Δύο πρώην, δύο κόμματα, και η μάχη με τον χρόνο
Σαμαράς και Τσίπρας. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως υπάρχει έδαφος για την επιστροφή τους, αν και η πρόσφατη ιστορία έχει αρκετά παραδείγματα διαψεύσεων. Ωστόσο, είναι σαφές ότι εκκινούν από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες και με διαφορετικούς στόχους. Ο δεύτερος έχει την πολυτέλεια του χρόνου και -όπως είναι το πιθανότερο- μπορεί να αναμένει να κλείσει ο κύκλος αυτής της ταραγμένης περιόδου, στις εκλογές του 2027. Ο πρώτος πρέπει να κινηθεί άμεσα, ή να μην κινηθεί καθόλου…
Όταν σημειώθηκε η πρώτη μαζική …έξοδος στελεχών από τον ΣΥΡΙΖΑ, με την ήττα της Έφης Αχτσιόγλου και την ανάληψη της ηγεσίας από τον Στ. Κασσελάκη, οι δημοσκοπήσεις περιέγραφαν έναν δυνητικό χώρο ψηφοφόρων ενός νέου κόμματος από τα συριζαϊκά “σπλάχνα” σε ποσοστό 11%. Την κατάληξη την γνωρίζουμε: η Νέα Αριστερά καταγράφει δημοσκοπικά ποσοστά που δεν δημιουργούν ελπίδες για είσοδό της στην επόμενη Βουλή. Μία “βουτιά” στο πρόσφατο πολιτικό παρελθόν θα αναδείξει και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις.
Οι προθέσεις των ψηφοφόρων που αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις είναι σαν την ελπίδα- πεθαίνει τελευταία, αλλά συχνά …πεθαίνει.
Σε κάποιες τελευταίες μετρήσεις, το 16% του συνόλου των ψηφοφόρων και ένας στους πέντε της Ν.Δ, δηλώνουν ότι σίγουρα ή μάλλον θα ψήφιζαν ένα νέο κόμμα του Αντώνη Σαμαρά.
Η πορεία του πρώην πρωθυπουργού είναι ένα μακρύ πολιτικό μυθιστόρημα: Από τις ρίζες της Ν.Δ, ο νεότερος υπουργός Εξωτερικών στην σύγχρονη πολιτική ιστορία, ο άνθρωπος που έριξε την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πρόεδρος της Πολιτικής Άνοιξης μέχρι την τελική φθορά και, μετά την πολιτική απομόνωση και την μοναξιά, επιστροφή στη Ν.Δ με υπογραφή του Κώστα Καραμανλή, ευρωβουλευτής, υπουργός, πρόεδρος του κόμματος με νίκη επί της Ντόρας Μπακογιάννη, πρωθυπουργός, σχολιαστής των εξελίξεων στα εθνικά και επικριτής των επιλογών του Κυριάκου Μητσοτάκη, διαγραφείς…
Μένει να διαπιστωθεί εάν αυτό το αναμφίβολα ενδιαφέρον μυθιστόρημα θα έχει happy end για τον ίδιο, ή όχι.
Εάν επιβεβαιωθούν οι μετρήσεις, αφού, όντως, προηγουμένως λάβει την τελική απόφαση και ιδρύσει νέο δεξιο-“πατριωτικό” κόμμα (ακούγεται η επωνυμία… “Για την Ελλάδα”), μπορεί στα 76 του( το 2027) να είναι στη Βουλή ως πολιτικός αρχηγός. Εάν όχι, θα αποσυρθεί οριστικά στην αγαπημένη του Καλαμάτα, και μόνο οι υπερήλικες δεξιοί ψηφοφόροι θα θυμούνται την θυελλώδη διαδρομή του. Θαυμαστή η επιμονή του, αμφίβολες οι προθέσεις του, λένε ορισμένοι. Είναι, πράγματι, ο στόχος του να μπει στη Βουλή, ή, μήπως, είναι ισχυρότερο το ελατήριο να καταστήσει δύσκολη μία τρίτη στη σειρά πρωθυπουργική θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη;
Στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος, οι ίδιες μετρήσεις καταγράφουν πως δυνητικά ένα νέο κόμμα υπό τον Αλέξη Τσίπρα θα μπορούσε να συγκεντρώσει ακόμα και το 29% των ψηφοφόρων. Παρότι οι δύο πρώην πρωθυπουργοί δεν συγκλίνουν σε τίποτε (παροιμιώδης, άλλωστε, η άρνηση του Σαμαρά να δεχτεί ότι ο Τσίπρας νίκησε το 2015 και να του παραδώσει τυπικά τα κλειδιά του Μαξίμου), βρίσκονται μπροστά στο ίδιο δίλημμα: αυτό της επιστροφής στην κεντρική σκηνή.
