Γιατί το “Ocean” του Ατένμπορο είναι ένα φιλμ-γροθιά που πρέπει να δείτε
Η νέα ταινία του National Geographic φέρνει στο φως τη λεηλασία των θαλασσών και τις ελλιπείς πολιτικές προστασίας
Το τελευταίο διάστημα λέω συχνά: «Επιτέλους!». Επιτέλους, μια mainstream ταινία που αποκαλύπτει ωμά τη λεηλασία των θαλασσών μας. Επιτέλους, μια πρόταση για απαγόρευση της βυθότρατας στις λεγόμενες «θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές» (MPAs). Επιτέλους, σοβαρή έρευνα για τον άνθρακα στον πυθμένα και τις τεράστιες εκπομπές που προκαλούν τα αλιευτικά σκάφη. Κι όμως, νιώθω πως σχεδόν όλοι χάνουν το βασικό νόημα.
Η ταινία Ocean του David Attenborough, παραγωγής National Geographic, είναι αυτή που περίμενα σε όλη μου την επαγγελματική ζωή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν εργαζόμουν στη Μονάδα Φυσικής Ιστορίας του BBC, παλεύαμε να γυριστούν τέτοιες ταινίες, χωρίς αποτέλεσμα. Ακόμη και μεταγενέστερες εκπομπές για τη θαλάσσια καταστροφή απέφευγαν συστηματικά τον κύριο ένοχο: τη βιομηχανική αλιεία. Οι σειρές Blue Planet II και Blue Planet Live του BBC είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαχρονικής δειλίας.
Αυτό αποτυπώνεται και στις αντιλήψεις του κοινού. Παρά το ότι οι επιστημονικές αξιολογήσεις δείχνουν πως η κύρια αιτία καταστροφής της θαλάσσιας ζωής είναι η υπεραλίευση, σε περσινή δημοσκόπηση στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι πολίτες την κατέταξαν τέταρτη. Τρώμε ψάρι κουνώντας το κεφάλι για την κατάσταση των ωκεανών, αλλά έχουμε παραπλανηθεί συστηματικά από όσους όφειλαν να μας ενημερώσουν σωστά.
Ίσως το Ocean αλλάξει αυτήν την εικόνα. Η μεγάλη απήχηση της ταινίας αποδεικνύει ξανά ότι ο μύθος των τηλεοπτικών σταθμών – πως τα περιβαλλοντικά θέματα διώχνουν το κοινό – είναι ψευδής. Αρκεί να γίνει σωστά και δυναμικά, όπως εδώ.

Ανεπαρκείς πολιτικές προστασίας στις θαλάσσιες περιοχές
Η ανακοίνωση της κυβέρνησης για απαγόρευση βυθότρατας και συλλογής χτενιών στο μισό των αγγλικών MPAs είναι θετική εξέλιξη. Όμως αυτό πρέπει να θεωρείται το ελάχιστο δυνατό μέτρο. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις ζητούν χρόνια τώρα πραγματική προστασία από την κύρια αιτία καταστροφής. Παρά τους πανηγυρισμούς, η νέα πολιτική αποτελεί υποχώρηση από την προηγούμενη θέση των Συντηρητικών: είχαν δεσμευτεί να προστατεύσουν και τις 54 αγγλικές υπεράκτιες MPAs από κάθε αλιευτική δραστηριότητα έως το τέλος του 2024.
Η νέα πολιτική υπολείπεται επίσης σημαντικά σε σχέση με τη σύσταση της Επιτροπής Περιβαλλοντικού Ελέγχου της Βουλής των Κοινοτήτων για πλήρη προστασία των MPAs και επίτευξη «καλής περιβαλλοντικής κατάστασης» για τις θάλασσές μας. Η προθεσμία για τον στόχο αυτό ήταν το 2020, αλλά ακόμη απέχουμε πολύ. Ούτε συνδέεται με τη δέσμευση «30×30» – δηλαδή προστασία του 30% ξηράς και θάλασσας ως το 2030. Πώς σκοπεύει η κυβέρνηση να καλύψει αυτό το κενό;
Το Εργατικό Κόμμα συνεχίζει να αντιμετωπίζει αποσπασματικά το ζήτημα. Τα νέα μέτρα εστιάζουν στην προστασία συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του βυθού ή ειδών. Όμως η αλιευτική βιομηχανία καταστρέφει τα πάντα. Κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι «δεν χρειάζεται πλήρης απαγόρευση στις MPAs, αφού κάποιες έχουν οριστεί μόνο για ιδιαίτερα κινητικά είδη όπως τα πουλιά». Μα τι γίνεται με τα ψάρια; Σχεδόν όλα τα θαλάσσια ζώα είναι ιδιαίτερα κινητικά σε κάποια φάση του κύκλου ζωής τους.
Ο ίδιος εκπρόσωπος ανέφερε πως απαιτείται προστασία μόνο όπου υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Γιατί όμως μεγάλα τμήματα βυθού δεν διαθέτουν πλέον πολύτιμα οικολογικά στοιχεία; Επειδή έχουν καταστραφεί από τις βυθότρατες. Ο πυθμένας της Βόρειας Θάλασσας, για παράδειγμα, ήταν κάποτε καλυμμένος από στρώματα οστράκων και πανέμορφα ακίνητα ζώα· τώρα επικρατούν λάσπη, άμμος και χαλίκι – κι έτσι θεωρείται ανάξιος προστασίας. Αν σταματούσαν οι βυθότρατες, η ζωή θα επανερχόταν. Η καλή περιβαλλοντική κατάσταση απαιτεί εκτεταμένες ζώνες όπου απαγορεύονται οι καταστροφικές τεχνικές αλιείας, ανεξαρτήτως τι έχει απομείνει σήμερα εκεί.

