Ξοδεύοντας διπλωματικό κεφάλαιο…

 Ξοδεύοντας διπλωματικό κεφάλαιο…

ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ/ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ

Η συμφωνία Στάρμερ-Ερντογάν για την πώληση στην Τουρκία των μαχητικών Eurofighter-Typhoon της κοινοπραξίας Ηνωμένου Βασιλείου- Γερμανίας- Ιταλίας- Ισπανίας καθιστά ακόμα πιό επιτακτικό ένα ερώτημα σχετικά με τον προσανατολισμό και τα αντανακλαστικά της εξωτερικής μας πολιτικής: Μήπως ξοδεύουμε διπλωματικό κεφάλαιο για το αναπόφευκτο; Όπου αναπόφευκτο θεωρείται, πλέον, από αρκετούς, η ένταξη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, της Άγκυρας στον σχεδιασμό της ευρωπαϊκής κοινής άμυνας, μέσω του προγράμματος χρηματοδότησης SAFE, και της αμυντικής “ομπρέλας” ReArm.

Η προμήθεια των Eurofighter από την Τουρκία, σε πρώτη ανάγνωση, δεν ανατρέπει την υπεροπλία σε αέρα και θάλασσα που έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα. Τα Rafale, η αναβάθμιση των F16, το προβάδισμα στην αγορά των F35, και οι Belhara, δημιουργούν έναν ισχυρό αποτρεπτικό θώρακα, τον οποίο για να τον εξισορροπήσει η γειτονική χώρα θα χρειαστούν αρκετά χρόνια.

Ίσως, όμως, το σοβαρότερο δεν είναι η σύγκριση ισχύος στο Αιγαίο, ακόμα και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, αλλά το γεγονός ότι οι εταίροι μας στην Ε.Ε έχουν εγκαταλείψει πιά κάθε επιφύλαξη σχετικά με τους όρους που έθεταν στο παρελθόν. Το εμπάργκο, για παράδειγμα, της Γερμανίας για την πώληση οπλικών συστημάτων στην Τουρκία, που τήρησαν, έστω και αμφίθυμα, όλες οι τελευταίες κυβερνήσεις στο Βερολίνο, αναιρέθηκε από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία ο χριστιανοδημοκράτης Φρίντριχ Μερτς. Η Γαλλία, που θεωρείται ισχυρή παραδοσιακή φίλη χώρα, εγκαταλείπει κι αυτή τις ενστάσεις. Σχεδόν από καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν τίθεται ως όρος ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας και η προσέγγισή της στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο.

Η Τουρκία είναι ισχυρή (ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατός στο ΝΑΤΟ), και θεωρείται απολύτως χρήσιμη στον μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό χάρτη, από την Ουκρανία έως τη Μέση Ανατολή. Η γεωγραφία, ως προς αυτό, είναι αξεπέραστη.

Σε μία εποχή, δε, που ο αναθεωρητισμός επιβραβεύεται, η συνεχιζόμενη τουρκική απειλή κατά της Ελλάδας αποτελεί έλασσον ζήτημα, ακόμα περισσότερο όταν υπάρχει το “άλλοθι” της Διακήρυξης των Αθηνών και της συμφωνίας Ερντογάν- Μητσοτάκη για ήρεμα νερά στο Αιγαίο.

Συμπερασματικά, η Τουρκία γίνεται πλήρως αποδεκτή ως “φίλη και σύμμαχος” γι’ αυτό που είναι (σήμερα), κι όχι, πλέον, γι΄ αυτό που η ΕΕ (και κυρίως η Ελλάδα) θα ήθελε να είναι.

Καθ΄ ημάς, ο αποκλεισμός της Τουρκίας από το SAFE έχει αναχθεί σε μείζον θέμα, και για την αντιπολίτευση, και για σημαντικό τμήμα της Ν.Δ, και της κυβέρνησης. Σε τέτοιο βαθμό που, εάν, τελικά, ο Ερντογάν διαβεί και επίσημα -διότι έμμεσα, π.χ με την εξαγορά της ιταλικής Piaggio, ήδη συμβαίνει- το κατώφλι του SAFE, θα θεωρηθεί από πολλούς εθνική ήττα, υποχώρηση, ενδοτισμός. Αυτή, δε, η εσωτερική πολιτική πίεση αναγκάζει την κυβέρνηση να μετακινείται ακόμα και στην τακτική του βέτο, αν και ακόμα δεν έχει αποσαφηνιστεί η ακριβής διαδρομή που θα φέρει την Τουρκία, είτε δορυφορικά, είτε στον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής άμυνας.

