Ανάλυση: Τι κρύβεται πίσω από την… αμερικανικής έμπνευσης πρόταση Γκαντς για “κυβέρνηση υπεράσπισης των ομήρων”
Η πολιτική σκηνή του Ισραήλ βρίσκεται και πάλι σε αναβρασμό, καθώς ο πρώην Υπουργός Άμυνας και επικεφαλής του κόμματος Καχόλ Λαβάν, Μπένι Γκαντζ, παρουσίασε μια απρόσμενη πρωτοβουλία για επιστροφή στην κυβέρνηση υπό τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, με μια νέα σύνθεση που ο ίδιος ονόμασε «κυβέρνηση υπεράσπισης των ομήρων». Η πρόταση αυτή έρχεται μετά από μήνες έντονης «ζύμωσης» και διπλωματικών διαβουλεύσεων σε επίπεδο Ουάσινγκτον, με ρίζες που ανάγονται στην προεδρία του Τζο Μπάιντεν αλλά με ιδέες που είχαν συζητηθεί ήδη κατά την περίοδο Τραμπ.
Το σχέδιο παρουσιάζεται ως μια προσωρινή κυβερνητική λύση για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης των ομήρων στην Λωρίδα της Γάζας, αλλά και για την προώθηση μεταρρυθμίσεων στον στρατιωτικό νόμο για τη θητεία των Χαρεντί, ενώ παράλληλα λειτουργεί ως πολιτική στρατηγική που αναμφίβολα επηρεάζει τις σχέσεις και τη δυναμική της ισραηλινής αντιπολίτευσης.
Η πρόταση Γκαντζ συνιστά μια κίνηση υψηλού ρίσκου και πολιτικής στρατηγικής, καθώς στοχεύει να επαναφέρει τον ίδιο στο κέντρο της διακυβέρνησης, παρά τις αρνητικές αντιδράσεις των πολιτικών του αντιπάλων. Συγκεκριμένα, ο Γκαντς απευθύνθηκε όχι μόνο στον Νετανιάχου, αλλά και στους πρώην συνεργάτες του, Αβιγκντόρ Λίμπερμαν και Γιαΐρ Λαπίντ, προτείνοντας μια κυβέρνηση κοινού στόχου και περιορισμένης διάρκειας. Η απάντηση, ωστόσο, ήταν σαφώς αρνητική: Λαπίντ και Λίμπερμαν χαρακτήρισαν την πρωτοβουλία ως «χτύπημα στην ενότητα της αντιπολίτευσης» που εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο τον Νετανιάχου.
Στο κυβερνητικό Λικούντ, η αντίδραση ήταν πιο προσεκτική: η επιστροφή Γκαντζ έγινε δεκτή με όρους, ενώ παράλληλα επισημάνθηκε η ανάγκη για την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων των εκλογών. Παρά την παρουσίαση της πρωτοβουλίας ως της «συντομότερης οδού για την επίτευξη συμφωνίας με τη Χαμάς», η πραγματικότητα των διαπραγματεύσεων δείχνει ότι η διαδικασία θα είναι χρονοβόρα, ενώ ο Νετανιάχου φαίνεται να ενδιαφέρεται κυρίως για την εξασφάλιση χρόνου ώστε να διατηρήσει την στρατηγική του στην κλιμάκωση της σύγκρουσης.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου το Σάββατο το βράδυ, ο Γκαντζ ανέλυσε τους στόχους της «κυβέρνησης υπεράσπισης των ομήρων», εστιάζοντας σε δύο κρίσιμα ζητήματα: την απελευθέρωση των ομήρων που κρατούνται από τη Χαμάς στη Γάζα και τη θέσπιση ενός νόμου για την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία των Χαρεντί, ο οποίος θα είναι αποδεκτός από όλες τις πλευρές. Ο ίδιος πρότεινε μια περιορισμένη χρονικά κυβέρνηση, διάρκειας έξι μηνών, με απώτερο στόχο τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών την άνοιξη του 2026, επισημαίνοντας ότι η διαδικασία αυτή θα πρέπει να είναι ανοιχτή σε συνεργασία και με την αντιπολίτευση, χωρίς ωστόσο να παραμερίζει τον στρατηγικό στόχο της επιστροφής των ομήρων.
Στο πλαίσιο της ίδιας συνέντευξης, ο Γκαντζ υπενθύμισε ότι «στα τούνελ της Χαμάς βρίσκονται 50 ομήροι που υποφέρουν από πείνα και βασανιστήρια. Το καθήκον του κράτους είναι να σώσει ζωές». Τόνισε παράλληλα ότι η πρωτοβουλία του δεν συνιστά παραχώρηση στον Νετανιάχου ή στην κυβέρνηση, αλλά αντίθετα αποτελεί προσπάθεια για τη διάσωση ζωών και την προστασία της ενότητας του στρατού και της κοινωνίας.
- Ο Γκαντζ τόνισε την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός πλαισίου συνεργασίας με την αντιπολίτευση, επιχειρηματολογώντας ότι η συμμετοχή από το εσωτερικό της κυβέρνησης είναι πιο αποτελεσματική από τη στήριξη από τα θεωρεία της αντιπολίτευσης. «Αν ο Νετανιάχου δεν αποδεχθεί την πρόταση, τουλάχιστον θα γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιήσαμε όλα τα μέσα που μας έδωσε ο λαός», σημείωσε, υπογραμμίζοντας την επιτακτική ανάγκη για άμεση δράση λόγω της κρίσιμης κατάστασης των ομήρων.
