Τελικά ποια είναι η πραγματική αποστολή της Silicon Valley; Meta & Musk αποκαλύπτουν “το τέλος της αλήθειας”

 Τελικά ποια είναι η πραγματική αποστολή της Silicon Valley; Meta & Musk αποκαλύπτουν “το τέλος της αλήθειας”

Όταν ο Mark Zuckerberg ανακοίνωσε πως η Meta θα τερματίσει τις βασικές της πρωτοβουλίες για τη διαφορετικότητα, ισότητα και ένταξη (DEI) – από τις πρακτικές προσλήψεων έως τη διαφοροποίηση προμηθευτών – λίγες μόλις μέρες μετά την εγκατάλειψη της διαδικασίας ελέγχου γεγονότων, δεν υπάκουσε απλώς στο «μεταβαλλόμενο νομικό τοπίο» που επικαλέστηκε στο σημείωμά του. Κήρυξε τη νίκη σε μια πολύ ευρύτερη μάχη εξουσίας.

Για χρόνια, οι ηγετικές φυσιογνωμίες της Silicon Valley έχουν διαμορφώσει έναν κόσμο όπου η αλήθεια θεωρείται προαιρετική, η δικαιοσύνη δευτερεύουσα και τα γεγονότα ανεπιθύμητα. Με την κατάργηση τόσο των λειτουργιών ελέγχου γεγονότων όσο και των προγραμμάτων DEI, η Meta εξοικονομεί εκατομμύρια – με τις σχετικές περικοπές να ξεκινούν ήδη από το 2023. Η μόνη ευθύνη που φαίνεται να λαμβάνει σοβαρά υπόψη ο Zuckerberg είναι αυτή απέναντι στα κέρδη.

Το πραγματικά εκπληκτικό δεν είναι ότι η Meta έπαψε να προσποιείται πως νοιάζεται για κάτι πέρα από την εξουσία και τα έσοδα – αλλά το ότι πιστέψαμε ποτέ το αντίθετο. Οι συνέπειες αυτής της απόφασης θα εκδηλωθούν παγκοσμίως και λίγοι τις κατανοούν όσο η Maria Ressa.

Η ιδρύτρια του Rappler, ήταν από τους πρώτους που κατέγραψαν πώς οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης ενίσχυσαν τον αυταρχισμό στις Φιλιππίνες, όπου το Facebook κυριάρχησε τόσο πολύ ώστε «αναδιαμόρφωσε τον εγκέφαλο του λαού μας». Η Ressa, βραβευμένη με Nobel Ειρήνης το 2021, δηλώνει: «Η προπαγάνδα είναι σαν την κοκαΐνη – αν τη δοκιμάσεις μία-δύο φορές, είσαι καλά. Αν όμως γίνεται συνεχώς, γίνεσαι εθισμένος. Και σήμερα είμαστε όλοι εθισμένοι».

Όταν διατύπωσε αυτή την προειδοποίηση στο φεστιβάλ Zeg της Coda τον περασμένο Ιούνιο, ακουγόταν σαν προειδοποίηση. Τώρα μοιάζει με επαλήθευση μιας δυσοίωνης πρόβλεψης. Η προειδοποίησή της δεν αφορούσε μόνο τον εθισμό στην προπαγάνδα, αλλά και τη σκόπιμη αρχιτεκτονική του ψηφιακού μας κόσμου. «Αυτές οι τεχνολογικές εταιρείες σχεδιάζουν έναν κόσμο χωρίς γεγονότα», λέει, «και αυτός είναι ένας κόσμος έτοιμος για έναν δικτάτορα».

Ψηφιακή ρύπανση και νέα ισορροπία ισχύος

Η πρωτοπόρος της τεχνολογίας Judy Estrin παρουσιάζει το πρόβλημα με όρους υποδομών: «Οι ψηφιακές πλατφόρμες αναμειγνύουν το ‘ψηφιακό νερό’ με τα ‘λύματα’ στα ίδια δίκτυα, μολύνοντας τα συστήματα πληροφορίας μας και υπονομεύοντας τα θεμέλια του πολιτισμού, της δημόσιας υγείας, της οικονομίας και της δημοκρατίας μας».

Αυτή η ρύπανση δεν είναι τυχαία – αποτελεί χαρακτηριστικό του συστήματος. Η ανακοίνωση της Meta, σε συνδυασμό με τη δημόσια στήριξη του Elon Musk σε ακροδεξιά κινήματα στην Ευρώπη, φανερώνει μια βαθιά αλλαγή στη Silicon Valley. Οι τεχνολογικοί ηγέτες που κάποτε ένιωθαν πίεση να στηρίξουν τη διαφάνεια και την αλήθεια τώρα αποβάλλουν κάθε προσχήμα ευθύνης.

Δεν πρόκειται απλώς για προσπάθεια ικανοποίησης του Donald Trump ή των υποστηρικτών του. Η μετατόπιση αφορά πλέον τον τρόπο που οι εταιρείες αντιλαμβάνονται τους ενδιαφερόμενους φορείς τους. Εκεί που οι πλατφόρμες κάποτε ανταποκρίνονταν σε πιέσεις εργαζομένων, χρηστών και διαφημιστών για την αντιμετώπιση της ψηφιακής ρύπανσης, τώρα συγκεντρώνουν την εξουσία αποκλειστικά γύρω από τα κέρδη.

