Ουκρανία-Ρωσία: Επιστροφή στις διαπραγματεύσεις χωρίς “ψευδαισθήσεις”
epa12256589 A handout photo made available by the Turkish Foreign Ministry press office shows Turkish Foreign Minister Hakan Fidan (C), Chief of the Turkish General Staff Metin Gurak (C-L) and Director of the National Intelligence Organization of Turkey Ibrahim Kalin (C-R) along with other Turkish officials attending a new round of peace talks between delegations from Russia (R) and Ukraine (L), at at Ciragan Palace in Istanbul, Turkey, 23 July 2025. EPA/MUHAMMED KURTAR HANDOUT HANDOUT EDITORIAL USE ONLY/NO SALES
Ο τρίτος κατά σειρά γύρος διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, που διεξήχθη την Τετάρτη στην Κωνσταντινούπολη, μπορεί να μην επέφερε άμεσα αποτελέσματα ως προς την παύση των εχθροπραξιών, ωστόσο κατέληξε σε μία κρίσιμη συμφωνία: την ανταλλαγή τουλάχιστον 1.200 αιχμαλώτων πολέμου από κάθε πλευρά, στο εγγύς μέλλον. Παράλληλα, η Ρωσία πρότεινε την παράδοση 3.000 σορών Ουκρανών στρατιωτών, μια ενέργεια που ερμηνεύεται από ορισμένους παρατηρητές ως προσπάθεια αποκλιμάκωσης σε ανθρωπιστικό επίπεδο.
Οι συνομιλίες διεξήχθησαν σε κλίμα περιορισμένων προσδοκιών, με την Τουρκία να συνεχίζει να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο ως διαμεσολαβήτρια, ενώ παραμένει στο τραπέζι η πρόταση για σύνοδο κορυφής μεταξύ του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, πιθανόν έως τα τέλη Αυγούστου.
Σύμφωνα με τον Βλαντιμίρ Μεντίνσκι, επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας και σύμβουλο του Ρώσου προέδρου, η συμφωνία για νέο κύκλο ανταλλαγών αποτελεί συνέχεια προηγούμενων πρωτοβουλιών που ξεκίνησαν τον Μάιο. Όπως δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου: «Συμφωνήσαμε στην ανταλλαγή τουλάχιστον 1.200 αιχμαλώτων από κάθε πλευρά, στο άμεσο μέλλον». Επιπλέον, η Μόσχα ανακοίνωσε πως έχει ήδη επιστρέψει 1.000 σορούς Ουκρανών στρατιωτών, στο πλαίσιο ευρύτερης δέσμευσης για τον επαναπατρισμό έως και 3.000 επιπλέον σορών.
Από την ουκρανική πλευρά, ο Ρουστέμ Ουμίροφ, επικεφαλής της αντιπροσωπείας και νυν γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και Άμυνας, υπογράμμισε την πρόθεση του Κιέβου να επιδιώξει τη σύγκληση συνόδου κορυφής τις επόμενες εβδομάδες. Όπως ανέφερε στο τουρκικό πρακτορείο Anadolu, «επιδιώκουμε περαιτέρω πρόοδο στην ανθρωπιστική ατζέντα, ειδικά όσον αφορά την απελευθέρωση κρατουμένων που παραμένουν σε αιχμαλωσία πάνω από τρία χρόνια – αίτημα που η ρωσική πλευρά αποδέχθηκε».
Οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιήθηκαν στο ιστορικό παλάτι Τσιραγάν, στις όχθες του Βοσπόρου, σε τόπο υψηλού συμβολισμού. Η πρώτη απευθείας συνάντηση των δύο πλευρών από την έναρξη του πολέμου είχε πραγματοποιηθεί στο παλάτι Ντολμά Μπαχτσέ, ενώ η δεύτερη, στις 2 Ιουνίου, επικεντρώθηκε στη σύνταξη προτάσεων ειρήνης και στην ανταλλαγή αιχμαλώτων με βάση ανθρωπιστικά κριτήρια, τραυματίες, βαριά ασθενείς και στρατιώτες κάτω των 25 ετών.
Στην παρούσα τρίτη συνάντηση, επιβεβαιώθηκε η συνέχιση των ανθρωπιστικών συμφωνιών, ενώ εξετάστηκε η δυνατότητα περιορισμένης κατάπαυσης του πυρός σε ορισμένα μέτωπα, με σκοπό την ασφαλή περισυλλογή σορών. Αν και η πρόταση συζητήθηκε, δεν υπήρξε ακόμη επίσημη συμφωνία.
