“Κονίαμα” λαϊκισμού ή συνεννόησης;

Είτε επειδή από εκεί έπρεπε να προέλθει αρχικώς (Άγκυρα), είτε επειδή η Κίμπερλι Γκιλφόϊλ ασχολείται ακόμα περισσότερο με την θετική ατζέντα των ενεργειακών συμφωνίων, το σήμα της εν εξελίξει αμερικανικής διερεύνησης του πεδίου του (ουσιαστικού) ελληνοτουρκικού διαλόγου εκπέμφθηκε (με συνέντευξή στην “Καθημερινή”) από τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Τουρκία Τομ Μπάρακ.
Αναμενόμενο για τους επίμονους παρατηρητές της δραστήριας παρεμβατικότητας του Ντόναλντ Τραμπ, για τον οποίο κάθε πόλεμος, γεωπολιτική διένεξη και διαφορά προσεγγίζεται υπό το φως των αμερικανικών συμφερόντων, χωρίς τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, και με την επιθετικά απλοϊκή ματιά του “ό,τι πρέπει να επιλυθεί, μπορεί να επιλυθεί όπως κάθε επιχειρηματικό ντιλ”.
“…Να αφήσουμε τις πικρίες του παρελθόντος στο περιθώριο και να δημιουργήσουμε ένα νέο πλαίσιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με τις ΗΠΑ να λειτουργούν «ως κονίαμα, αυτό που ενώνει δύο τούβλα» -είπε ο Αμερικανός πρέσβης. Δεν έχει νόημα –συνέχισε- δύο χώρες δεμένες η μία με την άλλη να κρατούν ακόμη έριδες για γεγονότα που έγιναν εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια πριν. Συμπέρασμα: Η μία και μοναδική διαφορά περί οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, κατά την Ελλάδα, και οι περισσότερες (συνεκμετάλλευση, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, αμφισβήτηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, Κυπριακό, Θράκη κ.ά), κατά την Τουρκία, συνιστούν “έριδες” που εδράζονται στο παρελθόν.
Η διοίκηση Τραμπ δεν προσφέρεται, απλώς, για μία διαμεσολάβηση επίλυσης κάθε “έριδας” μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, είναι μάλλον βέβαιο πώς θα επιδιώξει και να την επιβάλλει.
Πρώτο στάδιο ήταν η διανομή των ρόλων που επιφυλάσσει για τις δύο χώρες το (νέο) αμερικανικό γεωπολιτικό δόγμα: η Τουρκία ήταν και είναι χρήσιμη ως διαμεσολαβητής στη Γάζα και την Μέση Ανατολή ευρύτερα, και ως συνομιλητής, ταυτόχρονα, με το Κίεβο και τη Μόσχα, η Ελλάδα, από την άλλη, είναι ο “κόμβος” για το αμερικανικό LNG και τον ρόλο των λιμανιών της Αλεξανδρούπολης και της Ελευσίνας. Για τις ΗΠΑ οι (γειτνιάζουσες) χώρες είναι πολύτιμες -με αυξομειώσεις ανάλογα με τη συγκυρία- για τα αμερικανικά συμφέροντα, ως εκ τούτου δεν πρέπει να βρίσκονται σε διαρκή αντιπαλότητα, και οι εστίες έντασης και αστάθειας πρέπει να εκλείψουν. Τόσο απλά.
Μέχρις ώρας η ελληνική κυβέρνηση προάγει το ενεργειακό και αμυντικό σκέλος που είναι ωφέλιμο οικονομικά και γεωπολιτικά, δεν έχει, όμως, αποκαλύψει τις προθέσεις της για το πώς σκέπτεται να διαχειριστεί την αμερικανική πρωτοβουλία που περιγράφει ο Μπάρακ. Είναι δύσκολο να το κάνει σε προεκλογικό χρόνο, για τον εξαιρετικά απλό λόγο ότι μία τέτοια πρωτοβουλία θα εισαγάγει Ελλάδα και Τουρκία σε μία κατάσταση που από μόνη της η βάση διαλόγου θα περιέχει πιθανώς συμβιβασμούς, ακόμα και αναθεώρηση της εθνικής στρατηγικής.
Η κοινή γνώμη, γαλουχημένη σε αμετακίνητες απόψεις και δηλητηριασμένη με λαϊκισμό, δεν γνωρίζει και δεν αντιλαμβάνεται τι σημαίνουν όλα αυτά. Το ερώτημα που έθεσε σε συνέδριο στη Θεσσαλονίκη ο Ευ. Βενιζέλος -σχετικά με την οριοθέτηση ΑΟΖ- αυτό ακριβώς επισήμανε: “Λέμε στον ελληνικό λαό την αλήθεια για το τι λέει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης;” Και για το Κυπριακό: ” Η ελληνική πολιτική δεν θέλει να αναλάβει το κόστος για το Κυπριακό. Όποιος ασχοληθεί κινδυνεύει να θεωρηθεί προδότης”. Το συναντήσαμε πριν μερικά χρόνια με το Μακεδονικό, μία λύση στην Κύπρο είναι τερατωδώς σοβαρότερο θέμα.
Κάπως έτσι, οι σώφρονες καταλήγουν στην δομική διαπίστωση περί συνεννόησης και συναίνεσης. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την προετοιμασία της διπλωματίας και του πολιτικού συστήματος απέναντι στην διαφαινόμενη, καθαρά πλέον, αμερικανική πρωτοβουλία, αλλά και την ατζέντα που θα κυριαρχήσει αμέσως μετά τις επόμενες εκλογές- πιθανώς και πριν με …τροχιοδεικτικές βολές.
Το δίλημμα περί σταθερότητας πρέπει, ως εκ τούτων, να συμπεριλάβει και το άλλο δίλημμα “αυτοδυναμία ή συνεργασίες“, και να σκεφτούμε καλά ποιός ή ποιοί μπορούν καλύτερα να διαχειριστούν όσα θα (μας) συμβούν.