“Ουδέν σχόλιο” ή …ουδείς στο απυρόβλητο;
Οι πρώην πρωθυπουργοί οδηγούνται εκ των πραγμάτων σε τέσσερις επιλογές: α. παραμένουν ενεργοί, ως βουλευτές, ασκώντας οριακά και ανά περίπτωση την επιρροή τους, β. αποσύρονται οριστικά από τα πολιτικά “εγκόσμια”, γ. επιδιώκουν ένα ρόλο “statesman”, δ. στέκονται στην ενδιάμεση ζώνη μεταξύ της προηγηθείσας θητείας τους και της (σταδιακής) επιστροφής στην κεντρική σκηνή.
Στον εγχώριο πολιτικό αστερισμό έχουμε τέσσερις πρώην πρωθυπουργούς: Κ. Καραμανλή, Γ. Παπανδρέου, Αντ. Σαμαρά, Αλ. Τσίπρα (με σειρά “αποστρατείας”). Καθένας τους έχει κάνει, ή έχει προσπαθήσει να κάνει, μία από τις παραπάνω επιλογές.
Ο Καραμανλής, ισορροπεί ανάμεσα στον ρόλο του “statesman” και της παραταξιακής συνείδησης, το δεύτερο, εκ των πραγμάτων, τον φέρνει ενίοτε στην γκρίζα ζώνη της κριτικής, ακόμα και της αμφισβήτησης, των πολιτικών της κυβέρνησης. Διατηρεί (και ως…Καραμανλής) ισχυρά ερείσματα στην εκλογική βάση και το πολιτικό προσωπικό της Ν.Δ, αποφεύγει, ωστόσο, να κάνει “χρήση δικαιώματος”. Πολύ συχνά, η σιωπή του είναι πιό ηχηρή από τις προσεκτικές δημόσιες παρεμβάσεις του, αλλά και οι τελευταίες παράγουν μετρήσιμο πολιτικό αποτέλεσμα, δίχως, όμως, να προκαλούν εσωτερικούς κλυδωνισμούς. Περισσότερο “μεταφράζεται” και ερμηνεύεται, παρά εκδηλώνεται.
Ο Παπανδρέου κινείται μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης επιλογής. Κοινοβουλευτικά ενεργός, διεθνώς δραστήριος (με διαλέξεις και συμμετοχή σε διεθνή fora, κατά το μοντέλο των αμερικανών προέδρων που ολοκληρώνουν τον κύκλο τους), με τάσεις αναχωρητισμού, όμως, από την εγχώρια πολιτική καθημερινότητα, ακόμα και από το πεδίο της εσωτερικής αντιπαράθεσης στο ΠΑΣΟΚ.
Οι δύο επόμενοι πρώην πρωθυπουργοί, αν και τους χωρίζει μία ηλικιακή διαφορά 22 ετών, έχουν κάνει την τέταρτη επιλογή. Σμιλεύουν τον απολογισμό της θητείας τους, και σταθμίζουν τις αλλαγές των καιρών, στην Ελλάδα και διεθνώς, με στόχο την επιστροφή τους στην κεντρική πολιτική κονίστρα.
Η δίωρη συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά (Ant1), για παράδειγμα, θα μπορούσε να ισοδυναμεί με τον χρόνο που θα απαιτούνταν να ακούσει κανείς το audiobook της “Ιθάκης” του Αλέξη Τσίπρα. Ο δεύτερος επέλεξε έναν παραδοσιακό και μαζί σύγχρονο τρόπο απολογισμού και επανατοποθέτησης (βιβλίο και ήχος), ο πρώτος ακολούθησε την μάλλον πληκτική πεπατημένη μιας σκηνοθετημένης διαγγελματικής συνέντευξης.
Ένας πρώην πρωθυπουργός, όμως, δεν παύει να είναι πολιτικός. Το παρελθόν του θα τελεί πάντοτε υπό την κριτική των πολιτών και της δημόσιας σφαίρας, το παρόν του, όπως ο ίδιος το σκιαγραφεί, θα γίνεται αντικείμενο σχολιασμού, ακόμα και τόπος αντιπαράθεσης. Η υπεκφυγή “ουδέν σχόλιο” δεν ταιριάζει σε κανέναν, ούτε στους πρώην πρωθυπουργούς, το αντίθετο, κάτι τέτοιο αποτελεί δηλωτικό απαξίωσης, σε παρελθοντικό, ή και ενεστώτα χρόνο.