Το ανθρώπινο δυναμικό που λειτουργούσε ως όριο για προβληματικές συμπεριφορές έχει εξουδετερωθεί – μια τάση που ξεκίνησε ο Musk όταν αγόρασε το Twitter. Η κατάργηση από τη Meta της πολιτικής ‘Diverse Slate Approach’ στις προσλήψεις και στους στόχους εκπροσώπησης, ενώ προσθέτει πρόσωπα όπως τον επικεφαλής του UFC Dana White, στενό σύμμαχο του Trump, στο διοικητικό συμβούλιο, δείχνει ξεκάθαρα πού βρίσκεται πλέον η εξουσία.

Η υποδομή του αυταρχισμού και ο ρόλος των πλατφορμών

Για χρόνια αναλύαμε εκλογικές παρεμβάσεις, καταγράφαμε τη δημοκρατική οπισθοδρόμηση και παρακολουθούσαμε την άνοδο ισχυρών ανδρών εξουσίας, αντιμετωπίζοντας τις πλατφόρμες ως ουδέτερους διαύλους κι όχι ως ενεργούς αρχιτέκτονες της πολιτικής πραγματικότητας.

Η συζήτηση για τη διαχείριση περιεχομένου αποδείχθηκε εκ των υστέρων μια καλά σχεδιασμένη παραπλάνηση – ένα παιχνίδι αντιπερισπασμού που μας κρατούσε απασχολημένους με μεμονωμένα περιστατικά αντί να εστιάζουμε στη συστημική φύση του προβλήματος. Όπως είπε πρώην εργαζόμενος της Meta: «Είναι σαν να βάζεις ένα ξύλινο σπιτάκι μπροστά σε ένα τεράστιο τσουνάμι περιμένοντας να το σταματήσει».

Η Emily Bell, ερευνήτρια στο Tow Center του Πανεπιστημίου Columbia με αντικείμενο τη σχέση πλατφορμών, μέσων ενημέρωσης και ακεραιότητας πληροφορίας, υποστηρίζει: «Η πρωτοβουλία fact checking του Facebook ήταν ουσιαστικά μια άσκηση δημοσίων σχέσεων. Τίποτα δεν άλλαξε στον πυρήνα της πλατφόρμας: στόχος παραμένει το κέρδος από την εκμετάλλευση πνευματικής ιδιοκτησίας και δεδομένων που δημιουργούνται δωρεάν».

Εγκαταλείποντας κάθε έννοια κοινωνικής ευθύνης ενώ προσχηματικά επικαλούνται την ελευθερία λόγου, ο Zuckerberg και ο Musk δεν μεταμορφώνουν τις πλατφόρμες τους – απλώς αποκαλύπτουν τι ήταν πάντα: μηχανές εμπλοκής σχεδιασμένες για τη μεγιστοποίηση κέρδους και επιρροής, ανεξαρτήτως κοινωνικού κόστους.

Η πραγματική αλλαγή δεν βρίσκεται στη συμπεριφορά τους αλλά στη δική μας καθυστερημένη συνειδητοποίηση πως καμία ουσιαστική συζήτηση για τη δημοκρατία δεν μπορεί να αγνοεί τον ρόλο αυτής της τεχνολογικής ολιγαρχίας στη διαμόρφωση του οικοσυστήματος πληροφορίας.

Το μέλλον της αλήθειας και οι ευθύνες όλων μας

Οι τεχνολογικές πλατφόρμες αξιοποίησαν την Πρώτη Τροπολογία όπως η βιομηχανία όπλων τη Δεύτερη: μετατρέποντας συνταγματικές εγγυήσεις σε όπλο κατά κάθε ρύθμισης ή λογοδοσίας. Όπως οι κατασκευαστές όπλων δηλώνουν πως δεν ευθύνονται για τη χρήση των προϊόντων τους, έτσι κι οι ιδιοκτήτες πλατφορμών επιμένουν πως προσφέρουν απλώς ουδέτερους χώρους έκφρασης – ενώ ταυτόχρονα οι αλγόριθμοί τους ενισχύουν ψέματα και ωθούν τα πιο αυτοκαταστροφικά ένστικτα της κοινωνίας.

Και όλοι μας έχουμε μέρος ευθύνης. Το ατελείωτο σκρολάρισμα στο TikTok και το Instagram, η ευκολία επικοινωνίας μέσω WhatsApp ή η δυνατότητα άμεσης σύνδεσης με φίλους σε όλο τον κόσμο – δεν αποτελούν απλώς εταιρικά προϊόντα· είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Ωστόσο, μέσα σε αυτή την άνεση οδηγηθήκαμε ασυνείδητα σε ένα μέλλον όπου η απόρριψη των γεγονότων δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο αυταρχικών κυβερνήσεων στη Μόσχα ή στο Πεκίνο, αλλά πλέον επιλογή γιγάντων τεχνολογίας στη Silicon Valley.

