Αύγουστος: Ο μήνας της ζωής μας με χαρακτηριστικά… ιστορικής ιερότητας παγκοσμίως
Eπιτέλους! Αύγουστος. Ο μήνας της ατελείωτης, χαρακτηριστικής θερινής ραστώνης (έχει γίνει και ταινία από τον Παντελή Βούλγαρη στις “Ησυχες Ημέρες του Αυγούστου” και για πολλούς ο μήνας των καλοκαιρινών διακοπών (που δεν κρατούν πια ένα μήνα αλλά αυτό αφορά άλλο ρεπορτάζ που θα γίνει στο σωστό χρόνο). Είναι κοινό μυστικό ότι κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, και ιδιαίτερα μεταπολεμικά, όταν το βιωτικό επίπεδο των Ελλήνων άρχιζε σιγά-σιγά να ανεβαίνει, η διακοπή της καθημερινότητας τον Αύγουστο απέκτησε χαρακτηριστικά… ιερότητας.
Αυτός προφανώς έχει να κάνει με το γεγονός ότι στη μέση αυτού του θεσπέσιου μήνα γιορτάζεται η μεγάλη γιορτή της Κοίμησης του Θεοτόκου που είναι ταυχόχρονα μία από τις πιο “βαριές” αργίες της χώρας. Όμως η λατρεία του Αυγούστου δεν έχει μόνο θρησκευτικές απολήξεις.
Θα έλεγε κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με ένα άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο που συνεχίζει να τηρείται από τους εταίρους έστω και με προβλήματα. Η καθημερινότητά μας είναι διαφορετική τον Αύγουστο. Δεν υπάρχει βουλή, δεν υπάρχουν, εκτός εξαιρέσεων πολιτικές εξελίξεις, “δεν υπάρχουν ειδήσεις” σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Εκο.
Ο άνθρωπος που περιέγραψε ίσως καλύτερα και πιο πειστικά από κάθε άλλον την αυγουστάτικη ιερότητα ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν είχε κάνει λόγο για τα “μπάνια του λαού” που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διακόπτονται. Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ άλλωστε είχε συμβάλλει με την πολιτική του στην ενίσχυση της αυγουστιάτικης ραστώνης διπλασιάζοντας, επί της ουσίας, το διάστημα αδείας δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων.
Οι ανάγκες του τουρισμού αλλά και της θρησκείας
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την εξάπλωση του οργανωμένου τουρισμού, ο Αύγουστος καθιερώθηκε άτυπα ως ο συνηθέστερος μήνας για άδεια, μέσω σιωπηρής «συμφωνίας» στους εργασιακούς χώρους. Έτσι, η πλειονότητα των επιχειρήσεων περιορίζουν τη λειτουργία τους ή κλείνουν τον Αύγουστο, ενισχύοντας τη δυναμική του μήνα ως περίοδο γενικής ανάπαυλας.
Όμως αιώνες πριν συμβεί αυτό επί ελληνικού εδάφους, οι βάσεις των αργιών του Αυγούστου έμπαιναν στην ιταλική χερσόνησο, επί ημερών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Αύγουστος, μετά τη μετονομασία του από Sextilis προς τιμήν του Αυγούστου Καίσαρα, συνδέθηκε με μεγάλα λαϊκά φεστιβάλ και ανάπαυλα (Feriae Augusti), συνήθεια που επεκτάθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες τους επόμενους αιώνες.
Η παράδοση αυτή φτάνει έως και τις ημέρες, έστω και αν το κυρίαρχο θρησκευτικό δόγμα στην Ευρώπη έχει αλλάξει τους τελευταίους 20 αιώνες. Ο δεκαπενταύγουστος και όσα συμβολίζει λειτούργησε ως κομβικό σημείο για την καθιέρωση του Αυγούστου ως μήνα μαζικής ανάπαυλας και εορτασμών στην Ελλάδα.
Σε κάθε γωνιά της χώρας πραγματοποιούνται πανηγύρια, μεταφέροντας πληθυσμούς από πόλεις στα χωριά και τα νησιά, και ονομάζεται «Πάσχα του καλοκαιριού» λόγω του μεγέθους και του συναισθηματικού του φορτίου σε εθνικό επίπεδο. Πρόκειται για ένα σημείο συνάντησης της παράδοσης, της θρησκευτικότητας και της συλλογικής ξεκούρασης.
Ο Αύγουστος των μεγάλων ποιητών
Για όλους τους παραπάνω λόγους ο Αύγουστος κατέχει κεντρική, δεσπόζουσα θέση στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας.
Ο βραβευμένος με νόμπελ Οδυσσέας Ελύτης στο ποίημά του «Αύγουστος» (1972) τον περιγράφει ως μήνα φωτεινό, γεμάτο αστέρια και γιασεμιά, που φέρνει ξανά τη χαρά και την επανένωση (“Ο Αύγουστος ελούζονταν μες την αστροφεγγιά κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά”).
Ο προγενέστερος Κ.Π. Καβάφης κάνει αναφορά σε βραδιές του Αυγούστου με έντονη ατμόσφαιρα και χρώματα, όπως σε ένα σαπφείρινο μαβί φως (“Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί… Εκείνη του Αυγούστου — Αύγουστος ήταν; — η βραδιά.
Ο Γιάννης Ρίτσος, τέλος, στο ποίημά του «Μεσημέρι Αυγούστου» αναδεικνύει την ατμόσφαιρα του καυτού, μεσημεριού, με τις μυρωδιές των ροδάκινων, τα τζιτζίκια που σιωπούν και το κορμί που ζει την απλότητα και το βάρος του καλοκαιριού.
Εικόνες και μυρωδιές που όλοι έχουμε αποτυπώσει στο σκληρό δίσκο της μνήμης μας, κυρίως από τα παιδικά μας καλοκαίρια αλλά όχι μόνο.
“Η ψυχή γίνεται μέλισσα που πετά, μέσα σε μια απέραντη γαλήνη, με τον άνεμο του Αυγούστου να χαϊδεύει τα πάντα” όπως έγραφε ένας άλλος έξοχος Ελληνας ποιητής, ο Νικηφόρος Βρεττάκος.