Τα βέτο, ωστόσο, μπορεί να εκλαμβάνονται ως κινήσεις “υπερηφάνειας” από τους ψηφοφόρους, και να προσθέτουν πόντους στις δημοσκοπήσεις, μεσομακροπρόθεσμα, όμως, έχουν μεγάλο διπλωματικό κόστος. Και πρέπει να μελετηθούν καλά τα βήματα που θα τα ακολουθήσουν.

Κάποιοι, διαβλέποντας τους παραπάνω κινδύνους, προτείνουν την σύνδεση της ελληνικής αποδοχής ως προς την ένταξη της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα την διεκδίκηση ανταλλαγμάτων, δηλαδή να συμφωνηθούν “αιρεσιμότητες”. Η άρση του casus belli που έθεσε ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να είναι μία απ΄ αυτές, όλοι αναγνωρίζουν, όμως, πώς δεν είναι αρκετή και δεν εξασφαλίζει την διακοπή της τουρκικής προκλητικότητας. Η Άγκυρα θα παραμείνει στο αφήγημα της “Γαλάζιας πατρίδας” και θα συνεχίσει να αμφισβητεί ελληνική κυριαρχία, είτε υπάρχει το casus belli, είτε όχι.

[ Η πρόσφατη πρόταση Φιντάν για διευθέτηση των χωρικών υδάτων δείχνει, άλλωστε, τις προθέσεις της Τουρκίας. Επ΄ αυτού έχει, δε, ενδιαφέρον να δει κανείς τι είχε συμβεί το 2003, όταν Σημίτης και Γκιούλ φαίνεται να είχαν φτάσει κοντά σε συμφωνία για το θέμα αυτό, όπως το περιγράφει σήμερα ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, επισημαίνοντας, βεβαίως, ότι τώρα μία ανάλογη λύση καθίσταται δυσχερέστερη.]

Από την άλλη, δεν μπορεί να θεωρηθεί στέρεη η (δήθεν) “αιρεσιμότητα” ότι τα οπλικά συστήματα που προμηθεύεται και θα συνεχίσει να προμηθεύεται η Τουρκία από τους ευρωπαίους εταίρους, σήμερα, μέσω του SAFE, ίσως αύριο, δεν θα χρησιμοποιηθούν εναντίον άλλου κράτους-μέλους.

Μία άλλη πρόταση που έχει διατυπωθεί είναι η διεκδίκηση από την Ελλάδα να προβλεφθεί στην τελική συμφωνία για την κοινή άμυνα μία “ρήτρα συνδρομής” που θα καθιστά σαφές ότι τα ελληνικά σύνορα είναι ευρωπαϊκά, και, ως εκ τούτου, οιαδήποτε απειλή εναντίον της χώρας θα αντιμετωπίζεται ως απειλη εναντίον της ΕΕ. Όσοι την διατυπώνουν επικαλούνται το παράδειγμα της σχετικής ρήτρας στην ελληνογαλλική στρατιωτική συμφωνία, είναι, όμως, σαφές ότι το Παρίσι δεν είχε ποτέ σκοπό να κινητοποιηθεί στρατιωτικά σε μία τέτοια περίπτωση, ούτε έχει “ιδρώσει” για τις συνεχιζόμενες τουρκικές προκλήσεις. Ακόμα και το αίτημα του πρωθυπουργού στον Εμανουέλ Μακρόν για τους πυραύλους Meteor (να μην δωθούν στην Τουρκία) κατέληξε ατελέσφορο.

Άλλωστε, έχουμε πιά εμπειρία δεκαετιών για το πώς (ΔΕΝ) λειτουργούν τα σχετικά άρθρα 4,5 του κανονισμού του ΝΑΤΟ.

Δεν είναι εύκολος ο δρόμος, λύση, πάντως, δεν αποτελεί να θεωρούμε αδιάσπαστη την (σημερινή) υπεροπλία μας, ούτε να θεωρούμε ότι όλα αλλάζουν με το βέτο. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι εταιρικές και συμμαχικές σχέσεις (μας) έχουν ατονήσει, το δε διεθνές δίκαιο κινδυνεύει να καταλήξει “κενό γράμμα”. Χρειάζονται άλλες λύσεις που θα ενισχύουν το διπλωματικό κεφάλαιο της χώρας, και θα μας καθιστούν χρήσιμους και αναγκαίους, όχι μόνο παρατηρητές.

Κι αυτές οι λύσεις ίσως απαιτούν και επαναδιαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής, ακόμα και αλλαγή της εσωτερικής “κουλτούρας”, και του τρόπου που γίνεται σήμερα ο κομματικός ανταγωνισμός, μπολιάζοντας με τοξικότητα την κοινωνία (διαβάστε σχετικά). Κι αυτό απαιτεί συνεννόηση (τουλάχιστον μεταξύ εκείνων που μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο), και χρόνος.