Η Γερμανία “προετοιμάζεται για πόλεμο”–Η στρατηγική Μερτς και το φάντασμα του Κλαούζεβιτς

Η Γερμανία “προετοιμάζεται για πόλεμο”–Η στρατηγική Μερτς και το φάντασμα του Κλαούζεβιτς

Σε μια Ευρώπη που ταλανίζεται από την απειλή ρωσικής επιθετικότητας και γεωπολιτικής αστάθειας, ο νέος Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς επαναφέρει στο προσκήνιο μια ρήση-πυξίδα του Καρλ φον Κλαούζεβιτς: «Αν θέλεις ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο». Αντλώντας έμπνευση από τον διάσημο θεωρητικό των πολέμων, ο Μερτς διακήρυξε από το βήμα της Μπούντεσταγκ τη φιλοδοξία του να καταστήσει τη Γερμανία «τον βασικό άξονα του ΝΑΤΟ» και να χτίσει «τον ισχυρότερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη». Η ρητορική αυτή συνοδεύεται από επενδύσεις-μαμούθ, απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων και ένα στρατιωτικό δόγμα που πλέον δεν φοβάται να μιλήσει ανοιχτά για αποτροπή έναντι της Ρωσίας. Το ερώτημα όμως παραμένει: Μπορεί η σημερινή Γερμανία, με τον αποδιαρθρωμένο στρατό των τελευταίων δεκαετιών, να σταθεί αντάξια αυτής της αποστολής;

Η ομιλία του Μερτς στο γερμανικό κοινοβούλιο δεν άφησε περιθώρια παρερμηνείας. Ο καγκελάριος δήλωσε ξεκάθαρα ότι η ασφάλεια απαιτεί ετοιμότητα για πόλεμο, επαναλαμβάνοντας τη λογική της αποτροπής: «Όποιος θέλει ειρήνη, πρέπει να είναι έτοιμος να πολεμήσει».

Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό μεταφράζεται σε κινητοποίηση επί του γερμανικού εδάφους — γεφυρών, λιμανιών, σιδηροδρομικών γραμμών και αεροδρομίων — για ταχεία μεταφορά στρατευμάτων προς τα ανατολικά. Πρόκειται για μια στροφή 180 μοιρών σε σχέση με την παραδοσιακή μεταπολεμική στρατηγική της Γερμανίας, η οποία στήριζε τη δύναμή της στη διπλωματία και την οικονομία.

Ωστόσο, ο δρόμος για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής είναι γεμάτος προκλήσεις. Ο απόστρατος συνταγματάρχης και πρόεδρος του EuroDefense, Ραλφ Τίλε, προειδοποιεί ότι η γερμανική κυβέρνηση πάσχει από «βραδύτητα και έλλειψη τεχνογνωσίας». Ο γερμανικός στρατός, όπως λέει, υποφέρει από ξεπερασμένα αμυντικά συστήματα, χαμηλά ποσοστά στρατολόγησης και ασαφή βιομηχανική πολιτική. Αν και η Γερμανία διαθέτει τους πόρους — το χρέος της αντιστοιχεί στο 60% του ΑΕΠ, σε αντίθεση με το 120% της Γαλλίας και της Βρετανίας — οι χρηματοδοτικές υποσχέσεις των 500 δισεκατομμυρίων ευρώ δεν έχουν ακόμη μετουσιωθεί σε ουσιαστικές παραγγελίες.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στην ΕΕ διαθέτει μόλις 182.000 στρατιώτες, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση πίσω από την Τουρκία, τη Γαλλία και την Πολωνία. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο αριθμός ανερχόταν σε 500.000 ενεργούς στρατιώτες και 800.000 εφέδρους. Ο σημερινός στόχος για το 2031 είναι η ενίσχυση της δύναμης στους 203.000 στρατιώτες, ενώ με τους εφέδρους ο αριθμός ενδέχεται να φθάσει τις 460.000.

Στο πεδίο του εξοπλισμού, το περίφημο «Leopard 2» θεωρείται κορωνίδα της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας. Σήμερα, ο γερμανικός στρατός διαθέτει 313 Leopard 2 σε διάφορες εκδόσεις και έχει παραγγείλει 105 Leopard 2A8, με αναμενόμενη παράδοση μεταξύ 2027–2030. Εντούτοις, η συνολική ισχύς των αρμάτων παραμένει πολύ χαμηλότερη από τις 2.398 μονάδες που διέθετε το 2004.

Σε αντίστοιχη κατάσταση βρίσκονται και οι πολεμικές αεροπορικές δυνάμεις. Με 138 Eurofighter και σχέδια αντικατάστασης 93 παλαιών Tornado με 35 αμερικανικά F-35, η ανανέωση βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά απαιτεί χρόνο. Στον τομέα των υποβρυχίων, η Γερμανία διαθέτει 6 Type 212A, ενώ επιδιώκει την από κοινού παραγωγή 6 νέων υποβρυχίων τύπου CD με τη Νορβηγία έως το 2037. Όμως, παρά τις φιλόδοξες παραγγελίες, η καθυστέρηση στις γραμμές παραγωγής αποτελεί σοβαρό εμπόδιο.

Ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στον πύραυλο Taurus, προϊόν γερμανοσουηδικής συνεργασίας. Με εμβέλεια 500 χλμ, δυνατότητα διείσδυσης πολλών επιπέδων και χαρακτηριστικά stealth, ο Taurus θεωρείται στρατηγικό όπλο. Ωστόσο, από τις 600 μονάδες που έχουν παραγγελθεί, μόνο 150 είναι λειτουργικές. Παρόμοια προβλήματα σημειώνονται και στον τομέα των αντιαεροπορικών συστημάτων και των πυροβόλων: από 978 συστήματα το 2004, ο αριθμός μειώθηκε σε 121 το 2021.

Η «Αρχή Πιστόριους», που φέρει το όνομα του υπουργού Άμυνας Μπόρις Πιστόριους, έθεσε δύο κεντρικούς άξονες: επιτάχυνση των αγορών με αναζήτηση διεθνών προμηθευτών (κυρίως ΗΠΑ) και συγκρότηση ευρωπαϊκής βιομηχανικής συμμαχίας με ηγετικό ρόλο για τη Γερμανία. Ο ίδιος παραδέχεται τις καθυστερήσεις: «Αν παραγγείλεις Leopard σήμερα, θα τα παραλάβεις σε δύο χρόνια. Κάποια συστήματα απλώς δεν μπορούμε να τα προσφέρουμε». Σε συνέντευξή του στην Handelsblatt, επεσήμανε την ανάγκη να ανακτηθεί ο χαμένος χρόνος.

Η ανησυχία κορυφώνεται από τις εκτιμήσεις Γερμανών στρατηγών και υπουργών ότι μια ρωσική επίθεση θα μπορούσε να ξεκινήσει το 2029. Ο αρχηγός του στρατού Κάρστεν Μπρόιερ αναφέρθηκε ανοιχτά σε πιθανό πλήγμα κατά χωρών του ΝΑΤΟ εντός τεσσάρων ετών, στηριζόμενος σε εκθέσεις κινδύνου που αναλύουν τη ρωσική παραγωγική δυναμική και τα εξοπλιστικά σχέδια της Μόσχας. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν προετοιμάζει στρατό 1,5 εκατομμυρίου, με 1.500 νέα άρματα μάχης ετησίως — νούμερα πολλαπλάσια από αυτά που απαιτεί η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία.

Τα δεδομένα επιβεβαιώνονται και από μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομίας του Κιέλου, που τονίζει πως η Γερμανία θα χρειαστεί 10 χρόνια για να ανακτήσει την αεροπορική ισχύ του 2004 και 40 χρόνια για να επιστρέψει στον αριθμό των αρμάτων μάχης που διέθετε τότε. Στο ίδιο διάστημα, η Ρωσία μπορεί να πετύχει τους ίδιους στόχους σε μόλις έξι μήνες, λόγω της συγκεντρωτικής παραγωγικής της ισχύος.

Επιπλέον, η Γερμανία δυσκολεύεται να παρέχει σταθερά συμβόλαια και οικονομικά κίνητρα προς τις αμυντικές βιομηχανίες, γεγονός που προκαλεί ανασφάλεια επενδύσεων, καθυστέρηση παραδόσεων και αύξηση τιμών. Χωρίς σαφές θεσμικό πλαίσιο για τη μακροπρόθεσμη παραγγελιοδοσία, οι εταιρείες δεν μπορούν να σχεδιάσουν στρατηγικά.

Η στρατηγική του Μερτς θυμίζει σε πολλούς τον νεοκλαουζεβιτιανισμό: την ιδέα πως η πολιτική δεν είναι διαχωρισμένη από τον πόλεμο αλλά η προέκτασή του με άλλα μέσα. Το κεντρικό σύνθημα δεν είναι πλέον η αποκλιμάκωση, αλλά η «αξιόπιστη αποτροπή» μέσα από στρατιωτική ισχύ. Ωστόσο, οι φωνές που προειδοποιούν για το ρίσκο μιας επιφανειακής στρατιωτικοποίησης του δημόσιου λόγου πληθαίνουν. Ο Τίλε μιλά για «πολεμοχαρή δημοσιογραφία» που παρουσιάζει κάθε νέα τεχνολογία ως game changer, δίχως να κατανοεί το βάθος των στρατηγικών επιχειρήσεων.

Η Γερμανία, με την ιστορική της ευθύνη και το οικονομικό της μέγεθος, βρίσκεται σήμερα σε ένα στρατηγικό σταυροδρόμι. Αν ο Μερτς ευελπιστεί να μετατρέψει τη θεωρία του Κλαούζεβιτς σε πολιτική πράξη, οφείλει να πείσει πως διαθέτει όχι μόνο τους πόρους, αλλά και τη στρατηγική υπομονή, το θεσμικό βάθος και τη βιομηχανική κουλτούρα που απαιτεί η «ετοιμότητα για ειρήνη μέσω της ισχύος».

Σχετικά Άρθρα