Τι μάθαμε από την κρίση; Ελάχιστα…

 Τι μάθαμε από την κρίση; Ελάχιστα…

Από την χρεοκοπία της χώρας και την υπαγωγή στο πρώτο και μετά το δεύτερο μνημόνιο, μέχρι το καλοκαίρι του 2015, με το δημοψήφισμα και το φάσμα της εξόδου από το ευρώ που έφερε το τρίτο, η χώρα απώλεσε περίπου το 25% του ΑΕΠ της, οι Έλληνες φτώχυναν και το κράτος αποδιοργανώθηκε εντελώς. Ακόμα πληρώνουμε τις συνέπειες. Ωστόσο, στο ερώτημα “τι μάθαμε” από την μεγάλη και μακρά κρίση, η απάντηση είναι, δυστυχώς, “ελάχιστα”…

Δέκα χρόνια μετά από εκείνο το καλοκαίρι των capital controls και της συντριπτικής ετυμηγορίας υπέρ του “όχι” που άνοιξε τον πολιτικό διάδρομο για μία αναγκαστική διαπραγμάτευση για ένα ακόμα πρόγραμμα διάσωσης, το πολιτικό σύστημα συγκρούεται με εκδοχές και αφηγήματα. Καμία νηφάλια και συναινετική αποτίμηση των μεγάλων λαθών δεν έγινε.

Οι πολίτες, δε, χωρίζονται σε στρατόπεδα σχετικά με το τι και ποιοί έφταιξαν για την πτώχευση του 2009-10, γιατί η διάσωση δεν ολοκληρώθηκε το 2012, όπως διατείνονταν εκείνοι που εφάρμοσαν το πρώτο μνημόνιο, εάν όντως η συγκυβέρνηση Ν.Δ- ΠΑΣΟΚ παρέδωσε τη χώρα στην έξοδο προς την κανονικότητα, πόσο καταστροφικό ήταν εκείνο το περιπετειώδες καλοκαίρι, και εάν οι επιλογές της κυβέρνησης Τσίπρα ήταν αναγκαίες και, εν τέλει, λυτρωτικές, ή επέφεραν το χάος και την παράταση της κρίσης.

Από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή που έχασε τις εκλογές του 2009 και όσες ακολούθησαν, έως τις μέρες μας, ακούσαμε συγκρουόμενα μεταξύ τους αφηγήματα, με ταυτόχρονη επίρριψη των ευθυνών της κρίσης από τον έναν στον άλλον. Έτσι, η κρίση που διέλυσε την κοινωνική συνοχή και βύθισε σε εμφύλια διαμάχη το πολιτικό σύστημα παραμένει μία “τρύπα” στη σύγχρονη ιστορία μας και μία ιστορική εκκρεμότητα.

Από όλα αυτά πηγάζουν αρκετά από τα δεινά που κατατρέχουν ακόμα την λειτουργία του πολιτικού συστήματος και των θεσμών, πρόσωπα και κόμματα κλείνονται στις δικές τους εκδοχές ανάγνωσης της ιστορίας, οι κοινωνικοί διαχωρισμοί (από το μνημόνιο- αντιμνημόνιο μέχρι το παλαιό σύστημα- αντισυστημικοί) παραμένουν ενεργοί, οι νεότερες γενιές δεν αντιλαμβάνονται το “επίδικο” και τείνουν προς την αποστασιοποίηση και την αποχή, και το “βαθύ κράτος”, που ήταν εκ των βασικών λόγων αυτής της κρίσης, παραμένει ενεργό. Το πολύκροτο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, για παράδειγμα, είναι μία βίαιη σημερινή απεικόνιση των διεφθαρμένων μηχανισμών και της κουλτούρας των δεκαετιών πριν την κρίση: “πελάτες”-ψηφοφόροι και ημέτεροι που θέλουν να διαφθαρούν και πολιτικοί που προσφέρονται να τους διαφθείρουν με εκλογικό αντίτιμο.

Η χώρα ευημερεί και πιθανώς θα συνεχίσει να ευημερεί στους αριθμούς, ανέκτησε μέρος της αξιοπιστίας της, αντιμετωπίζεται ωσάν να μην είναι πιά “μαύρο πρόβατο”, όμως οι πολιτικοί και κοινωνικοί λογαριασμοί παραμένουν ανοικτοί. Οι μεν ενοχοποιούν μόνο τους δε, και οι δεύτεροι μόνο τους πρώτους, κι αυτό δρα αποτρεπτικά στην αναγκαία σύμπηξη πολιτικών μετώπων και, οπου χρειάζεται, εθνικής συνεννόησης. Η επίδραση του δηλητηρίου δεν έχει παρέλθει και η τοξικότητα επιστρέφει όταν δίνονται αφορμές.

Ακόμα κι όταν, ωστόσο, η κοινωνία θέλει να ξεπεράσει αυτό το σκοτάδι, τα πολιτικά υποκείμενα δεν την ακούνε (σαφή τα δείγματα στις δημοσκοπήσεις περί συνεργασιών, όσο και απόδοσης ευθυνών σε σοβαρά προβλήματα), παραμένουν αγκιστρωμένα στα στερεότυπα και στις διχαστικές αντιλήψεις. Κι αυτά επηρεάζουν την κοινωνική και οικονομική ζωή, τη λειτουργία των θεσμών, και, ως φαίνεται, ακόμα και τα εθνικά μας θέματα.