Το “Γκράαλ” του …νέου παραγωγικού μοντέλου
Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, τρία ινστιτούτου (Ιντερπόστ, ΕΝΑ, Πρωτοβουλία) διοργάνωσαν στο Divani Caravel διημερίδα για την “Παραγωγική Ελλάδα”– είχα την τιμή, μετά από πρόταση της Λούκας Κατσέλη, να συντονίσω την έναρξη και το πρώτο τραπέζι διαλόγου. Τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και επιστημονικά τεκμηριωμένες εισηγήσεις που ακούστηκαν διέτρεχε η ανάγκη και η αναζήτηση ενός νέου “παραγωγικού μοντέλου” για τη χώρα.
Θυμήθηκα, κατά τη σύντομη εισαγωγική τοποθέτησή μου, τα τέλη της δεκαετίας του ’80, και τα χρόνια που ακολούθησαν, όταν, ζώντας στη Θεσσαλονίκη, το μείζον ζήτημα ήταν γενικότερα η αποβιομηχάνιση και ειδικότερα ο αφανισμός της κλωστοϋφαντουργίας. Στη βιομηχανική ζώνη της Σίνδου τα εργοστάσια έκλειναν, τα δε ιστορικά κλωστήρια στην ευρύτερη περιοχή υποχωρούσαν και αφανίζονταν λόγω της παγκόσμιας διείσδυσης συνθετικών προϊόντων από την Κίνα και αλλού.
Τότε, ήταν που πρωτοάκουσα για την ανάγκη ενός νέου “παραγωγικού μοντέλου” για την ελληνική οικονομία.
Είναι γνωστό τι ακολούθησε: αναπτυξιακοί νόμοι που άφησαν πίσω τους εργοστάσια-κουφάρια (π.χ στη Θράκη), προγράμματα που εστίαζαν στη δημιουργία μικρών ξενώνων, κυρίως χειμερινού τουρισμού, και ατέρμονες συζητήσεις σχετικά με την μεγάλη μας “βιομηχανία” που βγαίνει από την χειμερία νάρκη την άνοιξη και να ξαναμπαίνει το φθινόπωρο.
Πάνω από τριάντα χρόνια μετά, κι αφού διαβήκαμε ταχύτατα, από την ασυδοσία της δανεικής ευφορίας του Χρηματιστηρίου, και της δεκαετίας του 2000, στην κρίση και τα μνημόνια, το “νέο παραγωγικό μοντέλο” είναι το “Γκράαλ” των οικονομολόγων και των κομμάτων, ειδικά εκείνων που παραθέτουν προγράμματα διακυβέρνησης.
Είθισται, οι σκαπανείς που το αναζητούν να προέρχονται από τον ήπιο φιλελευθερισμό μέχρι την κεντροαριστερά και την αριστερά, και παρότι δεν ομονοούν πάντοτε, βάζουν στην προσπάθειά τους κοινωνικό πρόσημο.Στην αντίπερα όχθη εφησυχάζουν θαμπωμένοι από τα “ριπόρτ” των διεθνών οίκων και από τις συγκρίσεις με τις καθεύδουσες ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες. Πριν μερικά χρόνια, ο αείμνηστος Κώστας Σημίτης είχε επισημάνει τους κινδύνους από τον αφελληνισμό των ελληνικών επιχειρήσεων και την μετατροπή της οικονομίας σε πεδίο άσκησης του real estate. Επιβεβαιώνεται.
Στην διημερίδα, τονίστηκε επαρκώς ότι μία πραγματι παραγωγική οικονομία δεν μπορεί παρά να συνδυάζει πρωτογενή παραγωγή, εξαγωγική δραστηριότητα, αυτάρκεια, αξιοπρεπή και καλά αμειβόμενη εργασία και εργασιακή ασφάλεια. Ας είμαστε ειλικρινείς: όσο κι αν η Ελλάδα προβάλλεται, πλέον, ως ένα μικρό οικονομικό θαύμα, σε σύγκριση με το σημείο εκκίνησης που ήταν η πτώχευσή της και η περίοδος των μνημονίων, οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν συντρέχουν.
Ως ανάπτυξη δεν λογίζεται το ευάλωτο μείγμα του τουρισμού και των επενδύσεων στην ευρύτερη αγορά ακινήτων, ούτε το γεγονός ότι η πλειονότητα των νέων επιχειρήσεων αφορούν μικρές και συνήθως βραχύβιες (προσωπικές) προσπάθειες. Τα καφέ (σχεδόν το ένα δίπλα στο άλλο στους κεντρικούς δρόμους) και τα “nails” δεν αποτελούν απάπτυξη, μόνο μόχλευση μιας ρηχής αγοράς και διέξοδο για εκείνους που προτιμούν να βγάζουν μεροκάματο στο “δικό τους” μαγαζί, διότι δεν έχουν τα εφόδια, ή, συνηθέστερα, δεν θέλουν να υποταχθούν σε μία λογική επιβίωσης.
Όμως, το νέο παραγωγικό μοντέλο δεν είναι μία συζήτηση που περιορίζεται σε περίκλειστα ακροατήρια, ούτε προσφέρεται για ακροβασίες αυταρέσκειας. Είναι ένα πραγματικό εθνικό “project” που πρέπει να περιλάβει τις παραγωγικές τάξεις, τον κόσμο του επιχειρείν και της εργασίας, και μετά τα κόμματα. Κι αυτή η συζήτηση δεν γίνεται με ανοικτούς όρους, κι από όλους για όλους. Κάποιοι ενδιαφέρονται και επιμένουν, οι άλλοι αδιαφορούν.