Πώς μας βλέπει ο Ερντογάν, πώς βλέπουμε την Τουρκία…
Τα περί ματαίωσης της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν στη Νέα Υόρκη έπρεπε να τα ψάξει κανείς με μεγενθυτικό φακό στα πρωτοσέλιδα του τουρκικού Τύπου. Όσο για τα περί της επικείμενης συνάντησης, πριν την αναβολή και την ματαίωση, δεν υπήρχαν καν. Οι έλληνες ανταποκριτές στην Τουρκία επιμένουν ότι στην ατζέντα του προγράμματος του Τούρκου προέδρου, το πρωί της ημέρας που επρόκειτο να γίνει το τετ α τετ στο “Σπίτι της Τουρκίας”, δεν υπήρχε απολύτως τίποτε. Κάτι δεν πήγε καλά, ή εμείς νομίζουμε πως δεν πήγε;
Στον αντίποδα, τα ελληνικά ΜΜΕ έβριθαν ειδήσεων και αναλύσεων για το κρίσιμο ραντεβού. Η κυβέρνηση διακινούσε non paper για τις “κόκκινες γραμμές” της Αθήνας, και ένα προς ένα τα θέματα που θα έβαζε στο τραπέζι ο Έλληνας πρωθυπουργός: από την πόντιση του καλωδίου της ηλεκτρικής διασύνδεσης με την Κύπρο, μέχρι τον όρο άρσης του casus belli για να ανάψουμε το πράσινο φως της ένταξης της Τουρκίας στο SAFE.
Ήταν στο μυαλό μας όλα αυτά; Προφανώς όχι.Ο Ταγίπ Ερντογάν είχε αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο της συνάντησης, ίσως να είχε δεσμευτεί ως προς αυτό, εμείς, από την άλλη, το αναγάγαμε σε μείζον θέμα. Παραβλέψαμε (;) κάτι πολύ βασικό: τα ελληνοτουρκικά είναι αρκετά χαμηλά στην γεωπολιτική ατζέντα και τις προτεραιότητες της Τουρκίας αυτόν τον καιρό. Πολύ περισσότερο όταν ο Τούρκος πρόεδρος είχε κατά νου μόνο τη συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ και την άρση της στρατιωτικής απομόνωσης, για την αναβάθμιση των F16 και την αγορά των F35. Ακόμα περισσότερο, την αμερικανική επιβεβαίωση για τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας.
Το “μεγαλείο” του Ερντογάν διψά, και αυτό που πρωτίστως τον ενδιαφέρει είναι να κάθεται στα τραπέζια των… μεγάλων, να συνομιλεί με την Ουάσιγκτον και την Ευρώπη, την ίδια ώρα που εμφανίζεται διαμεσολαβητής έναντι του Πούτιν και του Ζελένσκι, και φωτογραφίζεται ως μέλος της συμμαχίας της Σαγκάης. Κι από την άλλη να εξισορροπεί, όσο αυτό είναι εφικτό, την αποχαλίνωση του Νετανιάχου με τις πλάτες του Αμερικανού προέδρου.
Η σχέση του με την (εκάστοτε) ελληνική κυβέρνηση είναι ένας διακόπτης, η ένταση του οποίου αυξομειώνεται ανάλογα με τις άλλες, τις μεγάλες επιδιώξεις του.
Ο αρθρογράφος της “Μιλλιέτ” Οζάϊ Σεντίρ επισημαίνει κάτι που δεν πρέπει να το πετάξουμε στα σκουπίδια. Λέει ότι ο τουρκικός Τύπος δεν έπεσε σε βαθιά μελαγχολία όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης περνούσε το κατώφλι του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Μπάϊντεν, και εκφωνούσε εκείνη την ιστορική ομιλία στο Κογκρέσο. Καθ΄ημάς, αντιθέτως, είναι πολλοί εκείνοι που περιγράφουν περίπου ως “εθνική ήττα” την πρόσκληση του Τραμπ στον Ερντογάν.
