Ποτέ μην υποτιμάς έναν αποφασισμένο αντίπαλο…

Ποτέ μην υποτιμάς έναν αποφασισμένο αντίπαλο…

Ενόψει της ίδρυσης του νέου πολιτικού φορέα του Αλέξη Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, το κόμμα που παρέλαβε στο 4% και το έκανε κυβέρνηση, καλύπτεται πίσω από την φράση “Δεν είμαστε αντίπαλοι”, που εκφωνήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα από τον πρώην πρωθυπουργό, και την ηγεσία της Κουμουνδούρου. Πρόκειται, φυσικά, για “φύλο συκής” που ήδη αφήνει ακάλυπτη την αμηχανία της δεύτερης, και εκ των πραγμάτων θα πάψει να υφίσταται όσο θα πλησιάζουμε στις εθνικές εκλογές. Όλοι γνωρίζουν πώς στις κάλπες δεν θα φτάσουν και οι δύο, και ουδείς αμφιβάλλει ποιός θα είναι αυτός που τελικά θα φτάσει.

Στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, αν και δεν είναι ακόμα βέβαιο εάν ο έτερος πρώην πρωθυπουργός θα ιδρύσει το δικό του κόμμα, κανένα λεκτικό εύρημα δεν μπορεί να καλύψει την αμηχανία. Ο Αντώνης Σαμαράς δεν ξόδεψε χρόνο: δήλωσε στεντορείως (το αντίθετο) πώς “είμαστε αντίπαλοι”. Όχι, όμως, με τη Ν.Δ, αλλά προσωπικά με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και όσα θεωρεί ότι εκπροσωπεί ο πυρωθυπουργός.

Από το απόσπασμα ακόμα της συνέντευξής του, σε δημοσιογράφο επιλογής του, που (ευχαρίστως…) πρόβαλλε ο Ant1, γίνεται φανερό ότι ο κ. Σαμαράς στοχεύει στην αποκαθήλωση της κυριαρχίας του κ. Μητσοτάκη. “Ποιος έκανε ο Υπουργό τον Μητσοτάκη; Ο Σαμαράς. Ποιος τον στήριξε για πρόεδρου του κόμματος; Ο Σαμαράς. Λένε πως έχω γινάτι γιατί δεν με πρότεινε για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δεν υπάρχει κανένα γινάτι. Άλλοι πάσχουν από εφιάλτες. Η διαφορά με τον κ. Μητσοτάκη είναι πολιτική και αξιακή. Ο Πρωθυπουργός δεν χωνεύει τη Δεξιά και έχει κάνει τη Νέα Δημοκρατία υβρίδιο του σημιτικού ΠΑΣΟΚ“, είπε.

Ο πρώην πρωθυπουργός αιτιολογεί προκαταβολικά τις επιλογές που θα κάνει (μεταξύ των οποίων και, υπό προϋποθέσεις, την ίδρυση κόμματος) όχι ως έχουσες στόχο να χτυπήσει την παράταξη της οποίας υπήρξε πρόεδρος, και με την οποία έγινε πρωθυπουργός, αλλά για να την επαναφέρει στην κοίτη της δεξιάς και της κεντροδεξιάς. Ο χαρακτηρισμός “υβρίδιο του σημιτικού ΠΑΣΟΚ” για τη σημερινή Ν.Δ επιχειρεί, ίσως, μία ιστορική αναλογία: όπως, δηλαδή -θεωρούν αρκετοί-, η περίοδος Σημίτη έκοψε το νήμα της εποχής του Ανδρέα, με την μετάβαση στον εκσυγχρονισμό, έτσι, κατά τον πρώην πρωθυπουργό, ο κ. Μητσοτάκης εξοβέλισε το ιδεολογικό πρόσημο της λαϊκής δεξιάς του Κ. Καραμανλή και του ιδίου.

