόσο στην ποσότητα όσο και στην ποιότητα των δεδομένων της. Όλοι οι συμμετέχοντες πληρούσαν τα κριτήρια για θεραπεία με αγωνιστές GLP-1, παρουσίαζαν παρόμοια ποσοστά παχυσαρκίας, δεν είχαν ιστορικό καρκίνου, η μέση ηλικία ήταν 52 ετών και το 68% ήταν γυναίκες.

Οι συγγραφείς χαιρετίζουν τα ευρήματα αυτής της επιδημιολογικής ανάλυσης αλλά τονίζουν πως απαιτείται περαιτέρω ιατρική έρευνα σχετικά με τη σχέση μεταξύ των φαρμάκων GLP-1 και της εμφάνισης κακοηθειών.

Οι επιστήμονες συνεχίζουν να ανακαλύπτουν νέους μηχανισμούς δράσης των υποδοχέων GLP-1. Αρχικά σχεδιασμένοι για τη ρύθμιση παραγωγής ινσουλίνης, αργότερα αποδείχθηκαν ισχυρά κατασταλτικά της όρεξης. Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο εθισμών· πρόσφατη δοκιμή έδειξε ότι αποτρέπουν τη συσσώρευση λίπους στο ήπαρ και τη δημιουργία ίνωσης, ενώ συμβάλλουν στη μείωση της φλεγμονής — κάτι που ίσως εξηγεί τα νέα ευρήματα για τους σχετιζόμενους με την παχυσαρκία καρκίνους.

Παγκόσμια διάσταση της παχυσαρκίας

Η παχυσαρκία πλέον αφορά περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο άτομα, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Μελέτη που δημοσιεύθηκε πέρυσι στο The Lancet αποκάλυψε ότι το υπερβολικό βάρος αποτελεί τη συχνότερη μορφή υποσιτισμού στις περισσότερες χώρες: τα περιστατικά σε παιδιά τετραπλασιάστηκαν μέσα σε τρεις δεκαετίες, ενώ στους ενήλικες σχεδόν τριπλασιάστηκαν.

Πηγή: elpais.com