Πολλοί αξιόλογοι δημοσιογράφοι κι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρόσφεραν αξιοπιστία στο Oversight Board της Meta – ένα όργανο που μπορούσε να εξετάσει περιορισμένο αριθμό αποφάσεων περιεχομένου χωρίς ουσιαστική επιρροή στον σχεδιασμό ή το επιχειρηματικό μοντέλο της πλατφόρμας. «Το Oversight Board ασχολείται με λάθος θέμα», λέει η Ressa. «Το αποκάλεσαν ‘Ανώτατο Δικαστήριο περιεχομένου’. Το περιεχόμενο δεν είναι το πρόβλημα· το ζήτημα είναι η διανομή και ο ρυθμός διάδοσης. Ο σχεδιασμός της πλατφόρμας – πάνω στον οποίο δεν έχουν καμία επιρροή. Παρόλα αυτά κατάφεραν να προσελκύσουν πολύ αξιόπιστους ανθρώπους».

Προς μια νέα ενημερωτική κουλτούρα

Οι λύσεις που έχουμε δοκιμάσει ως τώρα – από πρωτοβουλίες fact-checking έως συμβούλια διαχείρισης περιεχομένου – μοιάζουν περισσότερο με επιφανειακά επιθέματα σε ένα βαθύ συστημικό τραύμα. Ενώ οι πλατφόρμες δαπανούσαν εκατομμύρια για lobbying κι επιβολή θεσμικής επιρροής (η Meta ξόδεψε $7,6 εκατ. μόνο στο πρώτο τρίμηνο του 2024 στις ΗΠΑ), αρκεστήκαμε σε επιφανειακές διορθώσεις αφήνοντας ανέπαφο τον βασικό τους τρόπο λειτουργίας.

Όσο τα ειδησεογραφικά μέσα αντιμετωπίζουν τις πλατφόρμες απλώς ως κανάλια διανομής αντί για υπαρξιακή απειλή στην ακεραιότητα της πληροφορίας, θα παραμένουμε παγιδευμένοι σε κύκλο αναποτελεσματικών λύσεων. Πριν κατηγορήσουμε αποκλειστικά τις τεχνολογικές εταιρείες, πρέπει να κοιτάξουμε κι εμείς στον καθρέφτη – ειδικά όσοι χτίσαμε καριέρες βασισμένες στα γεγονότα και στην αναζήτηση της αλήθειας.

Δημοσιογράφοι, ερευνητές, επιστήμονες, εκπαιδευτικοί – είμαστε όλοι μέρος αυτής της ιστορίας. Ενώ ενδεχομένως κάποια στιγμή οι πλατφόρμες θα ρυθμιστούν (αν κι αυτό φαντάζει δύσκολο υπό διοίκηση Trump), πρέπει να αναγνωρίσουμε τον δικό μας ρόλο στο πρόβλημα αυτό.

Έχει σημασία πώς χρησιμοποιούμε τις πλατφόρμες: κάθε σκρόλινγκ, κάθε κοινοποίηση, κάθε λεπτό προσοχής είναι μια επιλογή. Με μεγαλύτερη συνείδηση σχετικά με το πού ενημερωνόμαστε, πώς επαληθεύουμε πληροφορίες κι ακόμη περισσότερο πώς τις μεταδίδουμε περαιτέρω μπορούμε να αρχίσουμε να διεκδικούμε ξανά κάποιον έλεγχο στο πληροφοριακό μας περιβάλλον.

Μικρές ατομικές κινήσεις, όπως η στήριξη ανεξάρτητης δημοσιογραφίας ή η δεύτερη σκέψη πριν διαδώσουμε ανεπιβεβαίωτο περιεχόμενο, συνθέτουν μια συλλογική αντίσταση απέναντι σε ένα σύστημα που έχει σχεδιαστεί ώστε να εκμεταλλεύεται τα χειρότερα ένστικτά μας.

Όλοι στον χώρο των μέσων πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε: Έχουμε υπάρξει συνένοχοι καλύπτοντας συστήματα που γνωρίζαμε ότι ήταν θεμελιωδώς προβληματικά; Προτάξαμε ποτέ την ευκολία ή την ψηφιακή απήχηση εις βάρος της ακεραιότητας των πληροφοριών; Το πιο κρίσιμο ερώτημα είναι αν είμαστε έτοιμοι να παραδεχτούμε πως η επιβίωση όχι μόνο του κλάδου αλλά ίσως και της ίδιας της δημοκρατίας εξαρτάται από την αντιπαράθεση με τον ρόλο των πλατφορμών στην υπονόμευση των βάσεων του δημόσιου διαλόγου;

Οι απαντήσεις θα κρίνουν αν μπορούμε να ξαναχτίσουμε ένα οικοσύστημα πληροφορίας προς όφελος της κοινωνίας κι όχι προς διάβρωσή της.

*Διευκρίνιση: Η Maria Ressa είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Coda.*

Πηγή: codastory.com