“Πατριωτικό” προσάναμμα…
Σε παλαιότερες δημοσκοπήσεις (κάποιες από τις οποίες διεξήχθησαν και στις δύο χώρες) Έλληνες και Τούρκοι τάσσονταν πλειοψηφικά υπέρ του διαλόγου και της φιλίας. Αυτό, ωστόσο, αποτελεί μία “πάγια” ευχή των πολιτών, η οποία πόρρω απέχει από γεωστρατηγικά και άλλα συμφέροντα, τις περισσότερες φορές, δε, παραμένει μετέωρη και ουτοπική. Το ερώτημα χρειάζεται επαναδιατύπωση: δέχονται οι Έλληνες τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή κοινή άμυνα, κι αν ναι, με ποιές προϋποθέσεις.
Το θέμα απαιτεί προσοχή και “χειρουργική” διαχείριση, τόσο στις Βρυξέλλες, όσο και στο εσωτερικό, σε αντίθετη περίπτωση είναι πιθανό να προκαλέσει προσάναμμα για κυοφορούμενα πολιτικά σχέδια με υποτίθεται “πατριωτικό” πρόσημο. Η ατμόσφαιρα έχει, άλλωστε, επιβαρυνθεί ανησυχητικά, μετά την περίοδο της Συμφωνίας των Πρεσπών, όταν κάποιοι πυροδοτούσαν ακραίες φωνές, αλλά και αργότερα, με τη Ν.Δ να σηκώνει τη σημαία του πατριωτισμού, είτε με την “επιχείρηση εισβολής” στον Έβρο, είτε με τις “βόλτες” του Oruc Reis στο Αιγαίο.
Ορισμένοι ενδεχομένως να βασίζονται στο αντιφατικό θυμικό σημαντικής μερίδας της κοινής γνώμης, η οποία εύκολα εξαντλεί την πυγμή της στους …”Σκοπιανούς” και εξίσου εύκολα εφησυχάζει ανεκτικά απέναντι στον Ερντογάν. Ο αντισυστημισμός, όμως, έχει φουντώσει επικίνδυνα και τα ελληνοτουρκικά μπορεί να δημιουργήσουν ακόμα περισσότερη καύσιμη ύλη.
Η επισήμανση Μητσοτάκη ότι μετά από τριάντα χρόνια η Τουρκία πρέπει να άρει το casus belli, ακούστηκε λογικά ως μία από τις “αιρεσιμότητες” που σκοπεύει να θέσει η χώρα μας στην -κατά πολλούς- προεξοφλημένη συμμετοχή της γείτονος στο πρόγραμμα δανεισμού επιχειρήσεων για την παραγωγή εξοπλισμών και στην “ομπρέλα” του ReArm. Ο πρωθυπουργός έχει θέσει το ζήτημα στον Μερτς, την Μελόνι, και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο Δένδιας στους ομολόγους του, η κυβέρνηση, δε, επικαλείται την ασφάλεια της ομοφωνίας που, όπως λέει, θα απαιτηθεί στην τελική φάση των αποφάσεων. Ωστόσο, ούτε βέβαιο είναι, ούτε εύκολη θα είναι η απειλή βέτο.
Υπάρχει, όμως,πέραν αυτών και η ουσία, και τα επιχειρήματα διατυπώνονται ήδη από την αντιπολίτευση. Ο Ανδρουλάκης, για παράδειγμα, έκανε λόγο για “στρατηγικό δώρο στην Τουρκία”, η δεξιά της Δεξιάς ακονίζει τα μαχαίρια της, ακόμα και βουλευτές της Ν.Δ λένε πώς δεν πρέπει να συμβεί κάτι τέτοιο.
Επειδή, όπως λένε, άπαξ και η Τουρκία περάσει το κατώφλι στον φιλόδοξο και μακρόπνοο μηχανισμό κοινής άμυνας, με τον στρατό και την αμυντική βιομηχανία που διαθέτει (για την εγκληματική απαξίωση της δικής μας στον βωμό των μνημονίων, σχεδόν κανείς δεν μιλά…), η άρση του casus belli θα είναι ακόμα πιό δύσκολη υπόθεση. Αλλά, ακόμα κι αν ο Ερντογάν ζητούσε κάτι τέτοιο από την τουρκική εθνοσυνέλευση, ας μην ξεχνούμε πώς θα ήταν πρακτικά ανέφικτο την επόμενη μέρα η Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από τα 6 στα 12 μίλια στο Αιγαίο.
Όλα αυτά είναι “ψιλά γράμματα”, και πολύς κόσμος δεν τα κατανοεί. Εκείνο, όμως, στο οποίο θα επενδύσουν οι καραδοκούντες του “πατριωτικού εμπορίου” θα είναι η αίσθηση “εθνικής ήττας” και υποχώρησης της κυβέρνησης. Θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να ξαναζήσουμε διχαστικές κραυγές.
Η κυβερνητική αυταρέσκεια του “ξέρω καλύτερα από τους άλλους” και η ανάδειξη του πατριωτικού παρελθόντος της παράταξης, ακόμα και το άνετο δημοσκοπικό προβάδισμα της Ν.Δ, δεν πρέπει να αποτελέσουν καταφύγιο και υπεκφυγή. Στο Μαξίμου, ας σκεφτούν την ανάγκη για συνεννόηση με την αντιπολίτευση με την παράθεση των πραγματικών δεδομένων και των αληθινών δυνατοτήτων που έχουμε ως χώρα. Η ανησυχία, άλλωστε, είναι έκδηλη και προφανής: αυτό το ραντεβού με τον Ερντογάν μετατίθεται συνεχώς…