Μία διάψευση και δύο …εικασίες στις δημοσκοπήσεις

 Μία διάψευση και δύο …εικασίες στις δημοσκοπήσεις

«Αν αυτό που ονειρεύομαι το δω να προκύπτει, να βγαίνει κάτι καινούργιο με όραμα και με σχέδιο, γιατί να μη συμφωνήσω και να μην το καλοδεχθώ, χωρίς απαραίτητα να είμαι μέρος του;», ήταν η απάντησή της Μαρίας Καρυστιανού στα σενάρια περί δημιουργίας νέου κόμματος. Αυτή η συζήτηση -καταλήγει- συντηρείται για να προσάψει ιδιοτέλεια στον ανιδιοτελή αγώνα των οικογενειών των θυμάτων των Τεμπών. Έχει δίκιο.

Εδώ και καιρό σχεδόν σε όλες τις δημοσκοπήσεις περιλαμβάνονται μετρήσεις σχετικά με την επιρροή που θα έχουν τρία νέα (;) κόμματα: της επικεφαλής του αγώνα των οικογενειών των θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών για πλήρη διερεύνηση και απονομή Δικαιοσύνης, και δύο πρώην πρωθυπουργών, του Αντώνη Σαμαρά, και του Αλέξη Τσίπρα.

Αυτό οδηγεί σε ένα πολιτικό σκηνικό υπό εκκρεμότητα, δημιουργείται η εντύπωση πώς οι συσχετισμοί είναι υπό διαμόρφωση υπό την επήρρεια εξωγενών παραγόντων, τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται, και όλα μπορεί να αλλάξουν εν μία νυκτί όταν επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη. Όχι, αν, μόνο όταν και πότε. Η ίδρυση των κομμάτων έχει περίπου προεξοφληθεί, σε όλες τις τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις, ακόμα και στην ενημέρωση του κυβερνητικού εκπροσώπου, οι ερωτήσεις και η αντιπαράθεση περιστρέφονται γύρω από αυτή την …βεβαιότητα.

Η Μαρία Καρυστιανού το διαψεύδει κατηγορηματικά. Είναι διαφορετικό να υποστηρίξει κάτι νέο, εφόσον αυτό ιδρυθεί, από το να δημιουργήσει η ίδια έναν πολιτικό φορέα. Η γυναίκα- σύμβολο του εθνικού μας πένθους και του αγώνα για δικαίωση αντιλαμβάνεται πώς ένα “κόμμα Καρυστιανού” θα μεταβαλλόταν από πάνδημο αίτημα σε μέρος ενός τοξικού πολιτικού τοπίου. Και το διαψεύδει.

Οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, από την άλλη, περιγράφονται ωσάν να προετοιμάζονται πυρετωδώς στο παρασκήνιο, ο μεν πρώτος (Σαμαράς) για να καταστρέψει τις ελπίδες του Κυριάκου Μητσοτάκη να πλησιάσει την περιπόθητη αυτοδυναμία, ο δε δεύτερος (Τσίπρας) για να προβάλλει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, διασπώντας την σημερινή πολιτική γεωγραφία της κεντροαριστεράς.

Ακόμα κι αν τα σενάρια έχουν βάση, πόσο λογικό είναι να αποκτά δημοσκοπικό αποτύπωμα η εικασία και να υπονομεύει τους υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς; Μα, έχει συμβεί ξανά στο παρελθόν, θα πουν ορισμένοι. Ε και; Το παράλογο όταν επαναλαμβάνεται γίνεται λογικό;

Γιατί δεν τα διαψεύδουν, θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος. Είτε επειδή αρέσκονται να αναφέρονται ως δυνητικοί “μεσσίες” και αναμορφωτές, είτε διότι κάθε νυν ή πρώην πρωθυπουργός δεν μπορεί να ασχολείται καθημερινά με τις προσδοκίες και τις προβλέψεις τρίτων. Είτε επιβεβαιώσουν, είτε διαψεύσουν, χαμένοι θα είναι.

Φυσικά, τα σενάρια δεν ειναι εκτός τόπου και χρόνου, είναι αρκετά, ή πολύ πιθανό να περιγράφουν σκέψεις, προθέσεις, ακόμα και αποφάσεις που αναζητούν τον κατάλληλο χρόνο.

Οι δημοσκοπήσεις, όμως, πρέπει να αποτυπώνουν το υφιστάμενο, το βέβαιο, το τωρινό. Κάθε εικασία που παρεισφρέει εντείνει τη σύγχυση και δεν επιτρέπει τον πολίτη να αντικρύζει κατάματα την πραγματικότητα. Το πολιτικό νέφος που απορρέει απ΄ αυτές, προφανώς κάποιους βολεύει και κάποιους δυσκολεύει. Δεν παύει, όμως, να είναι αποπροσανατολιστικό.

Εν τέλει, άλλο είναι να διερευνάται η ανάγκη του εκλογικού σώματος για κάτι νέο επειδή η σημερινή κομματική αρχιτεκτονική δεν προσφέρει επαρκείς απαντήσεις και προοπτική, κι άλλο να μετρώνται (νέα) κόμματα με ονοματεπώνυμο μήνες πριν ιδρυθούν. Εάν, φυσικά, κάτι τέτοιο συμβεί.