Η κατάχρηση εξουσίας στον χώρο εργασίας είναι απλά κακή διοίκηση… και κακοποιητική συμπεριφορά

 Η κατάχρηση εξουσίας στον χώρο εργασίας είναι απλά κακή διοίκηση… και κακοποιητική συμπεριφορά

Σπάνια κάποιος γνωρίζει τόσο καλά τις αγωνίες και τις περίπλοκες ισορροπίες στον χώρο εργασίας όσο η Alison Green, που εδώ και δέκα χρόνια απαντά σε ερωτήματα εργαζομένων μέσω της ιστοσελίδας της Ask a Manager. Στη στήλη της “Direct Report”, αναδεικνύει θέματα που βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα το σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον και πώς μπορούμε να το διαχειριστούμε πιο αποτελεσματικά.

Συνήθως, ο χώρος εργασίας είναι ένα μέρος όπου περιμένουμε από τους γύρω μας να ελέγχουν τα συναισθήματά τους. Αυτό δεν σημαίνει πως οι συνάδελφοι παύουν να νιώθουν όταν πιάνουν δουλειά, αλλά η επαγγελματική συμπεριφορά προϋποθέτει ότι διατηρούμε μια ψυχραιμία, ειδικά όσον αφορά τις αρνητικές συμπεριφορές. Καταλαβαίνουμε ότι, όσο κι αν μας δελεάζει, δεν μπορούμε να αγνοούμε κάποιον, να ξεσπάμε σε κλάματα σε κάθε σύσκεψη ή να φωνάζουμε στους συναδέλφους μας.

Κι όμως, σε ορισμένα γραφεία, τέτοιες συμπεριφορές περνούν απαρατήρητες ή ακόμα και αποδεκτές. Συχνά, αυτός που φωνάζει είναι το αφεντικό. Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε πως οι προϊστάμενοι δεν φωνάζουν επειδή είναι πιεσμένοι ή εξαντλημένοι, αλλά επειδή πραγματικά πιστεύουν ότι έτσι θα κάνουν τους υπαλλήλους τους να δουλέψουν πιο γρήγορα και σκληρά, δείχνοντάς τους ποιος έχει τον έλεγχο.

Ένας ερευνητής συνοψίζει τη λογική τους ως εξής: «Αν οι υφιστάμενοί μου έχουν χαμηλή απόδοση και φωνάξω για να συμμορφωθούν, αισθάνομαι ότι πέτυχα κάτι τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα». Αυτή η συμπεριφορά είναι στην πραγματικότητα κακοποιητική και δεν πρέπει να γίνεται ανεκτή σε κανένα εργασιακό περιβάλλον. Πρόκειται για κατάχρηση εξουσίας του μάνατζερ και δεν αρμόζει σε ανθρώπινες σχέσεις.

Οι επιπτώσεις της φωνής στη δουλειά

Επιπλέον, πρόκειται για κακή διοίκηση: όχι μόνο μειώνει το κύρος του μάνατζερ κάνοντάς τον να φαίνεται εκτός ελέγχου, αλλά δημιουργεί ένα κλίμα φόβου που καταπνίγει τη δημιουργικότητα και την πρωτοβουλία των εργαζομένων. Ποιος θα ρισκάρει όταν δίπλα υπάρχει κάποιος που φωνάζει; Είναι φυσικό τα ικανά στελέχη να αναζητούν αλλού εργασία.

Ωστόσο, οι δυναμικές εξουσίας συχνά οδηγούν τους εργαζόμενους στο να ανέχονται τις φωνές. Ένας εργαζόμενος περιγράφει: «Πρόσφατα έκανα ένα μέτριο λάθος στη δουλειά. Όταν η διευθύντριά μου με αντιμετώπισε για αυτό, παραδέχτηκα το σφάλμα και ζήτησα συγγνώμη. Παρ’ όλα αυτά, με τράβηξε στο γραφείο της και –χωρίς υπερβολή– άρχισε να μου φωνάζει για πάνω από 15 λεπτά. Οι επανειλημμένες συγγνώμες μου πνίγηκαν από τις φωνές της και σύντομα η επίθεση στράφηκε στον χαρακτήρα μου και σε παράπονα για όλο το εργασιακό περιβάλλον. Ένιωσα ακόμη και σωματικά ανασφαλής.»

