Ο καβγάς στο σαλούν και το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ
“Πρόεδρε, δεν αρέσουμε πιά”, είχε πει η Μελίνα στον Ανδρέα Παπανδρέου, σε μία συνεδρίαση του Ε.Γ του ΠΑΣΟΚ, το 1988, όταν λίγοι οξυδερκείς προεξοφλούσαν την πτώση. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περάσει προ πολλού αυτό το στάδιο, όμως στο συνέδριό του, αυτές τις μέρες, αρκετοί περιφέρονταν περιχαρείς, μιλώντας για επανεκκίνηση και κυβερνητική προοπτική.
Κι αν δεν θυμούνται την κοφτερή φράση της Μελίνας που έμεινε ιστορική, δεν ανακαλούν στη μνήμη τους ούτε την διαπίστωση του Αλέξη Τσίπρα, σε εκείνη την συναισθηματικά φορτισμένη ομιλία παραίτησής του, με την εκλογική συντριβή του 2023, όταν είπε πώς “ο ιστορικός κύκλος του ΣΥΡΙΖΑ έχει κλείσει”;
Το κόμμα που κυβερνούσε μόλις πριν έξι χρόνια δεν είναι πιά κόμμα εξουσίας και καμία κυβερνητική προοπτική δεν μπορεί να έχει. Όλα τα άλλα είναι ακκισμοί, σκόρπιος κομματικός “πατριωτισμός”, έπαρση και “ιδρυματισμός”. Κοινό στοιχείο όλων αυτών, η απόσταση από την κοινωνία και την πραγματικότητα.
Αυτό το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιθανό να είναι και το τελευταίο του. Μπορεί προοπτικά να πάρει κάποιος άλλος τα κλειδιά και να το μεταμορφώσει σε μία άλλη “εκδοχή της Ζωής”, όμως ο ιστορικός του κύκλος έχει όντως κλείσει, και οι ευθύνες που κάποιοι σπεύδουν να επιμερίσουν (συνήθως στους …άλλους) δεν αφορούν, ούτε την απουσία εσωτερικής συζήτησης πριν το ’23, ούτε τον αναγκαίο ενδελεχή απολογισμό για τις αιτίες του 17,8% (όπως επιμόνως διατείνονται τα στελέχη που αποχώρησαν), ούτε καν την αναμφίβολα καταστροφική θητεία Κασσελάκη- κάτι που επισημαίνουν περισσότερο εκείνοι που τον εγκατέστησαν στην Κουμουνδούρου, και οι άλλοι που τον ανέχτηκαν.
Δεν έκαναν δε κανένα ειλικρινή απολογισμό στο ΠΑΣΟΚ, όταν έφτασαν στο 4%, ακόμα δε περισσότερο δεν θυμάμαι κάποια αυτοκριτική στη Ν.Δ για το 18% του 2012, ή μετά την ήττα του 2015.
Στην πρώτη περίπτωση, πήρε το πηδάλιο η Φώφη Γεννηματά και σιγά-σιγά το βοήθησε να επιβιώσει και το παρέδωσε με διπλάσιο ποσοστό, για να το πάρει ο Ανδρουλάκης και να το μεγαλώσει έστω και λίγο. Στη δεύτερη, ήταν ο Μητσοτάκης που παρέλαβε μία ψυχολογία στα τάρταρα για να συλλάβει τη συγκυρία και να χτίσει το γνωστό μέτωπο απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα και τελικά την πολιτική κυριαρχία που συνεχίζεται έως σήμερα.
Το χειρότερο με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ότι εδώ και πολύ καιρό δεν είναι κόμμα εξουσίας, είναι πώς δεν αισθάνεται πραγματικά ότι είναι ή πώς μπορεί να (ξανα)γίνει. Μόνο προσποιείται, και, λογικό είναι, δεν τον πιστεύει σχεδόν κανένας.
«Χρόνος δεν υπάρχει μπροστά στις επείγουσες ανάγκες της κοινωνίας. Όσο συντηρείται μια συζήτηση (σ.σ περί ανασύνθεσης της κεντροαριστεράς) που δεν καταλήγει πουθενά, θα φθείρεται και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και θα φθειρόμαστε όλοι» είπε ο Φάμελλος στο συνέδριο, για να προσθέσει με νόημα: «Η διαρκής κατάσταση αναμονής αποσυσπειρώνει και απογοητεύει τους προοδευτικούς πολίτες». Η αναφορά εκλήφθηκε ως αιχμή προς τον Τσίπρα και την περιρρέουσα συζήτηση περί των δικών του πολιτικών σχεδίων.
Δεν υπάρχει, ίσως, σαφέστερη ένδειξη, απ΄ αυτή την αναφορά, ότι στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν κατανοήσει ότι το έργο τελείωσε, ότι δεν έχει αντιστοίχηση στην κοινωνία, και ότι ο κατακερματισμός, που επικαλούνται ως αιτία που εμποδίζει την ανάκαμψή του, είναι, εν τέλει, η “αιτία θανάτου”.
Δεν είναι λοιπόν η συζήτηση περί Τσίπρα που βυθίζει τον ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις και θέτει εν αμφιβόλω ακόμα και την εκπροσώπησή του στην επόμενη Βουλή, αλλά είναι τα πρόσωπα που “δεν αρέσουν”, επειδή δεν μπορούν, και το γεγονός ότι αυτό το άθροισμα εγωϊσμών δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε έναν ακόμα …καβγά στο σαλούν.
Όταν σβήνει, όμως, ένα κόμμα, δεν σημαίνει ότι σβήνει κι ο ευρύτερος χώρος στον οποίο ανήκει. Οι κρίσεις δημιουργούν ανάγκες, και όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις το κοινωνικό αίτημα υπάρχει. Κάποιοι, κάπως, θα αντιληφθούν –ή έχουν ήδη αντιληφθεί– προς ποιά κατεύθυνση κινούνται τα νερά, και τι πρέπει να γίνει. Θα τους κατηγορήσουν; Πρέπει να μην τολμήσουν να δώσουν νέες απαντήσεις μέχρι οι καβγατζήδες να σπάσουν και την τελευταία καρέκλα;