Ο Σαμαράς, για παράδειγμα, δεν πρέπει να μένει στο απυρόβλητο από το κόμμα που τον έκανε πρωθυπουργό, ή να του ασκείται κριτική μόνο για το σημερινό “γινάτι” του εναντίον του πρωθυπουργού. Δεν αποκτά, ελέω παραταξιακής ασυλίας, λευκή κάρτα για όσα έπραξε, ή δεν έπραξε, ως πρωθυπουργός, ούτε μπορεί να δέχεται κανείς ως θέσφατα όσα εκείνος επιμένει να προβάλλει με έντονα στοιχεία αυτοαναφορικότητας, και δίχως ίχνη αυτοκριτικής.
Κι’ όμως, η κυβέρνηση αυτό ακριβώς επιλέγει, αρνείται να σχολιάσει την σαμαρική έκφραση του σήμερα, την ίδια ώρα που η πρωθυπουργική του περίοδος παραμένει ασχολίαστη, ή ακόμα περισσότερο θεωρείται σπουδαία συνεισφορά στην διάσωση της χώρας. Εάν, όμως, ο Σαμαράς ήταν “ο καλύτερος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης”, όπως σε μία έκρηξη υπερβολής είχε πει κορυφαίος υπουργός (και τότε, και τώρα), εντελώς αψεγάδιαστος και αλάνθαστος, τότε δημιουργείται μία μάλλον προβληματική βάση σύγκρισης που μπορεί να δελεάσει αναποφάσιστους ψηφοφόρους. Δεν προτείνει κανείς δημόσιο αυτομαστίγωμα, αλλά μία δίκαιη αποτίμηση της ιστορίας ενός εκάστου.
Κι αν ακολουθήθηκε περίπου η ίδια τακτική έναντι της περιόδου Καραμανλή με αποτέλεσμα να μην έχουμε ακόμα πολιτικά συμφωνήσει για τον επιμερισμό των πολιτικών ευθυνων στην χρεοκοπία της χώρας, δεν σημαίνει ότι ταιριάζει και στην περίοδο Σαμαρά. Για πολλούς λόγους, επιπλέον, όμως, επειδή ο Καραμανλής δεν φιλοδοξεί να επιστρέψει και να αποκαθηλώσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Από την άλλη, μόνο στελέχη και ψηφοφόροι- ζηλωτές μπορούν να πιστέψουν ότι όλα ήταν καλώς καμωμένα επί συγκυβέρνησης Σαμαρά- Βενιζέλου, και, αίφνης, ωθήθηκαν στην καταστροφή από την διάδοχη διακυβέρνηση Τσίπρα.
Όταν έχουν ειπωθεί και γραφτεί εκατομμύρια λέξεις για τον τελευταίο -και εναντίον του-, και η μοναδική αντίδραση στην “τελειότητα” που περιγράφει ο Σαμαράς για τον εαυτό του είναι το “ουδέν σχόλιο”, η κλονισμένη σχέση εμπιστοσύνης πολιτικής-πολιτών διαρρηγνύεται ακόμα περισσότερο και τροφοδοτεί τον αντισυστημισμό.
Το ίδιο ισχύει, προφανώς, και για τον Αλ. Τσίπρα. Επί λέξει. Ακόμα κι αν κάποιοι προσδοκούν να επιστρέψει για να τους βγάλει από το αδιέξοδο, δεν πρέπει να στήνονται τοτέμ.
Προφανώς, η δική του “Ιθάκη” δεν είναι η Ιθάκη όλων- δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να συμβεί. Δικαιούται, αφενός, να αντιλέξει στην “πολεμική” κριτική που δέχτηκε, οφείλει, δε, να μην υποπέσει στο λάθος του Αντ. Σαμαρά, να κάνει, δηλαδή, γενναία αυτοκριτική, θίγοντας ακόμα και τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής του υπόστασης σε εκείνη την περίοδο.
Όπως, ορθώς, έλεγε ο Σαμαράς, “ουδείς αναμάρτητος” (αν και στη συνέντευξή του, το ξέχασε εντελώς). Αλλά και ουδείς στο απυρόβλητο, κι από κανέναν. Άλλως πώς, δεν πετάμε στην πυρά τον αντίπαλο, και διασώζουμε τον άλλον αντίπαλο (διότι στις εκλογές αυτό θα είναι ένα κόμμα Σαμαρά), επειδή κυβερνούσε το ίδιο πλοίο.