Η συνάντηση τελικά ολοκληρώθηκε πιο ήρεμα, με την προϊσταμένη να ζητά συγγνώμη για την ένταση. Ωστόσο ο εργαζόμενος αναρωτιέται αν θα ήταν σωστό να ζητήσει εκείνη τη στιγμή μια παύση ή μια νέα συνάντηση όταν θα είχαν ηρεμήσει τα πνεύματα – κάτι που στην προσωπική ζωή μπορεί εύκολα να γίνει, αλλά στη σχέση με το αφεντικό είναι πολύ πιο δύσκολο.

Όταν η επιθετικότητα γίνεται καθημερινότητα

Ένας άλλος εργαζόμενος λέει: «Δουλεύω εδώ κι ενάμιση χρόνο και η επιθετική στάση της προϊσταμένης μου με έχει εξαντλήσει. Συχνά μου φωνάζει μπροστά σε άλλους… Όποτε προσπάθησα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, είτε μου απάντησε ουρλιάζοντας είτε έγινε ακόμη πιο επιθετική αγνοώντας με για μέρες. Απευθύνθηκα στο HR και στον ανώτερό της· μου είπαν μόνο να κάνω επίσημη καταγγελία, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι θα πρέπει να φύγω από τη δουλειά.»

Η φωνή μπορεί να είναι ιδιαίτερα τραυματική για ανθρώπους με δύσκολες προσωπικές εμπειρίες. Μια εργαζόμενη μοιράζεται πως μια συνάδελφός της –θύμα ενδοοικογενειακής βίας– τρομοκρατείται κάθε φορά που ο προϊστάμενος ξεσπάει δυνατά, ακόμα κι αν δεν απευθύνεται άμεσα σε κανέναν. Η ίδια θεωρεί πως αν εκείνος γνώριζε την επίδραση που έχει αυτή η συμπεριφορά στους άλλους, ίσως προσπαθούσε περισσότερο να διαχειριστεί τα συναισθήματά του.

Οι φωνές μεταξύ συναδέλφων

Δεν είναι όμως πάντα οι προϊστάμενοι αυτοί που φωνάζουν. Ακόμη και μεταξύ συναδέλφων μπορεί η κατάσταση να γίνει αφόρητη: «Εργάζομαι σε μικρό γραφείο με ανοιχτή διαρρύθμιση. Όλοι τα πηγαίνουμε σχετικά καλά εκτός από τη Jane, που συνεχώς παραπονιέται δυνατά – συχνά μέχρι σημείου φωνής. Κανείς δεν θέλει να απευθυνθεί στο HR ή στην ίδια από φόβο για την αντίδρασή της.» Πολλοί μάλιστα φοβούνται μήπως «ξεφύγει» επικίνδυνα.

Είναι παράλογο τόσα εργασιακά περιβάλλοντα να μην αντιμετωπίζουν τη φωνή ως απαράδεκτη συμπεριφορά – όπως ακριβώς θα ήταν απαράδεκτο κάποιος να έρθει στη δουλειά μεθυσμένος ή να καταρρέει συστηματικά στο διάλειμμα. Ιδιαίτερα οι εταιρείες οφείλουν να εντοπίζουν μάνατζερ που φωνάζουν ώστε να εκπαιδευτούν κατάλληλα ή ακόμη και να εξεταστεί αν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της θέσης.

Πώς μπορούν οι εργαζόμενοι να βάλουν όρια

Οι εργαζόμενοι πρέπει να γνωρίζουν ότι έχουν δικαίωμα να θέσουν όρια: «Δεν δέχομαι να μου φωνάζετε· ευχαρίστως θα συζητήσω μαζί σας όταν είστε πιο ήρεμος». Συχνά αυτή η ψύχραιμη στάση αρκεί ώστε ο άλλος να αντιληφθεί πόσο παράλογα φαίνεται η συμπεριφορά του.

Επειδή μεγάλο μέρος του άγχους προέρχεται από το αίσθημα παγίδευσης, το δικαίωμα του εργαζομένου να πει «Όχι, δεν θα δεχτώ τέτοια μεταχείριση» μπορεί πραγματικά να αποκαταστήσει την αυτοεκτίμησή του. Υπάρχει επίσης πάντα η επιλογή προσφυγής στο HR – εφόσον λειτουργεί αποτελεσματικά– ή ακόμη και ενημέρωσης ανώτερης διοίκησης.

Αν τίποτα από αυτά δεν αποδώσει, τότε οι φωνές αποτελούν αρκετά σοβαρή μορφή κακοποίησης ώστε αξίζει κανείς να αναζητήσει ενεργά άλλη εργασία. Κανείς δεν πρέπει να ανέχεται κραυγές μόνο και μόνο για τον μισθό του.

Πηγή: slate.com