Η Τουρκία, διά του υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, εξέφρασε την ελπίδα οι συνομιλίες να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός σταθερού πλαισίου ειρήνευσης. Όπως τόνισε: «Στόχος μας είναι να συμβάλουμε στον τερματισμό αυτής της αιματηρής σύγκρουσης. Ευχαριστούμε τόσο τη Μόσχα όσο και το Κίεβο – αλλά και την Ουάσινγκτον – για τη στήριξη στις διαμεσολαβητικές μας προσπάθειες». Πρότεινε επίσης η Άγκυρα να λειτουργήσει ως μόνιμος διαμεσολαβητικός κόμβος για τις μελλοντικές ανταλλαγές αιχμαλώτων.
Από ρωσικής πλευράς, πάντως, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ φρόντισε να μετριάσει τις προσδοκίες. Όπως δήλωσε λίγο πριν την έναρξη της συνάντησης, «οι δύο πλευρές έχουν ανταλλάξει προσχέδια μνημονίων για πιθανή συμφωνία, αλλά δεν αναμένονται ούτε θεαματικές εξελίξεις ούτε “θαύματα”». Αναφερόμενος στην πιθανότητα συνάντησης Πούτιν–Ζελένσκι, σημείωσε ότι «δεν έχει νόημα να οριστεί ημερομηνία, αν δεν υπάρξει πρώτα σύγκλιση στα βασικά σημεία των διαπραγματεύσεων».
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, Αντρίι Σίμπιχα, δήλωσε πως το Κίεβο εργάζεται για τη διοργάνωση συνόδου ηγετών με τη συμμετοχή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του Ντόναλντ Τραμπ και Ευρωπαίων ηγετών, προκειμένου να ασκηθεί πίεση για πολιτική λύση. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η πρόσφατη επίσκεψη του Αντρίι Γέρμακ, επικεφαλής της ουκρανικής προεδρίας, στην Άγκυρα, όπου συναντήθηκε με τον Ερντογάν με στόχο την ενίσχυση των διαύλων επικοινωνίας.
Η τουρκική αντιπροσωπεία, πέραν του Φιντάν, περιλάμβανε τον επικεφαλής της ΜΙΤ Ιμπραήμ Καλίν, τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Μετίν Γκιουράκ, καθώς και άλλους στρατιωτικούς και πολιτικούς αξιωματούχους. Το γεγονός ότι οι συνομιλίες διεξάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, με διατήρηση της ίδιας σύνθεσης και από τη ρωσική πλευρά (Μεντίνσκι και μέλη του Συμβουλίου Εθνικής Άμυνας), αποδεικνύει τη βούληση για μια συστηματική και θεσμικά οργανωμένη διαδικασία, παρά τις βαθιές διαφορές.
Στο παρασκήνιο, η Ρωσία επαναφέρει σταθερά το αίτημα για ουδετερότητα της Ουκρανίας, ενώ το Κίεβο επιμένει πως οποιαδήποτε συμφωνία προϋποθέτει την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων και την πλήρη αποκατάσταση της εδαφικής κυριαρχίας. Οι διαφορές αυτές αντανακλώνται και στα προσχέδια μνημονίων που αντάλλαξαν οι δύο πλευρές, με τον Πεσκόφ να δηλώνει ότι «οι προτάσεις παρουσιάζουν σημαντικές αντιφάσεις. Ο δρόμος θα είναι μακρύς και δύσκολος».
Σε κάθε περίπτωση, οι συμφωνίες στον ανθρωπιστικό τομέα θεωρούνται σημαντικά επιτεύγματα. Η σταθερή επιστροφή χιλιάδων αιχμαλώτων από το 2022 έως σήμερα, η μεταφορά σορών και η δυνατότητα δημιουργίας προσωρινών ζωνών κατάπαυσης του πυρός αποτελούν μετρήσιμα αποτελέσματα. Όπως επεσήμανε ο Πεσκόφ, «η επίλυση της ουκρανικής κρίσης είναι τόσο περίπλοκη, που ακόμη και αυτές οι μικρές προόδους συνιστούν επιτυχία».
Παρότι η γενική εικόνα παραμένει ζοφερή, με τις συγκρούσεις να συνεχίζονται και την ειρήνη να φαντάζει ακόμη μακρινή, η Κωνσταντινούπολη διατηρεί τον ρόλο της ως κόμβος αποκλιμάκωσης. Η τουρκική διπλωματία, με την προσήλωσή της στη διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας, επιχειρεί να λειτουργήσει ως γέφυρα και να φέρει τις δύο πλευρές σε μία νέα φάση: όπου το ανθρώπινο κόστος θα περιοριστεί και η πολιτική λύση θα αρχίσει να διαφαίνεται – έστω δειλά – στον ορίζοντα.