Από …Δανία του νότου, στον ανταγωνισμό με τη Βουλγαρία
Ο πίνακας που ακολουθεί και είναι το αποτέλεσμα επίσημης έρευνας της Eurostat αποτυπώνει το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα της χώρας, αυτό που καταλαμβάνει την πρώτη θέση ως προς τις αγωνίες και τον θυμό των πολιτών, και συνιστά το γενεσιουργό αίτιο των ανισοτήτων. Αυτές που με την σειρά τους πυροδοτούν και θα προκαλέσουν ακόμα περισσότερο πολιτικές εξελίξεις. Η κυβέρνηση σχεδόν το υποτιμά, κρυπτόμενη πίσω από τις πολιτικές ισχνής αύξησης των εισοδημάτων, που όμως δεν αναιρούν το πρόβλημα, η δε αντιπολίτευση δεν φαίνεται ικανή να προτείνει εφαρμόσιμες εναλλακτικές. Και όταν προτείνει, δεν μπορεί να πείσει.
Συνοπτικά: Με μέσο ετήσιο μισθό 17.954 ευρώ η Ελλάδα ήταν πέρσι προτελευταία στην ΕΕ, όπου ο μέσος μισθός διαμορφώθηκε στα 39.808 ευρώ. Η περσινή αύξηση (5,18%) ήταν αντίστοιχη του ευρωπαϊκού μέσου όρου (5,2%), ενώ στη Βουλγαρία οι μισθοί αυξήθηκαν 13,95%. Σε σχέση με το 2009 ο μέσος μισθός παραμένει 15,3% χαμηλότερος, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός αυξήθηκε 50,9%,
Το 2024, ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης για τους εργαζομένους στην ΕΕ ήταν 39.800 ευρώ, αντανακλώντας αύξηση 5,2% από 37.800 ευρώ το 2023.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ο υψηλότερος μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (83.000 ευρώ), ακολουθούμενος από τη Δανία (71.600 ευρώ) και την Ιρλανδία (61.100 ευρώ).
Αντιθέτως, οι χαμηλότεροι μέσοι μισθοί καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (15.400 ευρώ), στην Ελλάδα (18.000 ευρώ) και στην Ουγγαρία (18.500 ευρώ).

Το κόστος ζωής (ακρίβεια) θα είναι το βασικό ζήτημα που θα προσδιορίσει τις πολιτικές εξελίξεις και εν τέλει το ίδιο το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών. Η κυβέρνηση δεν έχει να αναμετρηθεί με τον Ανδρουλάκη, ή τον Τσίπρα, ούτε καν με τις διαρροές στα δεξιά της. Ως κυβέρνηση 7αετίας έχει να αναμετρηθεί με αυτή την ζοφερή εικόνα, με το γεγονός, δηλαδή, ότι δεν έχει κατορθώσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Η κυβερνητική εκδοχή περί εισαγόμενου πληθωρισμού, ή άλλων επί μέρους “διαχρονικών” δυσλειτουργιών της εγχώριας αγοράς, δεν αντέχει σε κριτική. Έχει εξαντλήσει τα όριά της προ πολλού, γι αυτό και σημειώθηκε η μετακίνηση στην αναγνώριση, μεν, του προβλήματος, κι από την άλλη στην προσπάθεια να εξισορροπηθεί με το επιχείρημα “η ακρίβεια αντιμετωπίζεται με την αύξηση των εισοδημάτων”.
Οι αριθμοί στον πίνακα είναι, όμως, αμείλικτοι: όποιες αυξήσεις δόθηκαν (και για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό όντως συνέβη) δεν στέκονται ικανές να βελτιώσουν τη θέση μας στην κατάταξη. Τι αντεπιχείρημα μπορεί να αρθρώσει, άραγε, κανείς όταν ο Βούλγαρος πολίτης έχει μικρότερο εισόδημα από τον Έλληνα μόλις κατά 2.500 ευρώ ετησίως;
Ή τι να πει όταν ο Έλληνας κερδίζει σήμερα 15% λιγότερα απ΄ ότι το 2009, όταν το κόστος ζωής (τρόφιμα, στέγαση, υπηρεσίες) έχει εκτοξευθεί;
Κάπως έτσι καλλιεργείται από την κυβέρνηση η τάση χαμηλών προσδοκιών, η οποία, όμως, προσφέρεται ως καύσιμη ύλη για τον αντισυστημισμό. Ιδιαίτερα όταν η αντιπολίτευση, κατακερματισμένη και αμήχανη δεν μπορεί να αντιπαρατάξει οικονομικό και κοινωνικό σχέδιο για τη χώρα.
Εν τω μεταξύ, η χώρα ολοένα και συχνότερα συναγωνίζεται στις ευρωπαϊκές στατιστικές τη Βουλγαρία, όταν κάποιοι “φουσκώνουν” σήμερα για το …οικονομικό μας θαύμα, και πριν 15 χρόνια ανοίγαμε τα πανιά μας για να γίνουμε η Δανία, ή η Ιρλανδία του νότου.