Η πρωτοβουλία αυτή δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία σε διπλωματικό επίπεδο. Αντιθέτως, η ιδέα είχε συζητηθεί ήδη από την κυβέρνηση Μπάιντεν με στόχο την εξασφάλιση της απομάκρυνσης των πιο ακραίων υπουργών, όπως ο Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ και ο Μπεζαλέλ Σμότριτς, από την κυβέρνηση. Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν αναλάβει διαβουλεύσεις με την ισραηλινή αντιπολίτευση, συμπεριλαμβανομένου του πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στο Τελ Αβίβ, Νταν Σαπίρο, που παρακολούθησε τις εξελίξεις και άσκησε πίεση για την αποδοχή της πρότασης. Σύμφωνα με πολιτικές πηγές στο Τελ Αβίβ, η ιδέα επανήλθε αργότερα υπό την διοίκηση Τραμπ, με στόχο να εξασφαλιστεί η παραμονή του Νετανιάχου στην εξουσία.
Ωστόσο, η καθυστέρηση στην εφαρμογή της πρότασης φαίνεται να έχει μειώσει την αποτελεσματικότητά της. Στο Λικούντ, ο Νετανιάχου παρακολουθούσε προσεκτικά τις αντιδράσεις, ενώ οι συνεργάτες του ήταν θετικοί μόνο στην επιστροφή του Γκαντζ, χωρίς την παρουσία Λαπίντ και Λίμπερμαν, και έθεσαν ως όρο τη διεξαγωγή των εκλογών στην προγραμματισμένη ημερομηνία, τον Οκτώβριο του 2026. Στο πλαίσιο αυτό, πηγές του κόμματος υπογράμμισαν ότι «ο Γκαντζ δεν είναι ιδιοφυής πολιτικός, αλλά ούτε αφελής· γνωρίζει ότι η πρόταση του είναι μη ρεαλιστική, ωστόσο επιδιώκει να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα του».
- Από την πλευρά της αντιπολίτευσης, ο Λαπίντ εμφανίστηκε επιφυλακτικός, θεωρώντας ότι ο Νετανιάχου θα εκμεταλλευτεί την παρουσία τους για να υποτιμήσει και να αποδυναμώσει την αντιπολίτευση, όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν με τον ίδιο και τον Γκαντζ. Παρόμοια, ο Λίμπερμαν απέρριψε πλήρως την πρόταση, υπογραμμίζοντας ότι η επιστροφή των ομήρων δεν αποτελεί ζήτημα πολιτικής κατεύθυνσης, αλλά καθαρά ανθρωπιστικό και ηθικό. Τόνισε ότι η μόνη αποδεκτή λύση είναι η άμεση επιστροφή όλων των ομήρων, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, και ότι η μοναδική κυβέρνηση στην οποία θα συμμετείχε θα ήταν μια «σιωνιστική κυβέρνηση ενότητας», αποφεύγοντας οποιοδήποτε είδος παραπλάνησης.
Ο πιο έντονος αντίλογος ήρθε από τον Μπεν Γκβιρ, ο οποίος χαρακτήρισε την πρωτοβουλία «απαράδεκτη» και υπερασπίστηκε την πολιτική της νίκης έναντι της Χαμάς, απορρίπτοντας κάθε πιθανότητα διαπραγμάτευσης ή «συμβιβασμού». Η ένταση αυτή καταδεικνύει το βαθύ διχασμό στο εσωτερικό της ισραηλινής πολιτικής, όπου οι πρωτοβουλίες ανθρωπιστικού χαρακτήρα έρχονται αντιμέτωπες με ισχυρές πολιτικές και στρατηγικές αντιστάσεις.
Συνολικά, η πρόταση Γκαντζ συνιστά μια ενδιαφέρουσα μείξη διπλωματικής στρατηγικής, ανθρωπιστικής πίεσης και πολιτικού παιχνιδιού. Προσφέρει έναν πιθανό δρόμο για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τους ομήρους, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να ανακτήσει πολιτικό έδαφος για τον ίδιο και την κοινοβουλευτική του δύναμη. Παρά την αρνητική ή επιφυλακτική στάση των κύριων παραγόντων της ισραηλινής πολιτικής, η πρωτοβουλία αναδεικνύει την κρίσιμη ισορροπία μεταξύ ανθρώπινων ζωών, στρατιωτικής ισχύος και πολιτικής στρατηγικής.
- Η χρονική συγκυρία, με την ένταση στην Γάζα, τις διαπραγματεύσεις με τη Χαμάς και την εσωτερική πίεση για μεταρρυθμίσεις στον στρατιωτικό νόμο, καθιστά την πρωτοβουλία Γκαντζ ενδιαφέρουσα όχι μόνο για τους Ισραηλινούς, αλλά και για τη διεθνή κοινότητα που παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις στην περιοχή. Ο συνδυασμός ανθρωπιστικού στόχου και πολιτικής τακτικής υποδηλώνει ότι το Ισραήλ βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής, όπου η κάθε απόφαση μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στις διεθνείς σχέσεις.
Τέλος, η «κυβέρνηση υπεράσπισης των ομήρων» αποτελεί παράδειγμα της διαπλοκής πολιτικής, στρατηγικής και ανθρωπισμού στον σύγχρονο ισραηλινό πολιτικό σκηνικό. Παρά τις αμφιβολίες για την πρακτική υλοποίηση, η πρωτοβουλία ανοίγει τη συζήτηση για τον ρόλο της αντιπολίτευσης, τη δυναμική των εκλογών και την ικανότητα των πολιτικών ηγετών να κινητοποιούν διεθνείς και εσωτερικές δυνάμεις για την επίτευξη κρίσιμων στόχων. Όπως και να έχει, το επόμενο διάστημα θα δείξει εάν η καθυστερημένη «αμερικανική συνταγή» του Γκαντζ θα μετατραπεί σε πρακτική πολιτική λύση ή σε ακόμη ένα κεφάλαιο της πολύπλοκης ισραηλινής πολιτικής σκακιέρας.