Και αναφέρει ειρωνικά πως εφόσον η Τουρκία πάρει τα F35, αυτά θα ενταχθούν στην πολεμική της αεροπορία πολύ μετά από την προσθήκη των τουρκικής κατασκευής KAAN, κι ενώ ήδη η γειτονική χώρα κατασκευάζει και προμηθεύει πολλές χώρες με τα δικά της drones, και έχει ήδη κατασκευάσει δικό της drones-carrier (αεροπλανοφόρο για μη επανδρωμένα). Δυστυχώς, λέει την αλήθεια.
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν ενισχυθεί πολύ, και θα ενισχυθούν ακόμα περισσότερο. Δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι αποτρεπτικά η χώρα μας δεν έχει καμία σχέση με την εποχή των μνημονίων. Και γεωπολιτικά, παρά τις αβλεψίες μας με τη Λιβύη και κάποια άλλα μέτωπα, βρισκόμαστε σε αρκετά καλή θέση, σε ένα κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία και χάνει τις σταθερές της ως προς το διεθνές δίκαιο. Το γεγονός ότι, σε αυτή την εποχή της ισχύος και του αναθεωρητισμού, η γεωπολιτική ζυγαριά ευνοεί την Τουρκία και η τελευταία το αξιοποιεί είναι κάτι που οφείλουμε να παρακολουθούμε, ωστόσο δεν ισοδυναμεί με …τραγωδία.
Είναι, όμως, αλήθεια και το ότι μιλάμε πολύ περισσότερο για την Τουρκία απ΄ ότι πρέπει. Ο δημόσιος διάλογος διέπεται από μία εμμονή να αναγάγει σε κρίσιμο κάθε τι που λένε ακόμα και περιφερειακοί πολιτικοί παίκτες στην Άγκυρα, να εσωτερικεύει ως “ήττα” κάθε συγκυριακή, ή πιό μόνιμη αναβάθμιση της Τουρκίας στη γεωπολιτική σκακιέρα.
Ακόμα και ο επίμονος χαρακτηρισμός του Ερντογάν ως “σουλτάνου” (από μίντια και δημοσιολογούντες) ενισχύει στερεότυπα που ανάγονται στο βαθύ παρελθόν. Μην το υποτιμούμε, διαπερνά και την κοινή γνώμη. Εκείνη, για παράδειγμα, που την εποχή της διαπραγμάτευσης για τη Συμφωνία των Πρεσπών φορούσε περικεφαλαίες και εισηγούνταν ακόμα και να “καταπιούμε” στρατιωτικά τους… Σκοπιανούς, αλλά τώρα αντιμετωπίζει με δέος ή και φόβο το νεοοθωμανικό δόγμα.
Αυτή η αντίληψη ενεδρεύει από παλιά, εξακοντίστηκε, όμως, με την αποπροσανατολιστική και ανεδαφική αίσθηση περί απομόνωσης της Τουρκίας και του Ερντογάν, πριν μερικά χρόνια. Πλάνη και ανοησία.
Εν κατακλείδι, απουσιάζουν δύο βασικά πράγματα (που η Τουρκία τα έχει): μακρόπνοη σταθερή στρατηγική που θα λαμβάνει υπόψη της τα δεδομένα που διαμορφώνονται δυναμικά, και εσωτερικό μέτωπο με συννενόηση και συναίνεση. Ως προς αυτό, οι πρωτοβουλίες ανήκουν στην (εκάστοτε) κυβέρνηση. Και, τέλος, η αλλαγή της εσωτερικής ατζέντας με ουσιαστική συζήτηση για το μέχρι πού μπορούμε και θέλουμε να φτάσουμε -και πώς θα συμβεί αυτό- εάν και όποτε η επιδίωξή μας (;) για πραγματική προσέγγιση με την Τουρκία φθάσει στο σημείο καμπής…