Αντιπολίτευση (στον) Μητσοτάκη…

 Αντιπολίτευση (στον) Μητσοτάκη…

Η ιστορία της αντιπολίτευσης απέναντι σε μία κυβέρνηση που παραμένει αρκετά συνεκτική, αν λάβει κανείς υπόψη ότι οσονούπω μπαίνει στον έβδομο χρόνο της και πέφτει από τον έναν κίνδυνο στον άλλον, βρίθει πολιτικών και επικοινωνιακών σφαλμάτων. Ίσως το πιό σύνηθες είναι η ταυτοποίησή της με το πρόσωπο του πρωθυπουργού.

Για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, “ο Μητσοτάκης διασύρει τη χώρα στην Ευρώπη”, για το εκκολαπτόμενο διπλωματικό φιάσκο της Λιβύης, “ο Χαφτάρ εκθέτει τον Μητσοτάκη”, για την στήριξη που παρέχει στο Νετανιάχου, “ο Μητσοτάκης ταυτίζεται με τη γενοκτονία στη Γάζα και βάζει την Ελλάδα στον πόλεμο”, για την τραγωδία των Τεμπών κάποιοι στήνουν λαϊκά δικαστήρια για εσχάτη προδοσία. Και ων ουκ έστι αριθμός παρόμοιων αναφορών, τόσο από τα δεξιά της Ν.Δ, όσο και από τα αριστερά.

Θεωρητικά, ο Μητσοτάκης είναι πρωθυπουργός, αυτός κυβερνάει, άρα έχει την πολιτική ευθύνη για κάθε τι. Από το αυτονόητο, όμως, μέχρι το υπερβολικό, ακόμα και το ακραίο, η απόσταση διανύεται γρήγορα, τόσο γρήγορα, μάλιστα, που προκαλεί ενίοτε απορία, και πάντως διεγείρει εξίσου γρήγορα τα αμυντικά αντακλαστικά σημαντικής μερίδας ψηφοφόρων.

Στις μετρήσεις, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί ποσοστά “καταλληλότητας” και επιρροής αρκετά μεγαλύτερα από εκείνα της Ν.Δ. Κι αυτό έχει προφανώς να κάνει με το γεγονός ότι δεν υπάρχει πρόσωπο στην αντιπολίτευση (πλην του σταθερά ανταγωνιστικού “Κανένα”) που να γείρει την ζυγαριά σε μία εναλλακτική επιλογή.

Όσο η τακτική της αντιπολίτευσης προσωποποιεί όλα τα δεινά στον πρωθυπουργό, εκ των πραγμάτων θα τίθεται το ερώτημα “αν όχι αυτός, ποιός”.

Στο συντηρητικό ακροατήριο, μάλιστα, αυτό που ξεκινά από την υπερδεξιά και φθάνει στο κέντρο, επικρατεί παραδοσιακά μία αντίληψη για δύο συμφέροντα: το προσωπικό (ενός εκάστου), και αυτό της χώρας. Δεν ταυτίζονται πάντοτε, ωστόσο ελλείψει εναλλακτικών επιλογών συγχέονται.

Εκείνο που δεν έχουν κατορθώσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι, πριν κατηγορήσουν τον Μητσοτάκη, να περιγράψουν το συμφέρον της πατρίδας. Και να αποδείξουν γιατί ο πρωθυπουργός δεν το υπηρετεί, κατά την άποψή τους, επαρκώς. Εδώ μπαίνει η ανάγκη να αποτυπωθεί ποιά πρέπει να είναι η θέση της Ελλάδας, σε αυτή την παραπαίουσα Ευρώπη, και στον γεωπολιτικό της περίγυρο.

Σε σχέση με το Νετανιάχου, για παράδειγμα, ακούστηκαν από το να διακόψουμε τη στρατιωτική μας συνεργασία με το Ισραήλ, μέχρι να τον συλλάβουμε με βάση το ένταλμα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου εάν τολμήσει να προσγειωθεί το αεροσκάφος του στο “Ελ. Βενιζέλος”. Να συμφωνήσουμε ότι απαιτείται ισχυρότερη καταδίκη της εθνοκάθαρσης στη Γάζα, να επισημάνουμε ότι δεν είναι επαρκείς οι διπλωματικές μας πρωτοβουλίες, όμως να εξηγήσουμε και γιατί το ίδιο κάνει η μισή και πλέον Ευρώπη- διότι η άλλη μισή στηρίζει το Ισραήλ ακόμα πιό προκλητικά. Όταν, δε, ως χώρα στηρίζεις ανελλιπώς το Ισραήλ την τελευταία δεκαπενταετία, τα επιχειρήματα αδυνατίζουν περισσότερο.

Αυτή η “αντιπολίτευση (στον) Μητσοτάκη” εξελίσσεται στην αχίλλειο πτέρνα της στρατηγικής των κομμάτων απέναντι στην κυβέρνηση. Όχι γιατί δεν έχει ευθύνες, επαναλαμβάνω, αλλά διότι όταν δεν διατυπώνεις απάντηση στο “αντί του Μητσοτάκη, ποιός και πώς”, ο πρωθυπουργός θα παραμένει η ορατή λύση σε ένα θολό τοπίο.

Όσοι δειλά έχουν αρχίσει να επισημαίνουν την ανάγκη να περιγράψουν τον “πατριωτισμό” στις εσωτερικές και, κυρίως, τις διεθνείς συνθήκες πρωτοφανούς αστάθειας, δείχνουν να κατανοούν ότι όταν στοχεύεις τον Μητσοτάκη πρέπει να έχεις τη δυνατότητα να ολοκληρώσεις την παράγραφο. Αλλιώς σε προδίδουν τα σημεία στίξης…