Παρότι βιώνει την προσωπική και οικογενειακή τραγωδία της απώλειας της κόρης του, με σπασμένη τη φωνή, ο πρώην πρωθυπουργός κατέστησε σαφές ότι δεν αποσύρεται στον πόνο του, αλλά παραμένει πολιτικά ενεργός, με (βασικό, ή και μοναδικό) στόχο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Τι θα επιλέξει θα κριθεί προφανώς από το εάν θα υπάρξει οποιαδήποτε εκ των έσω κίνηση αμφισβήτησης του τελευταίου, κάτι, ωστόσο, που φαίνεται απίθανο. Διατηρείται μόνο στις προθέσεις όσων δεν διαβάζουν σωστά τον πρωθυπουργό, και δεν αντιλαμβάνονται πώς έχει ακόμα περιθώριο κινήσεων για να επιτύχει τον στόχο της τρίτης θητείας.

Όμως, με την κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ εν βρασμώ (όπως φάνηκε στην υπόθεση των ΕΛΤΑ, αλλά και του ΟΠΕΚΕΠΕ), και το άγχος δεκάδων βουλευτών που σχεδόν προεξοφλείται ότι δεν θα επανεκλεγούν, ο Αντώνης Σαμαράς φαίνεται ότι θα προβεί στο νέο εγχείρημα στον κατάλληλο χρόνο, και ίσως στρατολογήσει γαλάζιους βουλευτές και κομματικά στελέχη.

Άλλωστε, δεν έχει πρόβλημα αναγνωρισιμότητας, αρκεί μία ιδρυτική διακήρυξη και ένα νέο πολιτικό και οργανωτικό σχήμα, κάτι σχετικά απλό με τις ρίζες που διαθέτει ανά την επικράτεια το κυβερνών κόμμα. Είναι, δε, ευκρινές ότι βρίσκει μιντιακούς και άλλους υποστηρικτές, παράγοντες, δηλαδή, που, για διαφορετικούς λόγους, “τα έχουν σπάσει” με την κυβέρνηση.

Για τον πρώην πρωθυπουργό, δεν έχει μεγάλη σημασία εάν ένα νέο κόμμα, με τη σφραγίδα του, θα λάβει 4% ή 7% στις επόμενες εκλογές (προφανώς, όσο μεγαλύτερο το ποσοστό, τόσο καλύτερα), όσο ότι θα περιορίσει, ή και θα εκμηδενίσει, τις όποιες ελπίδες αυτοδυναμίας της Ν.Δ του κ. Μητσοτάκη. Υπό την έννοια αυτή, πρόκειται για ένα μάλλον πρωτόγνωρο φαινόμενο: διαγραφείς πρώην πρωθυπουργός ιδρύει κόμμα για να ανακόψει την πορεία του κόμματος του οποίου ηγείτο προς την διακυβέρνηση!

Γι’ αυτό και σπεύδει να εξηγήσει ότι η Ν.Δ δεν είναι πλέον η παράταξη που ήταν, αλλά έχει αλλοιωθεί ιδεολογικά, πολιτικά, θεσμικά, από τον νυν πρωθυπουργό. Το επιχείρημά του μοιάζει να ενισχύεται και από τη στάση που τηρεί ο Κώστας Καραμανλής, και την κριτική που εξαπολύει για τα εθνικά θέματα και τους θεσμούς, μένει, όμως, να φανεί εάν θα κρατήσει την ίδια στάση και προεκλογικά.

Όλα αυτά, βεβαίως, είναι σχετικώς δυσνόητα στον μέσο ψηφοφόρο, πολύ περισσότερο, μάλιστα, στην πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού της Ν.Δ που διέπεται κατά κύριο λόγο από την επιθυμία να βρίσκεται στη διακυβέρνηση. Αυτό είναι και το “όπλο” του κ. Μητσοτάκη, μπορούν, δηλαδή, να ελπίζουν ότι θα τους εξασφαλίσει την παραμονή στην εξουσία.

Ποτέ, όμως, δεν πρέπει κανείς να υποτιμά έναν αποφασισμένο αντίπαλο...

Σχετικά Άρθρα