Το κόστος της αλιείας στην κοινωνία και στο περιβάλλον
Κάποιοι από εμάς υποψιαζόμασταν εδώ και χρόνια πως η βυθοκόρηση απελευθερώνει μεγάλες ποσότητες άνθρακα από τον πυθμένα. Όμως τα επιστημονικά δεδομένα άργησαν πολύ να έρθουν στο φως. Τώρα, επιτέλους, έχουμε αξιόπιστη έρευνα που δείχνει ότι αποτελεί σημαντικό πρόβλημα – προσθέτοντας κι άλλα κόστη στη ζημιά που προκαλεί η αλιευτική βιομηχανία στην κοινωνία και στον πλανήτη.
Ωστόσο, σχεδόν σε κάθε δημόσια συζήτηση – ακόμα και στο Ocean – θεωρώ ότι το θέμα τίθεται ανάποδα. Οι περισσότεροι συμφωνούν πως πρέπει να εξαιρεθούν κάποιες περιοχές από την αλιευτική δραστηριότητα και άλλες καταστροφικές χρήσεις. Η υπόρρητη αντίληψη είναι πως η φυσική κατάσταση των θαλασσών είναι η εκμετάλλευση, από την οποία κάνουμε εξαιρέσεις.
Όπως υποστηρίζει εδώ και χρόνια η ακτιβίστρια Deborah Rowan Wright, μεγαλύτερο νόημα έχει να αντιστρέψουμε αυτήν τη λογική: η βασική θέση πρέπει να είναι η προστασία, με κάποιες εξαιρέσεις (στις λιγότερο ευαίσθητες περιοχές) όπου επιτρέπονται οι λιγότερο επιζήμιες μορφές αλιείας. Αυτή η υπόλοιπη αλιευτική δραστηριότητα θα πρέπει να ανήκει στις τοπικές παράκτιες κοινότητες – όχι στα τεράστια βιομηχανικά συμφέροντα που, όπως δείχνει το Ocean, στερούν τροφή από όσους τη χρειάζονται περισσότερο.
Αυτό θα δημιουργούσε ένα εντυπωσιακό «φαινόμενο υπερχείλισης»: όταν τα ψάρια αναπαράγονται ανενόχλητα σε προστατευμένες περιοχές, ο πληθυσμός τους αυξάνεται τόσο που μεγάλο μέρος μετακινείται στις γύρω θάλασσες – αυξάνοντας συνολικά τις αλιευτικές αποδόσεις ακόμη κι αν μειωθεί η επιτρεπόμενη περιοχή.
Τα ψάρια δεν είναι «θαλασσινά», αλλά άγρια ζώα
Πρέπει πάντως να θυμόμαστε: τα ψάρια είναι άγρια ζωή – όχι «θαλασσινά». Δεν υπάρχουν για να τα καταναλώνουμε· δεν υφίστανται ως «αποθέματα», αλλά ως πληθυσμοί και οικοσυστήματα. Δεν υπάρχει «υπεραξιοποίηση» ή «υποεκμετάλλευση», όροι που χρησιμοποιούνται χρόνια τώρα από επίσημους φορείς και επιστήμονες-φερέφωνα.
Το εντυπωσιακό είναι πόσο μικρή είναι αυτή η βιομηχανία κι όμως μοιάζει να κρατά τις κυβερνήσεις ομήρους. Τον προηγούμενο μήνα, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε επιδότηση ύψους 360 εκατ. λιρών στη βιομηχανία αλιείας «για ενίσχυση της ανάπτυξης». Γιατί; Σύμφωνα με τα ίδια τα κυβερνητικά στοιχεία, η αλιεία κοστίζει πολύ περισσότερο απ’ όσο αποφέρει: εκτιμάται ότι η απαγόρευση βυθοκόρησης στο μισό των αγγλικών MPAs θα στοιχίσει σε επιχειρήσεις και δημόσιους φορείς 7,8 εκατ. λίρες, αλλά θα αποφέρει οφέλη περιβαλλοντικής προστασίας ύψους περίπου 3,1 δισ. λιρών. Για ποιο λόγο δημόσιο χρήμα – που λείπει από υπηρεσίες ζωτικής σημασίας – πρέπει να πηγαίνει στην πιο καταστροφική ιδιωτική δραστηριότητα;
Παρακολουθώ εδώ και 40 χρόνια κυβερνήσεις που, με τις πλάτες φοβισμένων δημοσιογράφων, σπαταλούν κάθε ευκαιρία αποτροπής της οικολογικής κατάρρευσης. Καθώς συγκεντρώνονται στη Γαλλία για τη Διάσκεψη του ΟΗΕ για τους Ωκεανούς, ήρθε η ώρα να δεσμευτούν πως δεν θα χαθεί άλλη μέρα.
*Ο George Monbiot είναι αρθρογράφος του Guardian.
Διαβάστε το αρχικό άρθρο εδώ.