Προληπτική κίνηση Μητσοτάκη στα ελληνοτουρκικά;

 Προληπτική κίνηση Μητσοτάκη στα ελληνοτουρκικά;

Ο πρωθυπουργός είπε ( στο Athens Policy Dialogue που συνδιοργάνωσαν το “Βήμα” και το Delphi Forum) ότι είναι ώριμο, πλέον, να πραγματοποιηθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας το πρώτο τρίμηνο του 2026. Πολλούς εξέπληξε η δήλωση, αφού μόλις προ ημερών το τουρκικό υπουργείο Άμυνας επιτέθηκε προσωπικά στον Νίκο Δένδια για το πρόγραμμα εξοπλισμού των νησιών με πυραύλους και το πρόσφατο μπαράζ νέων αμφισβητήσεων στο Αιγαίο. Ωστόσο, κάτι γνωρίζει, για να το λέει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

“Δεν χρειάζεται μία τέτοια συνάντηση να συνοδεύεται από κάποια θεαματική εξαγγελία”, ξεκαθάρισε όμως ο πρωθυπουργός. Έδειξε αντίθετα προς την κατεύθυνση της συνεργασίας σε θέματα “χαμηλής πολιτικής” και θετικής ατζέντας.

“Το να συνομιλούμε σε διάφορα επίπεδα με την Τουρκία το θεωρώ θετικό”, δήλωσε άλλωστε και πρόσθεσε: “Είμαστε ξεκάθαροι στις θέσεις μας και είναι χρήσιμο να έχουμε διαύλους επικοινωνίας. Εάν συμβεί κάτι απρόοπτο πρέπει κάποιοι άνθρωποι να μπορούν να σηκώσουν ένα τηλέφωνο, να επικοινωνούν και να εκτονώσουν την οποία κρίση μπορεί να πάει να εξελιχθεί”.

Οι πληροφορίες θέλουν, δε, τον πρωθυπουργό να επισκέπτεται την Άγκυρα τους πρώτους μήνες του 2026, ενώ, μάλιστα, αναμένει και πρόσκληση από τον Λευκό Οίκο.

Όλα αυτά είναι σωστά και έχουν ειπωθεί πλειστάκις στο παρελθόν. Ίσως ο χρόνος να είναι κατάλληλος, αφενός επειδή η Τουρκία μένει επισήμως (ανεπίσημα υπάρχουν κι άλλοι δίαυλοι) εκτός SAFE, ενώ η συμφωνία Κύπρου-Λιβάνου για οριοθέτηση ΑΟΖ δημιουργεί νέους συσχετισμούς στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι θετικό (για εμάς) το momentum.

Εάν, λοιπόν, στόχος είναι να ξαναπιάσουμε το νήμα για τα “ήρεμα νερά” στο Αιγαίο, έχει καλώς. Ο διάλογος δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, ακόμα περισσότερο όταν στα ελληνοτουρκικά διεξάγεται σε περιόδους που η ελληνική θέση είναι ενισχυμένη. Οι τελευταίες ενεργειακές συμφωνίες με τις ΗΠΑ ευνοούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Προκύπτει, βεβαίως, το ερώτημα γιατί ο πρωθυπουργός αποφάσισε να επαναφέρει στο τραπέζι κάτι που το είχαμε λησμονήσει με τουρκική υπαιτιότητα. Ο Ερντογάν δεν έχει απεμπολήσει το παραμικρό από τις διεκδικήσεις του, ούτε φαίνεται αποφασισμένος να αποσύρει το casus belli, παρότι μπορεί να μείνει εκτός της επίσημης χρηματοδότησης του SAFE.

Είναι, άραγε, δική μας πρωτοβουλία επειδή ακριβώς είναι θετικό για εμάς το γεωπολιτικό περιβάλλον; Ή, μήπως, είναι, επιπλέον, και μία προληπτική κίνηση; Η απάντηση ίσως κρύβεται στην πρόσφατη συνέντευξη του αμερικανού πρέσβη στην Άγκυρα Τομ Μπάρακ (“Καθημερινή”), με την οποία ο στενός συνεργάτης και φίλος του Ντόναλντ Τραμπ μας προειδέασε για το σκεπτικό της στρατηγικής της Ουάσιγκτον στα ελληνοτουρκικά.

Η επιστροφή, δηλαδή, στα “ήρεμα νερά” και την “χαμηλή πολιτική” θα μπορούσαν να είναι, αφενός χειρονομία καλής θέλησης σε μία αμερικανική σπουδή να επιβάλλουν νέο πλαίσιο προσέγγισης Ελλάδας-Τουρκίας, αφετέρου επαναπροσδιορισμός του γνωστού πλαισίου συνομιλιών ώστε να αποφευχθούν τα πιό ουσιώδη και πιό επικίνδυνα.

Διότι εάν επαληθευτεί ότι όσα είπε ο Μπάρακ συνιστούν επισήμως και την αμερικανική οπτική, τότε ένας διάλογος με την Άγκυρα και αυτή την (αμερικανική) ατζέντα θα ήταν δύσκολος, όχι, όμως, και απορριπτέος.

Κι αν δούμε μία τέτοια εξέλιξη υπό το πρίσμα της (νέας) Εθνικής Στρατηγικής των ΗΠΑ για “ευέλικτο ρεαλισμό” –με βάση το σχετικό κείμενο που αποτελεί “πυξίδα” του State Department και κάθε αμερικανού διπλωμάτη-πρέσβη ανά τον κόσμο-, ίσως ακόμα δυσκολότερος. Και θα απαιτούσε μεγάλη προπαρασκευή και εσωτερική συνεννόηση.