Όμως, για να είμαστε ακριβείς, αυτό που για τον Σαμαρά μοιάζει με “salto mortale”, για τον Τσίπρα μοιάζει, όχι μόνο πιθανό, αλλά και αναγκαίο, ακόμα και λογικό. Αυτό δεν αφορά μόνο ότι διπλάσιοι -από τον άλλο πρώην πρωθυπουργό- (δυνητικά) ψηφοφόροι θέλουν και πιθανώς θα στηρίξουν την επιστροφή του, αλλά, κυρίως, ότι για τον πολιτικό που έκανε την αριστερά κυβέρνηση υπάρχει ζωτικός χώρος και αναγκαιότητα για ένα νέο πολιτικό φορέα.
Στην δεξιά ο χώρος για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι ασφυκτικά περιορισμένος, αφενός λόγω της πολιτικής κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη (επί δέκα χρόνια, πρώτος στις δημοσκοπήσεις, και έξι χρόνια ήδη πρωθυπουργός, με αντίπαλο τον “Κανένα”), αφετέρου επειδή υπάρχουν ήδη εκφράσεις, με ισχυρότερη και ανοδική, αυτή του Κυριάκου Βελόπουλου.
Στην κεντροαριστερά, το παιχνίδι είναι (ακόμα) ανοικτό, εξαιτίας της πολυδιάσπασης, και της αδυναμίας του ΠΑΣΟΚ να συσπειρώσει τον χώρο. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι, δίχως άλλο, το πρόσωπο των καιρών και εκπροσωπεί το ανοδικό κύμα του αντισυστημισμού, όμως είναι πιθανό κάποια στιγμή, σχετικά σύντομα, να εξαντληθεί αυτή η δυναμική και πολύς κόσμος να επιζητήσει κυβερνητική προοπτική.
Φαίνεται πως ο Τσίπρας δεν σκοπεύει -εφόσον αποφασίσει να επανέλθει- να επαναφέρει το αφήγημα της “κυβερνώσας αριστεράς”. Ούτε τέτοιο αίτημα υπάρχει, ούτε έχει ο ίδιος την ανάγκη να επαναφέρει στη μνήμη των ψηφοφόρων -πέρα από τα θετικά- πρόσωπα, λάθη, και συμπεριφορές που τον εξέθεσαν. Το αίτημα για “προοδευτική διακυβέρνηση” (με ότι αυτό σημαίνει στο κεντροαριστερό ακροατήριο), αντιθέτως, υφίσταται, όπως και είναι αληθές ότι κανένα από τα υπάρχοντα πρόσωπα του ευρύτερου χώρου δεν κρατάει το πασπαρτού για την διακυβέρνηση.
Θεωρητικά, λοιπόν, το θέμα της επιστροφής των δύο πρωθυπουργών στην κεντρική σκηνή έχει ενδιαφέρον, για τον Τσίπρα, ωστόσο, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι λόγοι, απ΄ ότι για τον Σαμαρά. Ο συνδυασμός, πάντως, θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: να βρεθούν, δηλαδή, αμφότεροι στην ίδια Βουλή ως αρχηγοί κομμάτων.
Από την άλλη προδίδει και την “ανυδρία” του πολιτικού σκηνικού μετά την μακρά πολιτική ηγεμονία του Μητσοτάκη.
Και μία ουσιώδης διαφορά: ο Σαμαράς, ό,τι είναι να κάνει πρέπει να το κάνει τώρα, ήτοι να δώσει το παρών στις εκλογές του ’27 (για τους λόγους που εξηγήσαμε), καθώς δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου. Ο Τσίπρας, τουναντίον, έχει κάθε λόγο να περιμένει να διεξαχθούν οι εκλογές και να κάνει τις όποιες κινήσεις του υπό το φως των νέων συσχετισμών, και αφού η μεν Ν.Δ εισέλθει οριστικά σε κύκλο εξάντλησης των προσδοκιών, τα δε πρόσωπα στην κεντροαριστερά (πρωτίστως στο ΠΑΣΟΚ) εξαντλήσουν κι αυτά όλες τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν.