Η “ψυχολογία” και ο πραγματισμός στη μάχη Μητσοτάκη-Ανδρουλάκη
Στην αντιπαράθεσή της με το ΠΑΣΟΚ, και με αφορμή το “προγραμματικό σχέδιο για το μέλλον” που ανακοίνωσε ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τη ΔΕΘ ο Νίκος Ανδρουλάκης, η κυβέρνηση επαναφέρει την δοκιμασμένη τακτική που επί χρόνια εφάρμοσε, μάλλον με επιτυχία, (και) έναντι του ΣΥΡΙΖΑ: λεφτόδενδρα και κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού.
Σκληρό, αλλά ακριβές. Οι κυβερνήσεις έχουν το πολιτικό και ψυχολογικό προβάδισμα να ανακοινώνουν παροχές και να τις δίνουν, οι αξιωματικές αντιπολιτεύσεις είναι υποχρεωμένες να προτείνουν γενικά σχέδια που μπορεί να υλοποιηθούν, μπορεί και όχι, σε βάθος χρόνου και εφόσον διαμορφωθούν οι συνθήκες κυβερνησιμότητας.
Όταν, δε, οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τη Ν.Δ να (ξανα)πλησιάζει το ψυχολογικό όριο του 30% και να το περνά, και το ΠΑΣΟΚ υπολείπεται έως και 15 ποσοστιαίες μονάδες, το προβάδισμα αποκτά κι ένα ψυχρό πραγματισμό.
Για τη Ν.Δ ο στόχος είναι ένας και μοναδικός: η αυτοδυναμία. Και για να την προσεγγίσει έχει τη δυνατότητα να κάνει όλους εκείνους τους υπολογισμούς που θα στοχεύσουν σε συγκεκριμένα εκλογικά κοινά. Νέοι, συνταξιούχοι, ένστολοι, ακριτικές περιοχές. Το οικονομικό επιτελείο, συνεπικουρούμενο από έμπειρους εκλογικούς αναλυτές και επικοινωνιολόγους, θα εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες προς τούτο. Τον Απρίλιο, σε “βουβό” χρόνο, ανακοινώθηκαν εστιασμένα μέτρα 1 δισ., τώρα στη ΔΕΘ παροχές και μειώσεις φόρων περίπου 2,5 δισ., και, όπως λένε κυβερνητικές πηγές, είτε στον προϋπολογισμό του Δεκεμβρίου, είτε τους πρώτους μήνες του 2026, και σε κάθε περίπτωση στη ΔΕΘ της επόμενης χρονιάς, θα ανακοινωθούν πρόσθετα μέτρα από το (υπερ)πλεόνασμα που καλά κρατεί.
Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να αντιπαρατεθεί σε αυτή την τακτική, η αλήθεια είναι πως της λείπουν και τα ακριβή στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου, όπως και ένας σχεδιασμός σε βάθος χρόνου που εκ της θέσεώς της μπορεί να κάνει η κυβέρνηση. Αυτό που μπορεί να κάνει ο Νίκος Ανδρουλάκης το έκανε. Άλλαξε την πίστα, ζήτησε εκλογές, και υποσχέθηκε ένα άλλο μείγμα πολιτικής, ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, μία άλλη αντίληψη διακυβέρνησης. Είναι αρκετά αυτά;
Ίσως θα ήταν εάν οι δημοσκοπήσεις δημιουργούσαν την αίσθηση μίας σύγκρουσης αντίπαλων πολιτικών, αλλά σε έναν δημοσκοπικό καμβά αμφίρροπης (εκλογικής) μάχης. Με την διαφορά μεταξύ Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ να παραμένει σε υψηλό διψήφιο ποσοστό, τα πράγματα δυσκολεύουν.
Το Νοέμβριο του 2023, όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης επανεξελέγη εύκολα στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, το κόμμα είδε τα ποσοστά του να φθάνουν ακόμα και το 20%. Ακολούθησε σύντομα η “διόρθωση”, κύλησε και σταθεροποιήθηκε κοντά στο 13-15%, ποσοστά που διατηρεί έκτοτε σε όλες τις μετρήσεις, ακόμα κι όταν εκατομμύρια βγήκαν στους δρόμους για την υπόθεση των Τεμπών, ή πρόσφατα με τις αποκαλύψεις για την κυβερνητική εμπλοκή στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Αυτό είναι ένα σήμα που δεν πρέπει να υποτιμηθεί από τη Χαριλάου Τρικούπη, ειδικά, δε, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ασθμαίνει σε ποσοστά που τον αφοπλίζουν πολιτικά, ο δε αντισυστημισμός σταθεροποιείται αλλά σε ποσοστά που δεν μπορούν να απειλήσουν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μόνο η “παράμετρος Τσίπρα” μπορεί να αλλάξει τους συσχετισμούς και, εφόσον, όντως, ιδρύσει νέο κόμμα, τότε ο Νίκος Ανδρουλάκης θα πρέπει να κοιτάζει ταυτόχρονα σε δύο κατεθύνσεις (Ν.Δ και Τσίπρας) για να κινηθεί μπροστά.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή τη στιγμή η αντιπαράθεση αφορά την κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ. Η πρώτη έχει στην φαρέτρα της αρκετά όπλα και, πάντως, το κρατικό ταμείο, και επιπλέον βουλευτές, που όσο κι αν κάποιοι απ΄ αυτούς δεν τρέφουν τα καλύτερα συναισθήματα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα δώσουν τα πάντα για να επανεκλεγούν και να συνεχίσουν να μοιράζουν τα κέρδη της εξουσίας. Το ΠΑΣΟΚ έχει πλειάδα ικανών στελεχών που όμως, συμπεριφέρονται σαν να μην πιστεύουν ότι μπορούν να κερδίσουν την εκλογική μάχη.