Το “blame game” Φιντάν, το… “έως” που ξεχνάμε, και ο αδυσώπητος προεκλογικός χρόνος
Φωτό (Eurokinissi) από πρόσφατη συνάντηση Γ. Γεραπετρίτη με Χ. Φιντάν
Αν και διόλου πειστικό, δεδομένου του βαρέως τουρκικού “παρελθόντος” προκλήσεων στο Αιγαίο, το “σήμα” του Χακάν Φιντάν είναι διττό και δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Το “εσείς 12 (μίλια), εμείς 6, ελάτε να το συζητήσουμε”, σε συνδυασμό με το “ο Μητσοτάκης, ξέρουμε ότι θέλει και μπορεί…”, αποτελεί μία νέα συνθήκη στα ελληνοτουρκικά. Κάποιοι επισημαίνουν ότι εμμέσως παραπέμπει στην εποχή του Ελσίνκι, όταν η κυβέρνηση Σημίτη είχε φτάσει κοντά σε ένα γενικό πλαίσιο συμφωνίας με την Τουρκία. Έκτοτε, πρόταση για συζήτηση σχετικά με τα χωρικά ύδατα δεν έχει γίνει τόσο καθαρά από την Άγκυρα.
Φυσικά, δεν συνιστά κάποια αιφνίδια κίνηση καλής προαίρεσης από την Άγκυρα, τουναντίον είναι απολύτως συνυφασμένη με τη γεωπολιτική συγκυρία, και την κυοφορούμενη αμερικανική παρέμβαση για “διευθετήσεις” από το ουκρανικό μέτωπο έως τη Γάζα, καθώς και τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας στη Ν.Α Μεσόγειο που θα επιτρέψει απρόσκοπτα τις δραστηριότητες των αμερικανικών κολοσσών Chevron και Exxon Mobil. Κατ’ αναλογία, για παρόμοιους λόγους εκφωνήθηκε και η ελληνική πρόταση (από τον Κυρ. Μητσοτάκη στη Βουλή) για την πενταμερή των παράκτιων χωρών στην ίδια περιοχή (Ελλάδα, Τουρκία, Αίγυπτος, Λιβύη, και Κύπρος).
Η κίνηση Φιντάν, βεβαίως, λαμβάνει υπόψη της και την άλλη (πολύ σημαντική για την Τουρκία) συγκυρία της οριστικοποίησης –πιθανότατα μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου– του σχήματος των κρατών που θα συμμετάσχουν στο πρόγραμμα (κοινής άμυνας ΕΕ, τρίτων χωρών, και αμυντικών βιομηχανιών) SAFE. O Ταγίπ Ερντογάν έχει εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη της μεγάλης πλειονότητας των ευρωπαϊκών κρατών, με μοναδικές αντιστάσεις από την Ελλάδα, την Κύπρο, και έως ένα βαθμό τη Γαλλία.
Θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να εκληφθεί και ως μία προετοιμασία για “blame game”, εφόσον εκδηλωθεί ελληνοκυπριακό βέτο: η Αγκυρα ίσως προβάλλει την πρόταση Φιντάν εξισορροπιστικά με τον ελληνικό όρο για άρση του casus belli, θα ισχυριστεί, δηλαδή, ότι ένας διάλογος για το εύρος των χωρικών υδάτων, που θα περιλαμβάνει σε κάποιες περιοχές του Αιγαίου και τα 12 μίλια, ισοδυναμεί με απενεργοποίηση της απόφασης της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης προ τριακονταετίας.
Η κατάσταση περιπλέκεται, κι αυτό, ας μην το ξεχνάμε, συμβαίνει σε προεκλογικό χρόνο, κάτι που δυσκολεύει τους χειρισμούς της κυβέρνησης- και οιασδήποτε κυβέρνησης.
Φάνηκε, άλλωστε, από τις πρώτες πολιτικές και μιντιακές αντιδράσεις, αρκετές από τις οποίες εκτείνονται από κραυγές περί επικείμενης μειοδοσίας, μέχρι την ύπαρξη κρυφής ατζέντας.
Οι εκφωνούντες τα παραπάνω, σκοπίμως ξεχνούν μερικά βασικά πράγματα: Πρώτον, ότι το αναφαίρετο δικαίωμα της χώρας μας για επέκταση των χωρικών υδάτων περιλαμβάνει (στη σχετική σύμβαση, όχι, είναι αλήθεια, και στην πολιτική ρητορική) τη λέξη “έως” (τα 12 μίλια). Και μπορεί να ασκηθεί μονομερώς (έχει εξαιρεθεί από την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης), ως εκ τούτου δεν συνδέεται με την οριοθέτηση ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας. Δεύτερον, αυτή ακριβώς η συζήτηση (περί εύρους), θα μπορούσε, θεωρητικά προς το παρόν, να δημιουργήσει περιβάλλον για το επόμενο βήμα συζήτησης της “μίας και μόνης διαφοράς” (της εθνικής πάγιας θέσης) που θα περιλαμβάνεται σε ένα συνυποσχετικό που θα μας οδηγήσει στη Χάγη.
Ο Φιντάν, εκ του πονηρού, επισήμανε ότι ο Ερντογάν διαθέτει την εσωτερική πολιτική ισχύ να κάνει σχετικά βήματα, η δε ελληνική κυβέρνηση, όπως υπονόησε, μάλλον όχι, καθώς, όπως είπε, καθιστά την εξωτερική της πολιτική πιόνι στην σκακιέρα εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Το ζήτημα, ωστόσο, είναι όχι, μόνο, πώς βλέπουμε εμείς την κίνηση Φιντάν, αλλά πώς θα την αντιμετωπίσει ο ευρωπαϊκός και αμερικανικός παράγοντας. Ο μεν πρώτος είναι πιθανό να την αξιολογήσει θετικά, καθώς πρώτιστο μέλημά του είναι να εντάξει την Τουρκία στο SAFE, o δε δεύτερος, ο οποίος δεν διακατέχεται από την προσήλωσή του στο διεθνές δίκαιο, και προτιμά να επιλύει τις διαφορές σε δικηγορικά και …μεσιτικά γραφεία, ίσως διακρίνει “παράθυρο ευκαιρίας” για επείγουσες διευθετήσεις στην περιοχή μας.
Εν κατακλείδι, είτε πρόκειται για ουσιαστική κίνηση της Άγκυρας, με την αυτοπεποίθηση του αναβαθμισμένου ρόλου της, είτε για την απαρχή ενός “blame game”, η κυβέρνηση θα κληθεί να δώσει απαντήσεις και να κάνει χειρισμούς. Και θα φτάσει η ώρα που, ο πρωθυπουργός θα πιέζεται από τα δεξιά (Σαμαράς, Βελόπουλος, Λατινοπούλου), με κίνδυνο να περιπέσει σε καθεστώς (προεκλογικής) αδράνεις, ενώ από το κέντρο και τα αριστερά (Ανδρουλάκης, Φάμελλος, Χαρίτσης, και …σύντομα Τσίπρας) είναι πιθανό να βρει ηπιότερους και διαλλακτικότερους συνομιλητές. Τροφή για σκέψη…