Déjà vu και λοιπά σενάρια…
Εάν ήταν εφικτό να αρθεί ο σημερινός κατακερματισμός στον χώρο της αντιπολίτευσης προκειμένου να βρεθεί αντίπαλο πολιτικό υποκείμενο (ή άθροισμα- συναπισμός) στη Ν.Δ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η συζήτηση για κόμμα Τσίπρα δεν θα είχε, πιθανώς, λόγο ύπαρξης. Όλα αυτά εκκινούν από την διαπίστωση ότι, υπό τις σημερινές πολιτικές και δημοσκοπικές συνθήκες, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέδειξε τον πρώην πρωθυπουργό σε δυνάμει πολιτικό του αντίπαλο, χωρίς καν ο Αλέξης Τσίπρας να έχει ακόμα ξεδιπλώσει τις προθέσεις του. Και ο τελευταίος σήκωσε το γάντι. Ένα πολιτικό deja vu που προδήλως αποκαλύπτει τα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος. Εφόσον στην εξίσωση προστεθεί και η μεταβλητή της φιλοδοξίας του Αντώνη Σαμαρά να εκπροσωπήσει τις “πατριωτικές δυνάμεις” τα πράγματα περιπλέκονται και οι επόμενες εκλογές μετατρέπονται σε ρώσικη ρουλέτα.
Ο πρωθυπουργός θεωρεί πως ο Τσίπρας είναι εύκολος αντίπαλος επειδή, όπως είπε, τον έχει κερδίσει πέντε φορές (δύο σε βουλευτικές εκλογές), τον εξανάγκασε σε παραίτηση και πρόωρη -αλλά όχι μόνιμη- πολιτική αποστρατεία. Φαίνεται ότι εκτιμά ότι προκαλώντας τον πρώην πρωθυπουργό σε μία τετ α τετ μάχη στη Βουλή ανακατεύει την τράπουλα της αντιπολίτευσης και δημιουργεί συνθήκες για ένα “αντι-Τσίπρας” μέτωπο στη θέση του παλιότερου “αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου”.
Πρώτη και καλύτερη έσπευσε να ενταχθεί η Ζωή Κωνσταντοπούλου: σύμφωνα με τις μετρήσεις, άλλωστε, περίπου ένας στους δύο ψηφοφόρους της δηλώνει αποφασισμένος να στηρίξει ένα νέο κόμμα υπό τον πρώην πρωθυπουργό. Εκτός από το αβυσαλλέο πολιτικό μίσος που ανάγεται στο καλοκαίρι του 2015, προκύπτει για την Πλεύση Ελευθερίας και ζήτημα πολιτικής ύπαρξης.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το Νίκο Ανδρουλάκη. Παρότι οι δημοσκοπικές πτήσεις του ΠΑΣΟΚ είναι αρκετά χαμηλές (περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες πίσω από τη Ν.Δ), είναι αξιωματική αντιπολίτευση, το ισχυρότερο κόμμα στην κεντροαριστερά και ως εκ τούτου οφείλει να υπηρετήσει μέχρι τέλους το αφήγημα ότι μόνο αυτός μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη. Με τον Τσίπρα στην κεντρική σκηνή αυτό δυσκολεύει και τα διλήμματα αναδιατάσσονται.
Οι γνωρίζοντες λένε πως το Μέγαρο Μαξίμου θα επιστρέψει σύντομα στην αναγνώριση ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είναι ο βασικός του αντίπαλος, πολλά θα κριθούν, όμως, από το τοπίο που θα αποτυπώσουν οι δημοσκοπήσεις, εφόσον τελικά ο πρώην πρωθυπουργός ιδρύσει κόμμα.
Με την κεντροαριστερά να παραμένει κατακερματισμένη, ίσως περισσότερο μετά την εμφάνιση του νέου κόμματος, η ανησυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη εστιάζεται περισσότερο στις κινήσεις Σαμαρά. Η παρέμβαση των “91” της δεξιάς και υπερδεξιάς έδειξε πως το έδαφος καλλιεργείται. Στόχος του πρώην πρωθυπουργού δεν είναι προφανώς να κυβερνήσει. Να συρρικνώσει τις πιθανότητες του πρωθυπουργού να ξανακυβερνήσει, επιδιώκει, και ταυτόχρονα να δείξει πως εξακολουθεί να διαθέτει επιρροή και να επιβάλλει όρους. Η αλήθεια είναι πως κάθε ψήφος που θα κατευθυνθεί σε ένα κόμμα Σαμαρά αποσπάται από το εκλογικό ακροατήριο της Ν.Δ, κι αυτό σε μία αρκετά οριακή εκλογική μάχη, το 2027 (;), παίζει σημαντικό ρόλο.
Σε όλα αυτά, βεβαίως, αυτό που δεν έχει ξεκινήσει είναι η πραγματική συζήτηση για το μέλλον της χώρας, του πολιτικού συστήματος, και των πολιτών. Ως προς αυτό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί ακόμα το προβάδισμα, και επειδή κυβερνά, άρα λαμβάνει πρωτοβουλίες, και επειδή μπορεί, και να δίνει, και να υπόσχεται.
Υπάρχει κάτι ακόμα που συζητείται ήδη σε κυβερνητικούς κύκλους και αφορά στο ότι η ίδρυση του κόμματος Τσίπρα και η αντίστοιχη κίνηση από τον Σαμαρά μπορεί να λειτουργήσουν ως δύο δυνάμεις με αντίθετη ροπή που, εν τέλει, να ευνοήσουν τη Ν.Δ. Ήτοι, να υπάρξει μεγαλύτερη (όχι μέγιστη) συσπείρωση της εκλογικής βάσης προ του κινδύνου επιστροφής του πρώτου, σε συνδυασμό με την αφύπνιση όσων έχουν απομείνει από το παλαιότερο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Έτσι, λένε, η επιρροή του κόμματος Σαμαρά θα περιοριστεί (συν τη δεξιά στροφή με το μεταναστευτικό και άλλες ευκαιρίες που ίσως δοθούν), το δε “ακραίο κέντρο” θα αντιδράσει. Σοβαρές πιθανότητες ή ευσεβείς πόθοι, θα φανεί…