Τα παιδιά της χώρας στον αυτόματο πιλότο
Τουλάχιστον δύο παραιτήσεις Υπουργών θα έπρεπε να σχολιάζουμε το τελευταίο 24ώρο. Εν τέλει όμως καμία δεν έλαβε χώρα. Ίσως η παραπάνω διαπίστωση να ακούγεται παράταιρη. Ίσως και υπερβολική. Προφανώς θα αναρωτιέστε τι έχει συμβεί και δεν αποκλείεται το μυαλό σας να πηγαίνει στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και στα αγροτικά μπλόκα.
Σοβαρότατο ζήτημα, δεν αντιλέγουμε, το αγροτικό σίγουρα όμως όχι πιο σοβαρό από την παιδική προστασία, τομέας ο οποίος νοσεί στη χώρα μας. Και νοσεί βαριά.
Και αυτό δεν είναι κάποιο δικό μας αυθαίρετο και αβασάνιστο δημοσιογραφικό συμπέρασμα αλλά αυτό που κατανοεί κανείς διαβάζοντας το κείμενο-καταπέλτης που υπογράφουν τέσσερις αναγνωρισμένοι επιστήμονες και τιτλοφορείται “Η αβάσταχτη σκληρότητα μιας αδιάφορης προς τα παιδιά Πολιτείας”.
Οι υπογραφές των συγγραφέων του εν λόγω άρθρου έχουν τόνους κύρους:
- Η Ξένη Δημητρίου είναι πρώην Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρώην Εισαγγελέας Ανηλίκων με τεράστιο έργο στην παιδική προστασία στη χώρα.
- Η Θεώνη Κουφονικολάκου είναι η εν ενεργεία βοηθός Συνήγορος του Πολίτη, αρμόδια για τα παιδιά. Πασίγνωστες οι τεράστιες μάχες που έχει δώσει σε δύσκολες συνθήκες.
- Ο Γιώργος Νικολαϊδης είναι ψυχίατρος Διευθυντής Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού
- Ο Βασίλης Ιωακειμίδης Πρόεδρος Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.
Σ’ ένα κείμενο που υπερβαίνει τις 1000 λέξεις, οι τέσσερις συγγραφείς αποκαλύπτουν ένα χάος επιχειρώντας να εξηγήσουν, εκτός των άλλων, την αιτία του φαινομένου της παιδικής και εφηβικής βίας και της έξαρσης του σχετικού ηθικού πανικού από τα media.
Σταχυολογούμε ενδεικτικά:
Τα παιδιά μπορούν να εξετάζονται χωρίς την τήρηση των στοιχειωδών δικονομικών εγγυήσεων που παρέχονται από τον νόμο (ν.4689/20), χωρίς καν να έχουν ενημερωθεί οι γονείς τους.
Υπάρχουν περιστατικά κατά τα οποία αστυνομία φέρεται να εισβάλλει σε σχολείo και να συλλαμβάνει μαθήτριες (επειδή… έδωσαν χαστούκι σε συμμαθήτριά τους!), κι αυτό γιατί… «δεν εξυπηρετούσε η σύλληψη στο σπίτι».
Η νομοθεσία για την προστασία των παιδιών από την έκθεση στα ΜΜΕ (βλ. άρ. 9 παρ. 7 του Ν. 4779/2021, άρ. 10 π.δ. 77/2003) είναι μάλλον διακοσμητική, καθώς οι ανήλικοι στοχοποιούνται και στιγματίζονται συστηματικά, γίνονται γνωστά στοιχεία που καθιστούν εύκολη την ταυτοποίηση από τον κοινωνικό τους περίγυρο (ακόμα και ο τόπος διαμονής προστατευόμενων παιδιών-θυμάτων), οι καταθέσεις τους προβάλλονται και αναγιγνώσκονται με στόμφο αυτολεξεί σε καναπέδες εκπομπών ενώ πληροφορίες για τις «ανατριχιαστικές» λεπτομέρειες της κακοποίησής τους γνωστοποιούνται καθημερινά από παρουσιαστές με περίλυπο βλέμμα (σσ έχουμε αναφερθεί αναλυτικά στο Libre γι’ αυτό).
Και επίσης:
Οι υπηρεσίες στην κοινότητα είναι ακραία υποστελεχωμένες, αποσπασματικές, διάσπαρτες σε 7 διαφορετικές δικτυώσεις υπηρεσιών – όλες αποστερημένες από όρους ανθρώπινους και υλικούς, που, όμως, έχουν άλλες αρμοδιότητες, μεθόδους και παραδόσεις εργασίας-., χωρίς καθηκοντολόγια, εργαλεία και πρωτόκολλα ενεργειών.
Τα παιδιά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης περιμένουν για τη δικανική εξέταση μετά από 5-6 μήνες επειδή «δεν επαρκεί το προσωπικό» και δεν λειτουργούν κανονικά τα «Σπίτια του Παιδιού».
Οι διαθέσιμες θεραπευτικές – υποστηρικτικές υπηρεσίες για παιδιά-θύματα που τυχόν δεν έχουν οικογένεια με οικονομική επιφάνεια είναι ελάχιστες ή ανύπαρκτες.
Επαναλαμβάνουμε ότι τα παραπάνω αποτελούν κρίσιμα συμπεράσματα που γνωρίζουν άριστα το χώρο της παιδικής προστασίας, ο καθένας από το δικό του μετερίζι.
Θα περίμενε κανείς ότι μετά από ένα τέτοιο άδεισμα, από μία τέτοια κριτική εφ’ όλης της ύλης οι Υπουργοί Οικογένειας και Δικαιοσύνης θα είχαν τη στοιχειώδη ευθυξία, αν όχι να παραδώσουν τα κλειδιά του Υπουργείου τους, τουλάχιστον να εκδώσουν έστω μία κοινή ανακοίνωση απάντησης, έστω και για τα μάτια του κόσμου. Να διατύπωναν έναν τυπικό αντίλογο.
Απολύτως τίποτα, όμως. Δεν βρήκαν δύο λόγια, ίσως γιατί δεν έχουν τίποτα να αντιτάξουν γιατί γνωρίζουν ότι η κατάσταση είναι έτσι όπως περιγράφηκε, και λίγο χειρότερη.
Ομως, σε μία χώρα η οποία μαστίζεται από έντονο δημογραφικό πρόβλημα, το παρόν και το μέλλον των παιδιών πρέπει, είναι άκρως απαραίτητο, να αποτελέσει νούμερο ένα κοινωνική προτεραιότητα. Αντ’ αυτού, βλέπουμε ότι τα παιδιά, κυρίως τα ευάλωτα, έχουν μπει στον αυτόματο πιλότο των νεοφιλελεύθερων επιλογών της κυβέρνησης.
Είναι κρίμα γιατί όπως τονίζουν και οι τέσσερις συγγραφείς, “δεν υπάρχουν επικίνδυνα παιδιά αλλά μόνο παιδιά σε κίνδυνο στων οποίων τις ανάγκες οφείλουμε να ανταποκριθούμε”.
Η κυβέρνηση έχει διαφορετική άποψη. Χαϊδεύει, απλώς, τα ταπεινότερα των ενστίκτων των ψηφοφόρων της ταϊζοντας ένα απελπισμένο από την πολιτική ένδεια κοινό με μεγάλες δόσεις νόμου και τάξης. Τα παιδιά της χώρας όμως αξίζουν κάτι πολύ καλύτερο από αυτό.